Κεφάλαιο 1
«Ο φεγγαροποιός»
Το κρύο ξύριζε σαν καλά ακονισμένο ξυράφι που ξεγυμνώνει το πρόσωπο απ’ το χνούδι και αφήνει το δέρμα εκτεθειμένο. Δεν ήταν συνηθισμένοι στην πεδιάδα της Καστανιάς ν’ ασπρίζουν απ’ τα λευκά σεντόνια που ξετυλίγει το σύννεφο, η χαμηλή θερμο-κρασία πλυσίματος πιθανόν με απορρυπαντικό που εμπεριέχει χλώριο, θόλωσε το πράσινο, λευκό δεν έγινε μα το πλησίασε. Οι νιφάδες που έπεφταν αθό-ρυβα δεν έφταναν να καλύψουν τα λερωμένα με αίμα βήματά του, κανένας σύμμαχος. Μια σκιά πίσω απ’ το ντουβάρι τον έκανε να σκύψει να προφυλαχτεί απ’ τη σφαίρα που τον σημάδευε. Ας είναι καλά ο Σταύρος που ανέβασε τον τοίχο ψηλά για να γλυτώσει απ’ τα μάτια του Αχιλλέα. Έτρεξε να προφυλαχτεί ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο πόδι του, αιμορραγούσε.
«Σταύρο καλή σου ώρα εκεί ψηλά στον ουρανό οι τσιμεντόλιθοί σου έγιναν ασπίδα», ότι θα έφτανε η στιγμή να μακαρίζει το συγχωρεμένο εχθρό του για τον τοίχο, ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε. Ο Σταύρος έφτασε στην Καστανιά να φροντίσει το σπίτι της μάνας του πριν ο χρόνος το αποτελειώσει, ανακάτεψε τα δωμά-τια, τους έδωσε άλλη χρήση και αυτοβαπτίστηκε νέος νοικοκύρης. Άπλωσε λίγο περισσότερο τα λούκια του στο γείτονα και ο Αχιλλέας αφήνιασε με τον νεοφερ-μένο που με το καλημέρα άρχισε να εξαπλώνεται, λογόφεραν, λύση δε βρήκαν και έμειναν τα λούκια μετέωρα να αιωρούνται προβληματισμένα αν ποτέ χρησιμοποιηθούν. Ο Σταύρος καχύποπτος, κουσούρι που του άφησε η αστυνομία, όρθωσε το ντουβάρι σε μια νύχτα και το πρωί ο Αχιλλέας βρήκε το γκρι να χωρίζει τους δυο γείτονες, «το Τείχος του Βερολίνου μου ’φερε τούτος» έβρισε, μα δεν του ξανάπε κουβέ-ντα. Χαραμάδα δεν έμεινε να μπαίνει φως και ο Αχιλ-λέας φύτεψε μια μπανανιά μπροστά του, ο κορμός δεν έκρυψε τους τσιμεντόλιθους αλλά σαν βάραιναν οι κίτρινοι καρποί μια ηλιαχτίδα λαμπύριζε στο μικρό κηπάκο. Η ροδιά που προστέθηκε φάνηκε να θέλει να ερωτοτροπήσει με τους σε σχήμα πονηρό καρπούς της μπανανιάς, δεν επέτρεψε ποτέ να ακουμπήσει η μια την άλλη μην τυχόν χαθεί το γκρι που το μάτι του είχε συνηθίσει, κακό πράγμα η συνήθεια.
Το κουνάβι πίσω του πάτησε ξερά φύλλα, ο θόρυβος έκανε τον κυνηγό να αντιληφθεί το σημείο βολής, τέντωσε το χέρι του και η αστραπή του πυροβολισμού φώτισε τις νιφάδες. «Πίσω μου σ’ έχω σατανά, δε φτάνει που χοροπηδάς τα βράδια στο ταβάνι και δε με αφήνεις μάτι να κλείσω, τώρα τριγυρνάς και μέρα» μουρμούρισε ο Αχιλλέας, «αχ δεν είμαι καλά μιλάω με νεκρούς και κουνάβια». Για καλή του τύχη ο Περικλής ήταν άθλιος σκοπευτής και τη γλύτωσε με ένα ακόμη ξώφαλτσο γρατσούνισμα στο πόδι. Έτρεξε να κρυφτεί στον αχυρώνα, μαντάλωσε το σύρτη, ήξερε καλά πως ο Περικλής δε θα τολμούσε να σπάσει τη μανταρισμένη πόρτα απ’ τα χέρια εκείνης.
Εκείνη, όλα εκείνη, φεγγάρι μισό και άδειο, μουντό χωρίς φως και ας λάμπει στο σκοτάδι. «Αφροδίτη σύνελθε, παραλογίζεσαι, αυτός έσπειρε τη συμφορά, το ξεχνάς;» της έλεγε ο Περικλής και εκείνη έσκυβε το κεφάλι. Μόνο σκυφτό μπορούσε να το ’χει, αν το σήκωνε θα αντίκριζε τα μάτια του να της καρφώνουν μαχαιριές τη μια πίσω απ’ την άλλη και όλες μαζεμένες στην καρδιά. Μόνο στην καρδιά πονά το μαχαίρι, τσούζει σαν σαπούνι στα μάτια και ύστερα κυλάνε δάκρυα, αδύνατον να σταθούν εγκλωβισμένα στο πρόσωπο κατηφορίζουν και πέφτουν βροχή, μπόρα που ξεσπά γιατί το σύννεφο μαύρισε. Σαν ήταν μικρή ρωτούσε τον πατέρα της «ποιος έφαγε το φεγγάρι;» και εκείνος κάθε φορά της έλεγε την ίδια ιστορία: «Στον ουρανό υπάρχει ένας φύλακας, νύχτα μέρα φυλάει το φεγγάρι, κάποιες φορές κουρασμένος κλεί-νει τα μάτια του και τότε ο πεινασμένος δράκος του μασουλάει την άκρη, εκείνο αρχίζει να μικραίνει μα ποτέ δεν καταφέρνει να το εξαφανίσει, το ελάχιστο ίχνος που μένει γεννά φωτεινές στιγμές και τις ενσω-ματώνει όλες μέσα του, η δύναμη της θέλησης για ζωή απ’ το μικροσκοπικό σπόρο». Την ιστορία δεν την καταλάβαινε αλλά τη μάγευε ο δράκος που κανείς δε βρέθηκε να τον εξαφανίσει και να μείνει ανενόχλητος ο κύκλος στον ουρανό. «Μπαμπά σε μάστορα στέλ-νουν το φεγγάρι να το γεμίσουν;» ρωτούσε με περιέρ-γεια, «στο φεγγαροποιό Αφροδίτη μου». Στα εφτά της έφτιαξε με μουσαμάδες και τσίγκους ένα σπιτάκι κολλητά στον αχυρώνα, ο αέρας το γκρέμιζε συχνά, εκείνη επέμενε να το φαντάζεται όρθιο, ο πατέρας της το κάρφωσε, η Αφροδίτη μάζεψε την πεταμένη ξύλινη πόρτα και την όρθωσε χωρίς κλειδί να στέκεται φρου-ρός στο παραμέσα. «Είμαι φεγγαροποιός» έλεγε, έπαιρνε το σφυρί κοπάναγε τις πέτρες, ταπεινωμένες αυτές υπέκυπταν και στρογγύλευαν.
Ο Περικλής και η Αφροδίτη δίδυμα μια γέννας καρ-ποί έμειναν μονάχοι στη γη όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Αχιλλέας με συνεπιβάτες τους γονείς τους, έπεσε στο γκρεμό της Πέρα Μεριάς. Κατάφερε ν’ ανα-συρθεί σώος απ’ τα συντρίμμια και σοκαρισμένος είδε τα άψυχα κορμιά να τον κατηγορούν για τις ορφανές ψυχές που άφησε. Ο Αχιλλέας σε λίγες μέρες θα πα-ντρευόταν την Αφροδίτη, δύο άλφα ταυτισμένα σε μονό γράμμα. Στέγνωσε το στόμα του, κατάπιε την πνοή, σφραγίστηκε αέρας μέσα, έτοιμος να σκάσει, σαν μπαλόνι τρυπήθηκε, ακούστηκε θόρυβος, το αρχι-κό σχήμα χάθηκε. Ανατινάχτηκε απ’ τη θέση του, λίγες γρατζουνιές μονάχα, το χιόνι απαλά του φρόντισε το κορμί και άφησε όλα τα μέσα του να χτυπήσουν. Τους πήγαινε να τους αφήσει στον Κοσμά και χάθηκε ο κόσμος σε μια στιγμή, θα μάζευαν κάστανα για το γάμο θα έφτιαχναν γλυκό για κέρασμα, να ξορκίσουν τους δαίμονες απ’ τη ζωή των παιδιών τους. Τα κάστα-να έμειναν στον Κοσμά και όλοι του χίμηξαν σαν κορά-κια. «Εσύ φταις» αυτό βουίζει στο κεφάλι του, οι φω-νές του Περικλή και όλων, μόνο εκείνη έμεινε βουβή. «Σου ’πα μην πάτε, αλλά εσύ μη χαλάσεις χατίρι κανε-νός, να χαλάσεις χατίρι, να χαλάσεις και να εμφανι-στείς μπροστά μου να σε στείλω να τους προσέχεις, να τους κάνεις και πάνω τα χατίρια με ακούς;» ούρλιαζε ο Περικλής. «Ο δρόμος είναι δύσκολος με χιόνι, άσε τα κάστανα θα φτιάξουμε μόνο δίπλες, αλλά εσύ διπλά-ρωσες το χάρο και τι του έταξες να σε αφήσει ζωντανό; Τον φίλεψες με τι κακούργε, άτιμε, δε θέλω να ζεις. Δαίμονας ήσουνα εσύ δε σε είχα πάρει χαμπάρι, μην πλησιάσεις την Αφροδίτη μου ξανά, άσε μου αυτήν ζωντανή, στο υπόσχομαι αν την πλησιάσεις θα σε σκοτώσω».
Ο Περικλής θυμωμένος απομακρύνθηκε δεν είχε άλ-λη δύναμη να τον κυνηγήσει, αν τον έπιανε και τον έστελνε ψηλά θα γύριζαν πίσω οι γονείς του; Κακός συμβουλάτορας ο θυμός. Τους βρήκε αγκαλιασμένους να κλαίνε, την Αφροδίτη και τον Αχιλλέα, όχι τα δύο άλφα δε θα κολλήσουν θα μείνουν χωριστά να σέρνει το καθένα τα δικά του γράμματα, αυτό αποφάσισε για την αδελφή του, είναι το άλλο του μισό, δικό του κανενός αλλουνού. Λιγάκι σκληρό να αποφασίζεις για τις ζωές των άλλων, να ηγηθείς θέλει κότσια, χρυσό αιώνα ένας κατέφερε ο δεύτερος θα ’ναι αντιγραφή και στις κόπιες το πρωτότυπο πάντα υπερτερεί. Βου-βός ο Αχιλλέας πήγε να τη βρει, πρώτη έμαθε τα τρα-γικά γεγονότα, τον αγκάλιασε και εκείνος ανατρίχιασε ακούγοντας την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Στο στήθος της γαλήνη μάζευε, τώρα ανήσυχος αφουγκρά-ζεται τους παλμούς της, φοβάται πως τα μελλούμενα θα του στερήσουν τις εφαπτόμενες ανάσες. Ο αχνός σχηματίζει σύννεφο, σηκώνεται ψηλά, ο ήλιος κρυμ-μένος το κάνει να στάξει, προσγειώνονται δάκρυα στα πρόσωπα, η θλίψη επιταχύνει την ορμή τους, θόλωσαν όλα, τα πόδια χάνουν την ισορροπία τους σε λακκούβα σκεπασμένη, το χτύπημα δεν αφήνει να δουν πόσο λασπώθηκαν τα ρούχα που φορούσαν. Τα λερωμένα περιφέρονται ζητώντας τη συγχώρεση, ο κάδος τα δέχεται αλλά η πρίζα αποσυνδέθηκε και σταμάτησε την περιστροφή.
Άδειασε, το περίσσευμα χάθηκε την ώρα της σύ-γκρουσης ψάχνει δικαιολογία να σταθεί όρθιος, τα γόνατα σπάνε το τέντωμα. Αν δεν πήγαινε για κάστα-να, αν έμενε εδώ να κλαδέψει εκείνο το δέντρο που λύγισε απ’ το βάρος του χιονιού, αν έφτιαχνε τους λογαριασμούς που σωρό τον περίμεναν στο γραφείο του, αν και έγιναν τα αν αμέτρητα. Αν όλα ήταν αλλιώς και το αλλιώς όλα, θα γύριζε εκεί που η τύχη χάλασε να της ζητήσει μια δεύτερη ευκαιρία, η τύχη αμίλητη
θα τον άφηνε να υπομείνει την ατυχία του, συνωμοτι-κά θα του έδειχνε την ανεμόσκαλα στο πηγάδι για να σκαρφαλώσει και να θρυμματίσει όσα σκέπασε ο πάγος.....