ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σε κάποιες από τις διακοπές που κάναμε στην Ελλάδα, ζώντας μόνιμα
στο εξωτερικό, άκουγα τους γονείς μου να συζητούν για τα παιδικά
τους χρόνια και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι ίδιοι και οι γονείς
τους. Πρώτα ως πρόσφυγες στα χωριά που ήρθαν και μετά στον πό-
λεμο του ‘40 και κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής. Ζήτησα,
λοιπόν, από τον καθένα να μου πει ό,τι θυμόταν, τα κατέγραψα σε ένα
μπλοκάκι και κάπου...το καταχώνιασα.
Χρόνια μετά και αφού είχαμε επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα, συνα-
ντηθήκαμε με παλιούς συμφοιτητές από το Πολυτεχνείο για να γιορ-
τάσουμε τα σαράντα χρόνια από την αποφοίτηση μας.
Κατάληξη αυτής της συνάντησης, με την συμμετοχή πολλών από εμάς,
ήταν να γράψουμε ο καθένας την ιστορία του για τα χρόνια που ακο-
λούθησαν μετά την αποφοίτηση. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακά
ενδιαφέρον και κατέληξε σε ένα πανέμορφο βιβλίο λεύκωμα, με την
βοήθεια του δεξιοτέχνη συμφοιτητή μας Βασίλη Κ. που κυκλοφόρησε
με τον τίτλο «Λόγια των Ναυπηγών του ‘76». Με βάση το βιβλίο αυτό
και τις σημειώσεις που ξέθαψα από τις συζητήσεις με τους γονείς μου,
αποφάσισα να κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν. Ξεκινώντας από την
ιστορία των προγόνων και των γονιών μου, στη συνέχεια κατέγραψα
τις δικές μου αναμνήσεις ως παιδί, έφηβος, φοιτητής και αργότερα ως
επαγγελματίας και οικογενειάρχης. Η καταγραφή αυτή δεν διεκδικεί
καμιά λογοτεχνική αναγνώριση και έχει σαν μόνο κίνητρο τη διακαή
επιθυμία μου να μοιραστώ με φίλους, γνωστούς, συγγενείς και άλ-
λους αναγνώστες ιστορίες από το παρελθόν που αφορούν πολλούς
από εμάς. Ιστορίες που αναφέρονται στις ρίζες μας όπως και ιστορίες
που ζήσαμε μαζί ως παιδιά και έφηβοι. Τέλος, θα ήθελα να μοιραστώ
ενδιαφέρουσες ιστορίες από τα τόσα ταξίδια που έκανα στο εξωτερικό
για 25 ολόκληρα χρόνια και είχα την τύχη να ζήσω με την οικογένεια
μου. Θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής αν πέτυχα έστω και λίγο σ' αυτόν
μου τον σκοπό.
Συνήθως, στο τέλος κάποιων μυθιστορημάτων η τηλεοπτικών εκ-
πομπών, αναφέρεται: «Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Tα
πρόσωπα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και οι καταστάσεις είναι φα-
νταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα και
πρόσωπα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματι-
κότητα». Θα ήθελα, λοιπόν, να διαβεβαιώσω ότι στην δική μου περί-
πτωση ισχύει ακριβώς το αντίθετο! Όλα τα πρόσωπα και οι καταστά-
σεις είναι όντως αληθινά όπως τα έζησα και τα θυμάμαι.
Εξαίρεση αποτελεί μόνο το κείμενο που αναφέρεται στους χαρακτή-
ρες της Καβάλας. Κάποιες από τις ιστορίες που παραθέτω εκεί μου τις
εμπιστεύτηκαν φίλοι ή έχουν παρθεί από το διαδίκτυο.
ΑΡΚΤΟΝΗΣΟΣ Η ΚΥΖΙΚΗΝΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΚΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ
Οι παππούδες μου, από την πλευρά του πατέρα μου, ο Γιάννης Κουρ-
ματζής και η Δέσποινα (Νούλα) Καραστέφου γεννήθηκαν και μεγάλω-
σαν στο ίδιο χωριό. Στο Ανωχώρι1 της επαρχίας Κυζίκου σ την χερσό-
νησο της Αρκτονήσου (Kαpi-dagi).
Η Αρκτόνησος είναι μια μικρή χερσόνησος στη καρδιά της Προποντί-
δας με μεγάλη όμως και μακρόχρονη ιστορία. Χιλιάδες χρόνια πριν
λέγεται ότι η Αρκτόνησος ήταν νησί που οι έποικοι σταδιακά με επιχω-
μάτωση σύνδεσαν με την προσκείμενη παραλία κοντά στην Πάνορμο.
Στο κέντρο της χερσονήσου αυτής υπάρχει ένα και μοναδικό μεσόγειο
χωριό, το Ανωχώρι. Όλα τα υπόλοιπα ήταν και είναι παραθαλάσσια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, χρόνια πριν, τον 17ο αιώνα, το χωριό αυτό
εποικήθηκε από κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας (Κοζάνη/Καστο-
ριά), που ήταν ονομαστοί κτίστες και κράτησαν το επάγγελμα τους
για πολλά χρόνια. Το χωριό ονομάστηκε στα τούρκικα Γιαποντζίκιοϊ,
ή χωριό των κτιστών. Με την πάροδο των χρόνων οι κάτοικοι ασχο-
λήθηκαν με γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, με κύρια
ασχολία τα αμπέλια, ελαιόδεντρα και συκαμιές για μετάξι. Οι περισ-
σότεροι είχαν κτήματα στις πλαγιές της Μπαλκίζας, μιας όμορφης πε-
ριοχής στους γύρω λόφους, ακριβώς πάνω από την αρχαία Κύζικο.
την Αρτάκη, την Κύζικο και τον μακρύ λεπτό λαιμό της χερσονήσου
που την συνδέει με την γη της Μικράς Ασίας. Για την ιστορία, η πόλη
της Κυζίκου εποικήθηκε για πρώτη φορά από Μιλήσιους πιθανόν το
680 π.Χ. και, σύμφωνα με τον Στράβωνα, έγινε μια από τις πιο ξακου-
στές πόλεις της αρχαιότητας, ισάξια με τη Ρόδο, την Καρχηδόνα και
τη Μασσαλία.
Η ιστορία και ο μύθος θέλει τους Αργοναύτες του Ιάσωνα, που ξεκίνη-
σαν με την Αργώ από την Ιωλκό του Πηλίου για την Κολχίδα (σημερινή
Γεωργία), να αγκυροβολούν στη ζεστή, ήρεμη αγκαλιά της αμμουδε-
ρής παραλίας της Κυζίκου για ανεφοδιασμό. Εκεί τους φιλοξενεί ο Βα-
σιλιάς Κύζικος ως συμμάχους, τους φιλεύει και γιορτάζουν μαζί (ήταν
νιόπαντρος). Μετά την παραμονή και τον ανεφοδιασμό τους, ξεκινούν
να φύγουν νύχτα, αλλά συναντούν μεγάλη θαλασσοταραχή και γυ-
ρίζουν πίσω. Οι κάτοικοι της Κυζίκου, μιας και δεν είχε φέξει ακόμη,
τους πέρασαν για πειρατές και τους επιτέθηκαν. Οι Αργοναύτες αντε-
πιτέθηκαν και ο Ιάσωνας σκότωσε τον Κύζικο με μια ακοντιά. Όταν
ξημέρωσε και είδαν τι είχε γίνει πέφτουν σε βαθιά θλίψη, η δε γυναίκα
του Κυζίκου αυτοκτονεί με απαγχονισμό. Οι Αργοναύτες κάνουν θυσί-
ες για να εξιλεωθούν και ανέβηκαν στο όρος Δίνδυμο, το βουνό πάνω
από το Ανωχώρι όπου έκτισαν βωμό προς τιμή της Κυβέλης (Ρέας),
μητέρας των Ολύμπιων Θεών αφήνοντας εκεί ένα άγαλμα της.
Στην ίδια ακριβώς περιοχή που έχει πλέον το όνομα Τσιβλή ή Τσιβέλη
(προερχόμενο προφανώς από το Κυβέλη), οι κάτοικοι της περιοχής,
επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας, βρίσκουν σύμφωνα με την παράδοση
μέσα σε βάτους την εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης για χάρη
της οποίας θα κτίσουν ένα ομώνυμο μοναστήρι, μόλις τέσσερα με πέ-
ντε χιλιόμετρα ανατολικά από το Ανωχώρι, στην ενδοχώρα της Αρκτο-
νήσου. Το μοναστήρι αυτό χτίσθηκε επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου
Ζήνωνα (476-491μ.Χ.) στην ίδια τοποθεσία με τον αρχαίο
ναό της Κυβέλης, κατά γραπτή μαρτυρία του βυζαντινού χρονογράφου
Κεδρηνού (11ος αιώνας). Ανοικοδομήθηκε το 1860 και το 1895.
Στα χρόνια που ακολουθούν, το μοναστήρι γνωρίζει μεγάλες δόξες με
πολλούς μοναχούς, πλέον των διακοσίων, με ενενήντα εννιά ξεχωρι-
στά κελιά και τόπο συγκέντρωσης, αλλά και έριδας των κατοίκων
όλης της χερσονήσου. Η εξαίσια εικόνα της Παναγίας της Φανερωμέ-
νης, που ήταν και το στολίδι του Μοναστηριού, σύμφωνα με την παρά-
δοση ζωγραφίστηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά, κατ’ άλλους όμως
ζωγραφίστηκε το δωδέκατο αιώνα. Σύμφωνα με τον θρύλο, η εικόνα
βρέθηκε τον δωδέκατο αιώνα στο βόρειο άκρο της μεγάλης κοιλάδας,
όχι μακριά από τα χαλάσματα του αρχαίου ναού της Κυβέλης, στην
τοποθεσία Τσιβλή ή Τσιβέλη. Είναι άραγε σύμπτωση η διαχρονικότητα
της λατρείας στα θεία δια μέσου των αιώνων στην ίδια τοποθεσία, ή
υπάρχει η ανάγκη του ανθρώπου για ψυχική ανάταση στον ίδιο χώρο
με τους προγόνους του;
Η εικόνα ήταν όμως και το μήλο της έριδος μεταξύ των χωριών Αρτάκης
και Περάμου, ιδιαίτερα σε περιόδους ξηρασίας, λιτανειών κλπ. αλλά
και λόγω οικονομικών οφελών από το μοναστήρι, σε σημείο που να
υπάρχουν και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τους.
Ήταν στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου του 1922, που
για μια ακόμη χρονιά όλοι οι πιστοί από τα γύρω χωριά, Πέραμο, Αρ-
τάκη, Μηχανιώνα, Ανωχώρι κλπ. είχαν συγκεντρωθεί στον περίβολο
του μοναστηριού, κάτω από τα πυκνόφυλλα πλατάνια για να αποτεί-
νουν φόρο τιμής στην Παναγιά.
Ας αφήσουμε όμως τον ξάδελφο του πατέρα μου, Χριστόδουλο, να
μας τα διηγηθεί όπως τα είπε και σε μένα, όντας 93 χρονών το 2005,
λίγο πριν πεθάνει:
«Ήμουν παιδάκι δώδεκα χρονών τότε, που μαζί με τους γονείς μου
και τους συγγενείς γιορτάζαμε τα εννιάμερα της Παναγίας στο περί-
βολο του Μοναστηριού κάτω από τον παχύ ίσκιο των πλάτανων. Φω-
νές, γέλια, τραγούδια γέμιζαν τον αέρα και άφθονα φαγητά γέμιζαν
τα στρωσίδια στο γρασίδι. Ξαφνικά εμφανίζονται Τούρκοι νιζάμηδες.
Ο επικεφαλής τσαούσης4 μας καλεί όλους και λέει με άγρια δυνατή
φωνή: «Έχετε είκοσι τέσσερις ώρες να μαζέψετε τα συμπράγκαλα σας
και να εγκαταλείψετε τα χωριά σας. Στην Αρτάκη και Πέραμο θα σας
περιμένουν βάρκες να σας μεταφέρουν στον καινούργιο σας τόπο.»
»Ποιος είναι ο καινούργιος τόπος, πόσο μακριά είναι, τι μπορούμε να
πάρουμε μαζί μας, γιατί πρέπει να φύγουμε, πότε θα ξαναγυρίσου-
με, θα ξαναγυρίσουμε ποτέ; Όλα αυτά είναι βασανιστικά ερωτηματικά
που όλοι είχαμε χωρίς κανείς να μπορεί να απαντήσει. Στην Αρτάκη
την επομένη και μετά από περπάτημα δύο-τριών ωρών από το χωριό
μας περιμένουν ψαρόβαρκες που μπαίνουμε με ότι μπορούσε κανέ-
νας να πάρει στα χέρια του, δηλαδή σχεδόν τίποτε, από το βιος του.
Στο λιμάνι της Αρτάκης συνωστίζονται οικογένειες από πολλά χωριά
της Κυζικηνής χερσονήσου5. Μέσα στους πρόσφυγες είναι και όλη η
οικογένεια Κουρματζή και Καραστέφου από το Ανωχώρι που θα τους
συναντήσουμε διεξοδικά πιο κάτω. Σ'ένα πράγμα συμφώνησαν όλοι
οι χωριανοί αν και διαφωνούσαν σε μέρες ειρηνικές. Αυτό ήταν να
σώσουν την εικόνα της Παναγίας. Ο ηγούμενος της μονής την έστειλε
στην Αρτάκη και από εκεί παραδόθηκε στο Πατριαρχείο, στην Πόλη.
Έκτοτε η εικόνα είναι "καρφωμένη", δηλαδή αμετακίνητη, στο αριστε-
ρό Κλίτος του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου στο Πατριαρχείο, γεμάτη
ρουμπίνια και ζαφείρια και με ασήμι γύρω από το εικόνισμα της Πανα-
γίας που κρατά το θείο βρέφος στην αγκαλιά».