Στο Μεθύσι των Αγγέλων
Βολονάκη Ηλιάνα
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Κεφάλαιο Πρώτο

Είναι προτιμότερο, μητέρα, να αλλάξουμε θέμα συζήτησης. Δεν ωφελεί, πουθενά, αυτή η λογομαχία, μεταξύ μας… Σχολίασε, η Ντόρα Βολαστού και συνέχισε να βυζαίνει το μωρό της. Δεν έπρεπε, να σε είχα επιλέξει για τον γιο μου… Δεν λέω, είσαι όμορφη, νέα… καλλιεργημένη… αλλά ανυπάκουη, βρε παιδί μου! Άφρισε, η πεθερά και αναστέναξε αγανακτισμένη.
Με διαλέξατε, μητέρα, λόγω καταγωγής μου… Ανταπάντησε, η νύφη και μετακίνησε το μωρό, στο άλλο βυζί της. Εκείνο, βέβαια, συνέχιζε ατάραχο, να ρουφάει το γάλα του και να ζουλάει το στήθος της μάνας του, από ευχαρίστηση, κοκκινίζοντάς το.
Ευγενική καταγωγή, είχε η Ντόρα Βολαστού. Η οικογένειά της, διακεκριμένο μέλος της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχε εγκατασταθεί στη Χίο λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία. Έλαβαν, μάλιστα, άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.
Ο πατέρας της, Κοσμάς Βολαστός, είχε δικαστική εξουσία, όντας μέλος του τοπικού δικαστηρίου, που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές, δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα, μέλος της αριστοκρατίας.
Πώς, λοιπόν, να χάσει η Αλκμήνη Ράλλη- Χαλκοράση, την ευκαιρία και να μην συγγενέψει με ανωτέρους; Η ίδια, δήλωνε ευτυχισμένη και ικανοποιημένη, τόσο από την περιουσία του πατέρα της- Ισίδωρα Χαλκοράση- όσο και του συζύγου της- Τιμόθεο Ράλλη.
Όλο το νησί, είχε να λέει και να χαζεύει το ευτυχισμένο ζεύγος: Ράλλη- Χαλκοράση και να μένει με το στόμα ανοιχτό, αγναντεύοντας τη θέα του σπιτιού τους.
Κύριο χαρακτηριστικό του κτήματος ήταν ο κήπος, που ήταν πνιγμένος στο πράσινο, με πανύψηλα δέντρα, που φυτεύονταν στη γέννηση κάθε καινούργιου μέλους της οικογένειας και η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που αναδύονταν.
Ο χώρος κοσμούνταν με έναν κλασσικό χιώτικο μάγγανο και ένα βοτσαλωτό μαγγανόγυρο, που τον περιβάλλονταν μέσα σε ένα αμπελώνα.
Πίσω του ακριβώς βρίσκονταν ο στάβλος, με το αγαπημένο άλογο του Τιμόθεου, ο Μαυρίκιος.
Λίγο πιο πέρα βρίσκονταν το κάθισμα, ένας χώρος λίγο υπερυψωμένος από το κεντρικό πλάτωμα του κήπου. Γιασεμιά το διαχώριζαν από το περιβόλι και δύο μεγάλοι φοίνικες στέκονταν αριστερά και δεξιά στην κορυφή των μεγάλων μαρμάρινων σκαλιών που οδηγούσαν στην όαση.
Στο βάθος, προβάλλονταν η στέρνα με τα σκαλιστά λιονταρίσια μαρμάρινα κεφάλια της απ’ όπου έτρεχε γάργαρο νερό για να ποτίζει το κτήμα. Τα περιβόλι ήταν γεμάτο πορτοκαλιές και μανταρινιές…
Η Ντόρα Βολαστού, λοιπόν, ήταν κάτι παραπάνω από καλοφροντισμένη, το ίδιο και η Αλκμήνη. Η Ντόρα, ήταν πανέμορφη και ο Τιμόθεος, δεν έβλεπε το λόγο να αρνηθεί, όταν η Αλκμήνη, του ανέφερε την πιθανότητα ενός τέτοιου γάμου. Εκλεπτυσμένη, με τρόπους, με φινέτσα… Δεν βρίσκεις εύκολα, γιέ μου, τέτοιες κοπέλες, την σήμερον εποχήν… Του τόνιζε, συνεχώς και έφερνε στο μυαλό της, τον συγχωρεμένο τον άνδρα της.
Ο Τιμόθεος Ράλλης, είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια, πριν δει τον γιο του, να στεφανώνεται. Τα περιουσιακά του στοιχεία, πέρασαν στα χέρια της νόμιμη συζύγου του και του γιού τους. Όταν κλείσω τα μάτια μου, κάνε ό,τι θες. Το γράφει και ο πατέρας σου, στη διαθήκη του, μην ξεχνάς! Ρητή, η εντολή της Αλκμήνης.
Μαζί και το γέρικο, πια, άλογο, ο Μαυρίκιος, πού είχε καταπέσει, μετά την κηδεία του αφεντικού του. Λες και καταλάβαινε το ζωντανό.
Πανέμορφη… η μόνη λέξη, πού έρχονταν στο μυαλό του, κάθε φορά, πού κοιτούσε την Ντόρα, ο γιος και τα σωθικά του, πλημμύριζαν με πάθος. Όχι, από έρωτα, ή αγάπη, αλλά πάθος, ανεξέλεγκτο.
Τα πάθη, φίλε μου, τελειώνουν. Θυμόταν, τον κολλητό του, όταν του ανακοίνωσε τον γάμο του. Η Χίος, ήταν μικρή και εκείνος ένιωθε να πνίγεται, μη μπορώντας να πράξει όπως θέλει.