Μαύρη Ταρταρούγα
Γιαμά Κατερίνα
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Το ΑΝΟΙΧΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΑΜΑΞΙ μάρκας «Volkswagen» ακολούθησε την κεντρική
αρτηρία που ένωνε το Μπιαρίτζ με το Σεντ- Ζαν-ντε-Λουζ, έκανε παράκαμψη και χώθηκε στο δρόμο προς το Μπιντάρ. Συγκεκριμένα, ακολούθησε την πορεία Μπιντάρ-Γκεταρί, δύο τοποθεσίες για λίγους και εκλεκτούς επισκέπτες κατά μήκος της ακτογραμμής της Χώρας των Βάσκων, από την πλευρά της γαλλικής επικράτειας. Απομονωμένες και οι δύο δημιουργούσαν μια νησίδα κοντά στην Ισπανία, τη χώρα των μαινόμενων ταύρων και των φλογερών φλαμένκο. Το χωριό Μπιντάρ ήταν ανοιχτό σε ανθρώπους που αναζητούσαν ένα διαφορετικό είδος
διακοπών μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, με μια μινιατούρα λιμανιού και τον ωκεανό να χάνει τα όριά του μέσα στο πυκνό εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου αντικρίζοντας το τοπίο έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια του.
«Γαμώτο! Δούλεψα τόσα χρόνια από δω και από κει και να που πριν φύγω από τη χώρα αυτή ανακάλυψα τον παράδεισο σε λίγα μέτρα γη! Είχα δίκιο να επιτρέψω στον εαυτό μου δύο μέρες ανάσας σε αυτά τα δύο κουκλάκια προτού φύγω», σκέφτηκε. Σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού πάνω από το Μπιντάρ και βγήκε απ’ το αμάξι. Ψηλός, με κοτσίδα μέχρι τους ώμους, ελαφρώς ασπρισμένη, ήταν από τους ανθρώπους που δεν περνάνε απαρατήρητοι. Καθόλου, για την ακρίβεια. Όταν τον έβλεπες, έλεγες μέσα σου ότι υπάρχουν άντρες που μεγαλώνοντας αντί να ασχημαίνουν παίρνουν τα πάνω τους. Λες και η ώριμη ηλικία τους τάιζε με χρυσά κουτάλια και τους ασήμωνε με τα εκλεκτότερα νομίσματα για να διατηρήσουν τη
γοητεία τους.
Τεντώθηκε με άνεση αποκαλύπτοντας τα μακριά, λεπτά άκρα του που πρόβαλαν μέσα από το τσαλακωμένο χακί πουκάμισο, και έκανε δυο κύκλους το σβέρκο του για να ξεμουδιάσει. Φορούσε γυαλιά μυωπίας, πολλών βαθμών κρίνοντας κανείς από
το πάχος των φακών, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα. To τοπίο που έβλεπε από το κρημνώδες σημείο του δρόμου τον αποζημίωνε από την κούραση του ταξιδιού, κι ας μην ήθελε να παραδεχτεί ότι διέθετε ένα θραύσμα
ρομαντισμού μέσα στην ερευνητική του φύση. Αυτή που τον οδήγησε να ακολουθήσει σπουδές στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια να μυηθεί επιστημονικά στην εντομολογία.
Η λατρεία του για τη ζωή και τη φύση των λεπιδόπτερων είχε παιδικές καταβολές όταν, παίζοντας μια μέρα, βρήκε μια νεκρή πεταλούδα στο πλακάκι του πατώματος στην κουζίνα του σπιτιού του. Έπνεε τα λοίσθια η άμοιρη και, έτσι όπως την
κοιτούσε, του έβγαζε ένα θάμβος. «Τόσο όμορφη για να είναι νεκρή!», είχε σκεφτεί ανατριχιάζοντας. Πριν τη βάλει στο γυάλινο βάζο, για να την έχει ως ενθύμιο, είχε προλάβει να δει το κύκνειο άσμα της. Τα φτερά της, που καλύπτονταν με σκουρόχρωμα κόκκινα λέπια, μόλις διέγραφαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του το τελευταίο τους σκίρτημα μένοντας ακίνητα, ασυγκίνητα
μπροστά στη ζωή…
«Μάνα μου, τι τοπίο! Οι φωτογραφίες δεν είχαν τέτοιες λεπτομέρειες. Τα καλύτερα έκρυβαν», μονολόγησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κλείνοντας τα μάτια με δύναμη είδε στο σκοτάδι να ξεπροβάλλουν κύκλοι χρωμάτων, νερά ωκεανών και πλεούμενα να ακροβατούν πάνω στην άκρη των τεράστιων κυμάτων. Όχι τυχαία. Γιατί το Μπιντάρ, που απλωνόταν από κάτω, φημιζόταν για την ανοιχτή, κυματώδη θάλασσά του όπου ξακουστοί σέρφερ κατέφθαναν με τις σανίδες τους και επιδίδονταν στις πιο τολμηρές επιδείξεις.
Ο Γιώργος Bρανόπουλος, Έλληνας ερευνητής στο Γαλλικό Εντομολογικό Ινστιτούτο, άνοιξε απότομα τα μάτια του για να συνέλθει. Το αεράκι που τον χτύπησε απαλά στο πρόσωπο συνεφέρνοντάς τον ήταν ένα καλό τονωτικό που τον γέμισε αισιοδοξία και όρεξη να συνεχίσει το ταξίδι προς το χωριό. Μία στάση εκεί ήταν ό,τι καλύτερο για να οργανωθεί και να σκεφτεί το επόμενο βήμα πριν από τον τελικό του προορισμό.
Κατηφορίζοντας είδε φευγαλέα από δεξιά την κορυφή των Πυρηναίων και πιο χαμηλά τη σκεπή με τα μπλε κεραμίδια ενός ξενοδοχείου. Στο τοπίο βασίλευε από τη μια το έντονο λευκό της χιονισμένης οροσειράς και απ’ την άλλη το φωτεινό μπλε της θάλασσας.
«Κόλαση! Κάποτε έλεγα ότι δεν υπάρχει χώρα με φωτεινότερα νερά απ’ την Ελλάδα. Δεν υπάρχει νησί με ωραιότερες παραλίες. Γραφικότερο χωριό σαν το δικό μου στο Πήλιο. Διαψεύστηκα πανηγυρικά. Ιδού η απόδειξη», συλλογίστηκε και πάτησε γκάζι. Ο σκοπός αυτού του μικρού διαλείμματος ήταν πολύ συγκεκριμένος και καθοριστικός. Έψαχνε να βρει τρόπο να καθυστερήσει την παραμονή του στο εξωτερικό. Οι απαντήσεις που αναζητούσε για το είδος της «Parnassius Apollo», μιας πεταλούδας που ζούσε, εκτός από την Ασία και τη Σκανδιναβία, στη Γαλλία και στην Ελλάδα, δεν τον ικανοποιούσαν. Μάλλον του
φαίνονταν ελλιπείς. Κάτι αναπάντητο έμενε πάντα στην έρευνά του.
— Το είδος αυτό, αγαπητέ μου, είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Οι συνθήκες ζωής του έχουν και μυστικές πλευρές. Αναπάντητες. Αμφισβητούνται. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περισσότερα απ’ όσα ήδη έχουμε στα χέρια μας.
— Έκανα ολόκληρο ταξίδι και ξόδεψα δύο χρόνια απ’ τη ζωή μου για να μείνω στο ινστιτούτο, συμμετείχα σε εξορμήσεις της ομάδας, σε σεμινάρια... Άσε το διάβασμα.
— Μα, εσύ προσπαθείς να εξηγήσεις τα ανεξήγητα. Δεν απαντάει σε όλα η επιστήμη. Μου ζητάς να σου δείξω τον τρόπο αναπαραγωγής της. Η βιντεοσκόπηση δεν φανερώνει πολλά. Δεν γνωρίζουμε γιατί συμβαίνει αυτό μεταξύ αρσενικού και θηλυκού.
— Πώς ο γάτος πνίγει τα αρσενικά παιδιά του όταν γεννιούνται; Πώς το θηλυκό αλογάκι της Παναγίας, όπως λέγεται στην πατρίδα μου, μετά την ερωτική συνεύρεση τρώει το αρσενικό;
— Ναι, ξέρω... Είναι ο νόμος επιβολής του ισχυρότερου στο ασθενέστερο. Η φύση, ξέρεις, έχει κανόνες σαν τους δικούς μας. Δεν αφήνει περιθώρια στους αδύναμους. Τους κατασπαράζει. Τους ρουφάει το μεδούλι - έτσι τρέφονται οι ισχυροί.
— Δεν απαντάς επί της ουσίας. Στο είδος που ψάχνω υπάρχει μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια στον τρόπο επιβολής της δύναμης. Το αρσενικό μετά τη συνουσία «σφραγίζει» το θηλυκό, το δόλιο, ώστε να μην πάει με άλλο αρσενικό.