Το καλοκαίρι είχε φύγει από το νησί της Σύμης, και ήταν η
εποχή που άρχιζαν να γνωρίζουν τη λέξη «τουρισμός» μικροί
μεγάλοι.
Οι μεν μεγάλοι γιατί τους ανοίγονταν νέες προοπτικές για
δουλειές και επιχειρήσεις που δεν είχαν ποτέ φανταστεί, οι δε
νέοι, γιατί ανακάλυπταν έκπληκτοι τη χαλαρότητα των
αισθημάτων και την εποχιακή και πρόσκαιρη δημιουργία
δεσμών, σε μια κοινωνία που τους είχε γαλουχήσει με άλλα
οικογενειακά αυστηρά πρότυπα.
Έτσι για κάποιους από τους τελευταίους, η προσαρμογή στα
νέα δεδομένα, ήταν δύσκολη υπόθεση, γιατί πώς να το κάνουμε,
ήταν και θέμα χαρακτήρα, νοοτροπίας και οικογενειακών
παραδόσεων.
Άλλοι πάλι – όσοι φυσικά είχαν το θάρρος να συνάψουν
κάποια σχέση – νόμιζαν ότι τα δικά τους αισθήματα θα
εύρισκαν την ανάλογη ανταπόκριση από το έτερο φύλλο, αλλά
διαψεύδονταν οικτρά, όταν το τέλος των διακοπών των
τουριστριών, σήμαινε και το τέλος της αισθηματικής ιστορίας
που εκείνοι νόμιζαν ότι θα διαρκέσει εσαεί.
Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να χωνέψουν, ήταν η ευκολία
αλλαγής συντρόφου μέσα σε λίγο χρόνο, χωρίς προσχήματα,
χωρίς δικαιολογίες και ενοχές, πράγμα αδιανόητο για τις δικές
τους πεποιθήσεις και ιδιοσυγκρασίες.
Ήταν σαν να κοιτούσαν κάποια μέλισσα, μια πεταλούδα, που
πήγαινε από άνθος σε άνθος, για να τρυγήσει το νέκταρ. Μια
βιολογική ανάγκη, χωρίς συναισθηματισμούς, παρελκυόμενα
και περίπλοκους προβληματισμούς.