Μικρέ μου Αφέντη,
είναι αλήθεια ότι μαζί μου υπήρξατε πολύ καλός, όμως μιλήσατε
υποτιμητικά για το είδος του γαϊδάρου γενικότερα. Επειδή θέλω να
μάθετε καλύτερα τους γαϊδάρους, γράφω και σας αφιερώνω αυτές
τις ιστορίες. Τα Απομνημονεύματά μου. Θα δείτε, αγαπητέ μι-
κρέ μου Αφέντη, ότι εγώ, ο καημένος γάιδαρος, και οι φίλοι μου,
οι γάιδαροι, τα γαϊδουράκια και οι γαϊδούρες, έχουμε αδικηθεί πολύ
από τους ανθρώπους. Θα μάθετε ότι εμείς διαθέτουμε εξυπνάδα και
μεγάλες αρετές. Αλλά θα δείτε και πόσο άτακτος ήμουν στα νιά-
τα μου, πόσο τιμωρήθηκα και λυπήθηκα, και πόσο μετάνιωσα και
άλλαξα, κι έγινα φίλος με τους συναδέλφους μου και τους αφέντες
μου. Θα δείτε, τέλος, ότι όταν ο κόσμος διαβάσει αυτό το βιβλίο αντί
να λέει «αναίσθητος σαν γάιδαρος», «χαζός σαν γάιδαρος», «πει-
σματάρης σαν γάιδαρος», θα λέει «ευαίσθητος σαν γάιδαρος»,
«σοφός σαν γάιδαρος», «υπάκουος σαν γάιδαρος» κι ότι με τόσα
παινέματα, θα νιώθετε περήφανος κι εσείς και οι γονείς σας.
Γκα! Ααα! Καλέ μου Αφέντη, σας εύχομαι να μη μοιάσετε σε αυτόν
που ήμουν, στο πρώτο μισό της ζωής μου,
εγώ, ο πιστός σας υπηρέτης,
ο Καντισόν,
ο σοφός Γάιδαρος.
1. Το παζάρι
Δε θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Μάλλον ήμουν δυστυχισμένος
όπως όλα τα γαϊδουράκια και, φυσικά, όμορφος και χαριτωμένος.
Είναι απολύτως βέβαιο πως ήμουν πανέξυπνος, αφού ακόμη και
τώρα που σχεδόν έχω γεράσει είμαι εξυπνότερος απ’ όλους τους συ-
ναδέλφους μου. Ξεγέλασα πολλές φορές τους καημένους τους αφέ-
ντες μου, που ήταν απλώς άνθρωποι και που, συνεπώς, δεν μπορού-
σαν να διαθέτουν την εξυπνάδα ενός γαϊδάρου.
Θα ξεκινήσω περιγράφοντάς σας πώς τους ξεγέλασα μια φορά
όταν ήμουν μικρός. Οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρί-
ζουν όσα οι γάιδαροι, κι έτσι σίγουρα εσείς που διαβάζετε αυτό το
βιβλίο δεν ξέρετε αυτό που είναι γνωστό σε όλους τους φίλους μου
τους γαϊδάρους. Ότι, δηλαδή, κάθε Τρίτη στην πόλη Λεγκλ έχει
παζάρι όπου πωλούνται λαχανικά, βούτυρο, αυγά, τυριά, φρούτα
και άλλα εξαιρετικά προϊόντα. Η Τρίτη λοιπόν, είναι μια μέρα μαρ-
τυρίου για τους καημένους τους συναδέλφους μου. Το ίδιο ήταν και
για μένα πριν με αγοράσει η καλή μου η κυρά, η γιαγιά σας, που
μέχρι τώρα μένω στο σπίτι της. Ανήκα σε μιαν αγρότισσα που ήταν
αυστηρή και κακιά. Να φανταστείτε, μικρέ μου αγαπητέ αφέντη,
ότι ήταν τόσο στριμμένη που μάζευε όλα τ’ αυγά που γεννούσαν οι
κότες της, όλο το βούτυρο και τα τυριά που έφτιαχνε από το γάλα
που της έδιναν οι αγελάδες της, όλα τα λαχανικά και τα φρούτα που
ωρίμαζαν μέσα στην εβδομάδα και μ’ αυτά γέμιζε τα καλάθια που
φόρτωνε στην πλάτη μου.
Και όταν πια ήμουν τόσο φορτωμένος που με το ζόρι προχωρού-
σα, αυτή η κακιά γυναίκα καθόταν κιόλας πάνω στα καλάθια και
με ανάγκαζε να περπατώ, ενώ σχεδόν σερνόμουν, μέχρι τη Λεγκλ
που απείχε σχεδόν πέντε χιλιόμετρα από το αγρόκτημα. Θύμωνα
τόσο πολύ! Μα δεν τολμούσα να το δείξω γιατί φοβόμουν τις ξυ-
λιές. Η κυρά μου είχε μια μεγάλη βίτσα, γεμάτη κόμπους, που πο-
νούσε πολύ όταν με χτυπούσε. Κάθε φορά που έβλεπα ή άκουγα τις
ετοιμασίες για το παζάρι, αναστέναζα και κλαψούριζα, μέχρι που
βογκούσα ελπίζοντας να συγκινήσω τους αφέντες μου.
«Άιντε, παλιοτεμπέλη» μου έλεγαν καθώς με πλησίαζαν. «Τι
θα γίνει, θα σωπάσεις ή θα μας κουφάνεις με την γκαροφωνάρα σου;
Γκα! Ααα! Γκα! Ααα! Να χαρώ εγώ το τραγούδι σου! Ζιλ, αγόρι μου,
φέρε αυτόν τον άχρηστο κοντά στην πόρτα για να τον φορτώσει η
μάνα σου!… Ορίστε! Ένα πανέρι αυγά! Κι άλλο ένα!… Τα τυριά,
το βούτυρο… Τώρα τα ζαρζαβατικά!… Εντάξει! Μ’ όλα τούτα θα
πιάσουμε κάμποσα τάλιρα. Μαριέτ, κόρη μου, φέρε μια καρέκλα
ν’ ανέβει η μάνα σου!… Μια χαρά! Άντε, καλό δρόμο, γυναίκα, και
μην τον αφήνεις να σέρνεται, τον παλιοτεμπέλη. Να! Πάρε τη βί-
τσα σου και δώσ’ του».
«Τσαφ! Τσαφ!»
«Έτσι, λίγα τέτοια χάδια ακόμη και θα δεις πώς θα προχωρήσει».
«Τσαφ! Τσαφ!»
Δε σταματούσα να νιώθω το ξύλο να γδέρνει την κοιλιά μου, τα
πόδια μου, το λαιμό μου. Βημάτιζα γρήγορα, σχεδόν κάλπαζα και
η αγρότισσα συνέχιζε να με χτυπά. Αγανακτούσα νιώθοντας τόση
αδικία και σκληρότητα. Προσπαθούσα ν’ αφηνιάσω για να ρίξω
κάτω την κυρά μου αλλά ήμουν υπερβολικά φορτωμένος. Το μόνο
που κατάφερνα ήταν ν’ αναπηδώ και να τραντάζομαι δεξιά αριστε-
ρά. Τουλάχιστον ένιωθα τη χαρά να την ταρακουνάω. «Παλιογάι-
δαρε! Βλάκα! Πεισματάρη! Τιμωρία που σου χρειάζεται, τώρα θα
τις φας!»
Κι αλήθεια, τόσο χτυπούσε, που μετά βίας κατάφερνα να περ-
πατήσω μέχρι την αγορά. Τελικά φτάναμε. Ξεφόρτωνε από τη γρα-
τζουνισμένη πλάτη μου τα καλάθια και τ’ ακουμπούσε κάτω. Η
κυρά μου, αφού με έδενε σε έναν πάσσαλο, πήγαινε για φαγητό κι
εγώ που πέθαινα στην πείνα και τη δίψα, δεν είχα ούτε ένα κοτσάνι
χόρτο, ούτε μια σταγόνα νερό.
Μια φορά, όσο η αγρότισσα έλειπε, κατάφερα να πλησιάσω τα
λαχανικά και δρόσισα το στόμα μου και γέμισα το στομάχι μου μ’
ένα καλάθι λάχανα και μαρούλια. Τόσο καλά, δεν είχα φάει σ’ όλη
μου τη ζωή. Μου είχε μείνει ένα λάχανο κι ένα μαρούλι όταν η κυρά
μου επέστρεψε. Έβαλε τις φωνές όταν είδε άδειο το πανέρι! Την
κοίταξα με τόσο θράσος και ικανοποίηση που αμέσως κατάλαβε το
έγκλημα που είχα διαπράξει. Δεν μπορώ να σας πω τις προσβολές
που ξεστόμισε. Μιλούσε προσβλητικά και όταν θύμωνε έβριζε και
πρόφερε λέξεις που μ’ έκαναν να κοκκινίζω κι ας είμαι γάιδαρος.
Αφού, λοιπόν, άκουσα τα πιο ταπεινωτικά λόγια, στα οποία δεν
απάντησα παρά μόνο γλείφοντας τα χείλη μου και γυρίζοντάς της
την πλάτη, εκείνη πήρε τη βίτσα και άρχισε να με χτυπά με τόση
σκληρότητα ώστε έχασα την υπομονή μου και της έριξα τρεις κλω-
τσιές. Η πρώτη της έσπασε τη μύτη και δυο δόντια, η δεύτερη την
βρήκε στο χέρι και η τρίτη την χτύπησε στο στομάχι ρίχνοντάς την
κάτω. Καμιά εικοσαριά άνθρωποι μου όρμησαν και άρχισαν να με
χτυπούν και να με βρίζουν. Την κυρά μου την μετέφεραν, δεν ξέρω
πού, κι εμένα με άφησαν δεμένο στον πάσσαλο δίπλα στα πράγ-
ματα που είχα μεταφέρει. Έμεινα εκεί πολλή ώρα. Βλέποντας ότι
κανείς δεν νοιαζόταν για μένα, έκοψα με τα δόντια το σχοινί που με
κρατούσε δεμένο και πήρα αργά το δρόμο για την αγροικία.
Οι άνθρωποι που συναντούσα στο δρόμο εκπλήσσονταν που μ’
έβλεπαν μόνο.
«Κοίτα τον μπουρίκο, έχει κομμένο γκέμι! Την κοπάνησε!»
είπε ένας.
«Δραπέτης απ’ τα κάτεργα» είπε ο άλλος. Και ξέσπασαν σε
γέλια.
«Δεν είναι φορτωμένος» είπε ο τρίτος.
«Ε, ναι! Αφού το ’σκασε!»
«Πιάσ’ τον, άντρα μου, να βάλουμε το παιδί να κάτσει στο σα-
μάρι» είπε μια γυναίκα.
«Μια χαρά θα σας κουβαλήσει, κι εσένα και το παιδί» απάντη-
σε ο άντρας της. Εγώ, θέλοντας να κερδίσω τη συμπάθειά τους με
τη γλυκύτητα και την ευγένειά μου, πλησίασα αργά την αγρότισσα
και σταμάτησα δίπλα της ώστε ν’ ανέβει στην πλάτη μου.
«Δε φαίνεται κακός, ο μπουρίκος!» είπε ο άντρας και βοήθησε
τη γυναίκα του να καθίσει στο σαμάρι.
Χαμογέλασα με πικρία στο άκουσμα αυτής της λέξης, «κα-
κός», λες κι ένας γάιδαρος που του φέρονται τρυφερά μπορεί ποτέ
να είναι κακός. Γινόμαστε ανήμεροι, ανυπάκουοι και πεισματάρη-
δες μόνο όταν θέλουμε να εκδικηθούμε για τα χτυπήματα και τις
προσβολές που δεχόμαστε. Όταν μας σέβονται, είμαστε καλοί, κα-
λύτεροι από όλα τα ζώα.
Πήγα μέχρι το σπίτι τους, με τη νεαρή γυναίκα και το μικρό
αγόρι στην πλάτη μου. Όμορφο αγοράκι δυο χρονών, με χάιδευε,
μου έλεγε γλυκόλογα και ήθελε να με κρατήσει. Όμως σκέφτηκα
ότι δε θα ήταν τίμιο. Οι αφέντες μου με είχαν αγοράσει. Τους ανή-
κα. Και είχα ήδη χτυπήσει την κυρά μου στο πρόσωπο, το χέρι και
το στομάχι. Είχα χορτάσει εκδίκηση. Βλέποντας λοιπόν τη μητέρα,
που ήταν έτοιμη να κάνει τη χάρη στο γιο της, που τον είχε πα-
ραχαϊδεμένο (το κατάλαβα όσο τους μετέφερα στην πλάτη μου),
έκανα έναν πήδο στο πλάι και, πριν προφτάσει εκείνη να πιάσει το
χαλινάρι μου, έφυγα καλπάζοντας κι επέστρεψα σπίτι.
Η Μαριέτ, η κόρη του αφέντη μου, ήταν η πρώτη που με είδε.
«Α! Καλώς τονε! Νωρίς, νωρίς! Ζιλ, έλα να τον ξεσαμαρώσεις!»
«Τον παλιογάιδαρο» είπε ο Ζιλ θυμωμένα «όλο μαζί του πρέ-
πει ν’ ασχολούμαστε. Και γιατί ήρθε μόνος του; Πάω στοίχημα ότι
το ’σκασε. Κακό ζώο!» είπε δίνοντάς μου μια γερή κλωτσιά στο
πόδι. «Αν ήξερα ότι το ’χεις σκάσει θα σου ’ριχνα εκατό βιτσιές».
Ήμουν λυτός και ξεσαμάρωτος κι απομακρύνθηκα καλπάζο-
ντας. Μόλις που πλησίαζα το φράχτη όταν άκουσα φωνές από το
σπίτι. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα που έφερναν την αγρότισσα.
Οι φωνές ήταν των παιδιών. Άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά το Ζιλ
να λέει στον πατέρα του:
«Μπαμπά, θα πάρω το μεγάλο καμουτσίκι του αμαξά, θα δέσω
το γάιδαρο σ’ ένα δέντρο και θα τον χτυπάω μέχρι να πέσει ξερός».
«Άντε, γιε μου, άντε, αλλά μην τον σκοτώσεις. Θα χάσουμε τα
λεφτά μας. Στο επόμενο παζάρι θα τον πουλήσω».
Έτρεμα από φόβο ακούγοντάς τους και βλέποντας το Ζιλ να
τρέχει στο στάβλο για να βρει το μαστίγιο. Δε δίστασα καθόλου
και, χωρίς να νιώθω τύψεις αυτή τη φορά για τα χρήματα που είχαν
πληρώσει οι αφέντες μου για να με αγοράσουν και θα τα έχαναν,
έτρεξα προς το φράχτη που με χώριζε από τους αγρούς. Ρίχτηκα με
τέτοια ορμή που έσπασα τα κλαδιά και πέρασα ανάμεσα. Έτρεξα
στον κάμπο, και συνέχισα να τρέχω για πολύ, πάρα πολύ, νιώθο-
ντας συνεχώς ότι με κυνηγούν. Τέλος, εξαντλημένος, σταμάτησα,
αφουγκράστηκα… Δεν ακουγόταν τίποτα. Ανέβηκα σ’ ένα λόφο.
Δεν είδα κανέναν. Άρχισα, λοιπόν, να παίρνω βαθιές ανάσες και να
νιώθω ελεύθερος από τους κακούς αγρότες. Όμως αναρωτιόμουν τι
θ’ απογίνω. Αν έμενα στο χωριό, θα με αναγνώριζαν, θα μ’ έπιαναν
και θα μ’ έστελναν πίσω στους αφέντες μου.
Τι να κάνω; Πού να πάω; Κοίταξα γύρω μου. Ήμουν μόνος και
δυστυχισμένος. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου όταν
είδα ότι βρισκόμουν στις παρυφές ενός πανέμορφου δάσους. Ήταν
το δάσος ντε Σεντ-Εβρούλ. «Τι ευτυχία!» αναφώνησα. «Μέσα σ’
αυτό το δάσος θα βρω τρυφερό χορτάρι, νερό και δροσερά βρύα. Θα
μείνω λίγες μέρες κι έπειτα θα πάω σε άλλο δάσος, πιο μακριά, ακό-
μη πιο μακριά από το αγρόκτημα του αφέντη μου».
Μπήκα στο δάσος χαρούμενος, έφαγα τρυφερό χορτάρι και ήπια
νερό από μια όμορφη πηγή. Καθώς άρχισε να βραδιάζει, ξάπλωσα
στα μαλακά βρύα κάτω από ένα μεγάλο έλατο και κοιμήθηκα ήσυ-
χα μέχρι το επόμενο πρωί.