Το Ερώτημα των Αρμενίων
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμπεριλάμβανε στο εσωτερικό της ποικίλες μη-μουσουλμανικές κοινότητες που απολάμβαναν ένα κατεστημένο βασισμένο σε ανομοιογένεια και σε έναν σημαντικό βαθμό, αυτοί οι πληθυσμοί ζούσαν σε ένα πλαίσιο θρησκευτικής ανεξαρτησίας για πολλά χρόνια. Όμως το εθνικό σύστημα που είχε θεσπιστεί στην Αυτοκρατορία ήταν κάθε άλλο παρά ένα σύστημα ισότητας μεταξύ των Μουσουλμάνων και μη-Μουσουλμανικών πληθυσμών. Στη διάρκεια του τέλους του 19ου αιώνα, αυτές οι κοινότητες διάλεξαν την υποστήριξη των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες εκείνο το διάστημα πίεζαν τις Οθωμανικές αρχές για πολιτικές αλλαγές που θα οδηγούσαν σε ένα πιο φιλελεύθερο σύστημα. Οι συνθήκες ειρήνης που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Ευρωπαϊκής πλευράς και της Αυτοκρατορίας, έφερε για κάποιους από τους μη-μουσουλμανικούς πληθυσμούς κάποια πλεονεκτήματα όπως η αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους. Οι μουσουλμανικές αρχές όμως δεν το δέχτηκαν αυτό ευχάριστα, όπως και η κοινωνία που πίστευε ότι άρχισε να χάνει την “αίσθηση της ανωτερότητας απέναντι στους άπιστους”.
O πληθυσμός των Αρμενίων ενθαρρύνθηκε όταν έβλεπε τρεις άλλους πληθυσμούς (Σερβία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο) να αποκτούν την ανεξαρτησία τους εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από την Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος, 1878) που αποτελούνταν από τις δυνάμεις της Ευρώπης. Αυτό το γεγονός αναπτέρωσε τις ελπίδες και αύξησε τις προσπάθειες τους για απελευθέρωση από την καταδυνάστευση και την κακομεταχείριση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η άρνηση της Αυτοκρατορίας να αναγνωρίσει παρόμοια δικαιώματα στους Αρμένιους οδήγησε σε συγκέντρωση “Aρμενίων επαναστατών” σε κελιά εντός της Αυτοκρατορίας και σε όλη την έκταση της Ευρώπης. Αυτή η προσπάθεια ερμηνεύθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις ως μία πράξη απόγνωσης αφού οι Αρμένιοι βίωσαν την ανικανότητα και την αποτυχία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων να τους βοηθήσουν για εκείνον τον σκοπό.
Το θέμα περί του Ερωτήματος των Αρμενίων ως πρόβλημα διαμάχης μεταξύ των Τούρκων και των Αρμενίων, εμφανίστηκε επισήμως εντός της Οθωμανικής Βουλής στη διάρκεια μεταξύ των χρόνων 1877 – 78, από κάποιους Αρμένιους υφιστάμενους, οι οποίοι έριξαν φως στις δολοφονίες χιλιάδων Αρμενίων σε περιοχές των συνόρων από Οθωμανούς στρατιώτες, συμπεριλαμβάνοντας και Κούρδους. Παρουσιάστηκε ως θέμα διεθνούς σημασίας εκείνο το διάστημα σε Συνέδριο του Βερολίνου μετά τον πόλεμο Ρωσίας και Οθωμανικού κράτους. Όμως το Ερώτημα των Αρμενίων προϋπήρχε αυτών των επίσημων συγκεντρώσεων, αφού οι Αρμένιοι αποζητούσαν για πολλά χρόνια νωρίτερα ένα τέλος στην καταπίεση και στην αδικία που βίωναν εντός της Αυτοκρατορίας.
Επιπρόσθετα, η απαρχή της σύγκρουσης και η επερχόμενη γενοκτονία τοποθετείται στην σύσταση του Τούρκικου εθνικού κινήματος, οι Νεότουρκοι, που βοήθησε στην επανάσταση των Αρμενίων, εφόσον άδραξαν την ευκαιρία να διώξουν από την ηγεσία τον Αμπτούλ Χάμιτ και να αποκτήσουν οι ίδιοι την κυριαρχία. Οι αρχηγοί αυτού του κινήματος αρχικά συνεργάστηκαν με τους επαναστάτες Αρμένιους προκειμένου να αποκτήσουν την δύναμη του Σουλτάνου το 1908 μετά από στρατιωτική εξέγερση. Αργότερα όμως εξελίχθηκαν ως οι εγκέφαλοι της Γενοκτονίας των Αρμενίων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.