Ποιος λοιπόν, εάν κραύγαζα, θα με άκουγε απ’ των αγγέλων
τις τάξεις; Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι με έπαιρνε ένας
ξαφνικά στην αγκάλη του, θα εξολοθρευόμουν από τη
δυνατότερη ύπαρξή του. Γιατί το ωραίο δεν είναι
παρά η έναρξη του φριχτού, την οποία μόλις και αντέχουμε,
κι αν το θαυμάζουμε τόσο, είναι γιατί, ατάραχο, δεν καταδέχεται
να μας καταστρέψει. Κάθε ένας άγγελος είναι φριχτός.
Συγκρατιέμαι λοιπόν και καταπίνω την καλεστική κραυγή
με λυγμό σκοτεινό. Αχ, σε ποιον μπορούμε
λοιπόν να προσφύγουμε; Σε αγγέλους όχι, σε ανθρώπους όχι,
μα και τα διορατικά ζώα πρόσεξαν ήδη
πως δεν επαφιέμεθα πολύ έμπιστα σαν στον σπίτι μας
στον εξηγημένο ετούτο κόσμο. Μας απομένει ίσως
ένα κάποιο δέντρο στην πλαγιά, για να το βλέπουμε
ξανά κάθε μέρα· μας μένει ο δρόμος από χθες
και η κακομαθημένη προσήλωση κάποιας συνήθειας
που της άρεσε κοντά μας, κι έτσι έμεινε και δεν έφυγε.
Ω και η νύχτα! η νύχτα, όταν ο άνεμος γεμάτος κοσμικό χώρο
μας κατατρώει το πρόσωπο – σε ποιον δεν θα έμενε, η ποθητή,
αυτή που τρυφερά απογοητεύει και στη μοναχική καρδιά
πόνους επιφυλάσσει; Άραγε είναι ευκολότερη για τους ερωτευμένους;
Αχ, αυτοί μόνο καλύπτουν τη μοίρα τους ο ένας του άλλου.
Ακόμα δεν το γνωρίζεις; Τίναξε από τα μπράτσα σου το κενό
τείνοντας προς τους χώρους όπου εμείς πνέουμε· ίσως τότε τα πουλιά
τον διευρυμένο αέρα θα αισθάνονται με ενδότερη πτήση.
Μάλιστα και η άνοιξη σε είχε ανάγκη. Απαιτούσαν κάποια
αστέρια να τα διαισθανθείς. Ξεσηκωνόταν
ένα κύμα από τα περασμένα προς τα εδώ, ή
καθώς περνούσες κοντά στο ανοιχτό παράθυρο
ένα βιολί παθιασμένα παραδιδόταν. Όλα αυτά ήταν εντολές.
Ανταποκρίθηκες όμως; Δεν ήσουν πάντα
σκορπισμένος από την προσδοκία, λες και όλα σου ανήγγελλαν
μια αγαπημένη; (Πού θες να την διαφυλάξεις,
αφού οι μεγάλοι ξένοι στοχασμοί βγαίνουν και μπαίνουν
μέσα σου και συχνά μένουν όλη τη νύχτα;)
Αν όμως φλέγεσαι, ύμνησε τις ερωτευμένες· ακόμα
δεν είναι αρκετά αθάνατο το περίφημο αίσθημά τους...