ΕΡΜΗΣ: Γιατί γελάς, Χάροντα; Και γιατί εγκατέλειψες τη βάρκα σου και ανέβηκες εδώ, στα δικά μας μέρη; Δεν το συνηθίζεις καθόλου, να νοιάζεσαι για όσα συμβαίνουν εδώ πάνω.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Λαχτάρησα, Ερμή, να δω τι είναι τέλος πάντων η ζωή και τι κάνουν οι άνθρωποι με αυτή ή, αν θες, τι χάνουν, και θρηνούν όλοι κατά την κάθοδό τους σε εμάς. Γιατί ούτε ένας από αυτούς δεν πέρασε στην άλλη μεριά χωρίς δάκρυα. Έτσι, πήρα άδεια απ’ τον Άδη εγκαταλείποντας το πλοιαράκι μου και, όπως ακριβώς εκείνος ο Θεσσαλός νέος, ανέβηκα για μια μέρα στο φως. Και μου φαίνεται πως είμαι τυχερός που σε πέτυχα γιατί ξέρω καλά πως θα περιπλανηθείς μαζί μου, θα με ξεναγήσεις και θα μου δείξεις κάθε τι, μιας και τα ξέρεις όλα.
ΕΡΜΗΣ: Δεν μου περισσεύει χρόνος, βαρκάρη. Είμαι καθοδόν για να διαβιβάσω πάνω στον Δία κάτι που αφορά τα ανθρώπινα. Είναι οξύθυμος και φοβάμαι πως, αν αργήσω, θα με εγκαταλείψει ολοκληρωτικά στα χέρια σου παραδίδοντάς με στο απόλυτο σκοτάδι ή, όπως έκανε με τον Ήφαιστο τις προάλλες, θα με αρπάξει και μένα απ’ το ένα πόδι και θα με πετάξει έξω απ’ το κατώφλι του ουρανού, και θα μοιράζω άφθονο γέλιο καθώς θα γεμίζω τα ποτήρια κρασί κουτσαίνοντας.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Τότε θα με αφήσεις να περιπλανηθώ και να ρίξω μια ματιά πάνω στη γη, εσύ που είσαι σύντροφος και συνταξιδιώτης στο πλοίο, και ψυχοπομπός μαζί με μένα; Έλα τώρα, παιδί της Μαίας, εκείνο τουλάχιστον θυμήσου, πως ούτε μια φορά δεν σε διέταξα να με βοηθήσεις να αδειάσω το πλοίο απ’ τα νερά ούτε και σου ζήτησα να κωπηλατήσεις. Αντιθέτως, εσύ απλώνεσαι πάνω στο κατάστρωμα και ροχαλίζεις, παρά τα δυνατά σου μπράτσα ή, αν τύχει και βρεις κάποιον πολυλογά νεκρό, πιάνεις ψιλή κουβέντα μαζί του σε όλο το ταξίδι και έτσι εγώ, παρά την προχωρημένη ηλικία μου, παλεύω μόνος με τα δυο κουπιά. Στο όνομα του πατέρα σου, αγαπημένε Ερμάκο, μην με εγκαταλείπεις, ξενάγησέ με σε όλα όσα αφορούν τη ζωή, έτσι ώστε κάτι να έχω δει κι εγώ, όταν θα επιστρέψω. Γιατί, αν με αφήσεις, δεν θα διαφέρω σε τίποτα από τους τυφλούς, και όπως αυτοί πέφτουν και σκουντουφλάνε στο σκοτάδι, έτσι και εγώ θα τυφλώνομαι απ’ το φως. Έλα, δέξου το, Κυλλήνιε, και θα θυμάμαι πάντοτε αυτή σου τη χάρη.
ΕΡΜΗΣ: Αυτή η υπόθεση θα με καταστρέψει. Γιατί το βλέπω, ήδη, πως ο μισθός μου γι’ αυτήν την ξενάγηση θα περιλαμβάνει γροθιές σε όλο μου το σώμα. Οφείλω, όμως, να τη φέρω εις πέρας. Γιατί τι μπορεί να κάνει κάποιος όταν ένας φίλος τον πιέζει τόσο;
Το να δεις το κάθε τι ενδελεχώς είναι αδύνατο, βαρκάρη. Κάτι τέτοιο θα μας έπαιρνε χρόνια. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Δίας θα ήταν υποχρεωμένος να με διαπομπέψει, όπως γίνεται με κάποιον δούλο που το σκάει, ενώ κι εσύ θα αδυνατούσες να ολοκληρώσεις τις θανατικές υποχρεώσεις και θα ζημίωνες την εξουσία του Πλούτωνα, αφού για πολύ χρόνο δεν θα μετέφερες νεκρούς. Άσε που και ο τελώνης Αιακός θα αγανακτούσε, αν δεν έπαιρνε ούτε έναν οβολό. Πρέπει, λοιπόν, να ερευνήσουμε πώς θα γίνει να δεις τα σημαντικότερα όλων όσων συμβαίνουν.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Εσύ ο ίδιος, Ερμή, κάτσε και βρες την καλύτερη λύση. Γιατί εγώ τίποτα δεν γνωρίζω για όσα συμβαίνουν πάνω, καθώς είμαι ένας ξένος.
ΕΡΜΗΣ: Με λίγα λόγια, Χάροντα, θέλουμε ένα ψηλό μέρος, από όπου να μπορείς να δεις τα πάντα κοιτώντας κάτω. Αν ήταν για σένα δυνατό να ανέβαινες εκεί που βρίσκονται οι Θεοί, δεν θα μπαίναμε σε κόπο, καθώς θα έβλεπες από εκεί τα πάντα πεντακάθαρα. Καθώς, όμως, δεν είναι πρέπον, για κάποιον που σε όλη του τη ζωή συναναστρέφεται με σκιές, να πατήσει το πόδι του στο παλάτι του Δία, είναι ανάγκη να ψάξουμε να βρούμε κάποιο ψηλό βουνό.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Γνωρίζεις, Ερμή, τι συνήθιζα να λέω εγώ σε σένα και στους άλλους όταν πλέαμε με τη βάρκα; Κάθε φορά που ο άνεμος λυσσομανούσε χτυπώντας τα πανιά και το κύμα ορθωνόταν ψηλό, εσείς, οδηγημένοι από άγνοια, με συμβουλεύατε να κατεβάσω τα πανιά ή να τα χαλαρώσω ή να πλεύσω με φόρα κόντρα στον άνεμο. Εγώ, όμως, σας παρακαλούσα να σωπάσετε, γιατί μόνο εγώ ο ίδιος γνώριζα τι είναι το καλύτερο. Έτσι πράξε κι εσύ. Κάνε ό,τι θεωρείς καλύτερο, καθώς εσύ είσαι ο κυβερνήτης. Όσο για μένα, θα σωπάσω και θα υπακούω σε όλες σου τις διαταγές, όπως ακριβώς οφείλει να κάνει ένας επιβάτης.
ΕΡΜΗΣ: Σωστά τα λες. Εγώ θα βρω τι πρέπει να κάνουμε και θα ανακαλύψω την καταλληλότερη θέση. Άραγε ο Καύκασος να είναι ιδανικός ή μήπως ο Παρνασσός; Μπας και είναι ο Όλυμπος, ψηλότερος και από τους δύο; Kαι όμως, κοιτώντας προς τον Όλυμπο μου γεννήθηκε μια ιδέα όχι και τόσο κακιά. Θα πρέπει, όμως, κι εσύ να βάλεις ένα χεράκι.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Πες μου. Θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν.
ΕΡΜΗΣ: Ο Όμηρος ο ποιητής λέει πως οι γιοι του Αλωέα, που και αυτοί ήταν δύο στον αριθμό, κάποτε, όταν ακόμα ήταν παιδιά, θέλησαν να αποσπάσουν την Όσσα από τη θέση της και να τη βάλουν πάνω στον Όλυμπο και στη συνέχεια να βάλουν και το Πήλιο πάνω σε αυτά, καθώς πίστευαν πως έτσι θα έφτιαχναν μια σκάλα που θα τους επέτρεπε να φτάσουν μέχρι και στον ουρανό. Εκείνα τα πιτσιρίκια τιμωρήθηκαν για αυτήν τη ζαβολιά τους. Μα εμείς —μιας και δεν τα κάνουμε αυτά για να βλάψουμε τους θεούς— γιατί να μην φτιάξουμε μια τέτοια σκάλα βάζοντας τα βουνά το ένα πάνω στο άλλο, ώστε να έχουμε ένα ψηλότερο παρατηρητήριο;