Χτύπησε με την πένσα τον καυστήρα που αγκομαχούσε. Γιατί την κρατούσε στα χέρια του ούτε ο ίδιος ήξερε. Ίσως επειδή τα νεύρα του ήταν ιδιαίτερα τεταμένα τον τελευταίο καιρό με τον ενοχλητικό θόρυβο που έκανε αυτός ο καταραμένος καυστήρας. Αλλά κι ο συγκεκριμένος θόρυβος που ακούστηκε εκείνη τη στιγμή… Όχι δεν ήταν εξαιτίας του χτυπήματος της πένσας. Ο θόρυβος που ακουγόταν μέσα από τον καυστήρα ήταν τόσο δυνατός που μπροστά του το χτύπημα της πένσας ήταν αθόρυβο σαν χάδι.
Μπαμ! Μπαμ!
Γδαρσίματα. Αγκομαχητά.
Θύμιζε πληγωμένο θηρίο που είχε παγιδευτεί μέσα στη δεξαμενή πετρελαίου.
«Πώς το έχετε ονομάσει το νέο σας κατοικίδιο, κύριε;»
«Σκύλα. Σαν την σκύλα που κρατάω αυτή τη στιγμή στα χέρια μου».
Κοίταξε την πένσα. Άλλοι την έλεγαν σκύλα, άλλοι πένσα. Όπως και να την αποκαλούσε κάποιος, την ίδια δουλειά έκανε.
Τώρα, για ποιον λόγο την κρατούσε εκείνη τη στιγμή στα χέρια του, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία.
Η αλήθεια ήταν πως ως ιδιοκτήτης αλλά και διαχειριστής της πολυκατοικίας, ορισμένες από τις απαραίτητες αγγαροδουλειές μπορούσε να τις κάνει μόνος του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να αλλάξει μια καμένη λάμπα ή να ξεβουλώσει έναν νεροχύτη. Τις προάλλες τον είχε καλέσει ο Λεωνίδας από το Διαμέρισμα 5 του πρώτου ορόφου με σκοπό να τον βοηθήσει να συγχρονίσει τα κανάλια της νέας του τηλεόρασης.
Κοτζάμ άντρας κι αυτός κι ούτε το πιο απλό πράγμα δεν μπο-ρούσε να κάνει. Τι κατάντια! Προσβολή για το αντρικό φύλο είναι κάτι χλεχλέδες σαν και δαύτον! Όταν δεν πιάνουν τα χέρια τους, όταν δεν μπορούν να στύψουν την πέτρα, πώς περιμένουν μετά να τους κοιτάξει γυναίκα; Ίσως γι’ αυτό και ποτέ δεν είχε κάνει την εμφάνισή της κάποια θηλυκή παρουσία στο διαμέρισμά του.
Ίσως το μόνο που μπορούσε και ήξερε πώς να κρατήσει ήταν η πένα του. Αλλά από έναν κουλτουριάρη διανοούμενο τι να περίμενε κανείς; Ένας συγγραφέας ήταν, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος.
Συγγραφέας της κακιάς ώρας! Αλλά τι να πει κανείς; Στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι…
Διότι, χρήματα από αυτόν τον κακομοίρη, ονειροπόλο κι άφραγκο συγγραφέα της πλάκας, δεν είχε δει ακόμα. Και πού να δει; Αφού δεν είχε καταφέρει να εκδώσει κανένα του βιβλίο ακόμα. Τα έτρωγε η σκόνη της αδράνειας και της αχρηστίας.
Κάθε φορά, με την ίδια καραμέλα στο στόμα ήταν.
«Θα στα ξεπληρώσω, κυρ Θόδωρε, όλα τα χρωστούμενα από τα κοινόχρηστα και τα ενοίκια, μια και καλή, όταν πληρωθώ».
«Και σαν πότε λες να πληρωθείς, ρε παλικάρι;»
«Όταν με το καλό εκδοθεί το πρώτο μου μυθιστόρημα».
Τον κοιτούσε κατάματα με θράσος σα να απαιτούσε να του δείξει κατανόηση και να αποδεχτεί την αεργία του και την έλλειψη φιλότιμου που τον διακατείχε. Γιατί παρ’ ότι δεν είχε καταφέρει να εκδώσει κανένα του έργο ακόμη, δε ντρεπόταν καθόλου γι’ αυτό. Η λέξη ντροπή ήταν άγνωστη γι’ αυτόν. Όχι. Δεν ένιωθε ντροπή. Απεναντίας, το μόνο συναίσθημα που φούσκωνε μέσα του ήταν θυμός.
«Και είναι μια αστυνομική ιστορία, κυρ Θόδωρε, όλο αγωνία, μυστήριο…»
Ο κυρ Θόδωρος σήκωσε απότομα το χέρι του να τον σταματήσει. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτε άλλο από αυτόν τον ανεπρόκοπο. Από δικαιολογίες είχε μπουχτίσει με δαύτον.
«Καλά, καλά… άστο, μην κουράζεσαι άλλο. Μαζεύονται, Λεωνίδα. Κι εγώ δεν ξέρω για πόσο καιρό θα αντέξω ακόμα».
«Είσαι βράχος εσύ, κυρ Θόδωρε. Δεν παθαίνεις τίποτα!»
«Έχε στο νου σου πως και οι βράχοι σπάνε, παλικάρι μου. Και οι βράχοι σπάνε…»
Άλλη μία αδιέξοδη συζήτηση είχε φτάσει στο τέλος της και τα χρέη του νεαρού συγγραφέα διογκώνονταν ολοένα και περισσότερο.
Δεν ήταν κι ο μοναδικός, όμως, που χρωστούσε. Τουλάχιστον οι μισοί ένοικοι της πολυκατοικίας ακολουθούσαν το παράδειγμά του, με αποτέλεσμα να ξεχνούν να πληρώσουν ενοίκιο και κοινόχρηστα. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν αντιρρησίες πληρωμών γενικά ενώ άλλοι θύματα της μοίρας. Ο ένας εξαφανιζόταν από προσώπου γης, ο άλλος τρελαινόταν κι ο άλλος πέθαινε. Λες και ήταν καταραμένη αυτή η πολυκατοικία.
Μήπως ψέματα ήταν; Βαθιά μέσα του ο κυρ Θόδωρος το πίστευε αυτό. Το ένστικτό του ποτέ δεν έπεφτε έξω. Κι οι φόβοι του, κάποια στιγμή στο μέλλον, θα επιβεβαιωνόντουσαν. Ήταν κι αυτές οι φήμες που…
Υπόκωφα χτυπήματα ακούστηκαν ξανά μέσα από τον καυστήρα.
«Σκάσε! Σκάσε, επιτέλους!» φώναξε και τον κοπάνησε με δύναμη με την πένσα τρεις φορές. «Πότε θα ηρεμήσεις, επιτέλους; Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν για να μ’ αφήσεις στην ησυχία μου;»
Πέταξε με νεύρα την πένσα μέσα στην ανοιχτή εργαλειοθήκη κι ανέβηκε τα σκαλιά του υπογείου. Η μυρωδιά της μούχλας από την υγρασία εκεί κάτω ήταν αποπνικτική. Έκλεισε την πόρτα. Οι μεντεσέδες στρίγκλισαν. Έβαλε δύναμη για να την κλειδώσει μιας και τα κουφώματα είχαν φουσκώσει από την υγρασία και η κλειδαριά μάγκωνε. Πώς να έμπαινε η γλώσσα της κλειδαριάς μέσα στη σκεβρωμένη κάσα της πόρτας; Ήθελε κόπο και δύναμη. Δεν ήταν εύκολο.
Βέβαια, αυτή η παραμελημένη κατάσταση του κτιρίου ήταν δικαιολογημένη. Τα χρόνια που κουβαλούσε πάνω του σε συνδυασμό με την υγρασία είχαν αφήσει τα σημάδια τους παντού. Όλο το κτίριο ήθελε μία… εφ’ όλης της ύλης ανακαίνιση. Ή μάλλον, ολική κατεδάφιση κι ανακατασκευή χρειαζόταν. Πόσα χρόνια ακόμα να άντεχε όμως κι ο κυρ Θόδωρος; Κόντευε τα ογδόντα. Ήταν ο τελευταίος κληρονόμος της σαβούρας αυτής. Το τέλος του πλησίαζε. Το αισθανόταν. Αν και…
Τα κοπανήματα που ακούγονταν από το λεβητοστάσιο διέκοψαν τις σκέψεις του για άλλη μια φορά. Τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, ίσως το τέλος της πολυκατοικίας να ερχόταν γρηγορότερα από το δικό του. Ένα ένα κομμάτι της κατέρρεε μπροστά στη δική του παρουσία.
«Καιρός ήταν» μονολόγησε κοιτάζοντας την πόρτα του υπογείου και γύρισε το κλειδί τρεις φορές.
Δεν άκουσε τα βήματα πίσω του που κάποιος κατέβαινε τις σκάλες.
«Καλημέρα, κύριε Θόδωρε».
Γύρισε πίσω του ξαφνιασμένος. Γερνάω και οι αισθήσεις μου κατρακυλούν, σκέφτηκε.
«Καλημέρα, παιδί μου. Τι κάνεις;» απάντησε στον νεαρό φοιτητή με καλοσύνη.
Τον συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτόν τον νεαρό. Είχε όνειρα, στόχους. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν το μέλλον. Το σημαντικότερο απ’ όλα, όμως, για τον κυρ Θόδωρο ήταν ότι αυτός ο νεαρός είχε οικονομικά ευκατάστατους γονείς που τον
βοηθούσαν και του έστελναν χρήματα για να καλύπτει τις υποχρεώσεις του.
Αν και αυτή τη φοβία του νεαρού με το σκοτάδι, ποτέ δεν την κατάλαβε. Μπορεί του κυρ Θόδωρου να μην του έπεφτε λόγος, ωστόσο, είχε παρατηρήσει άθελά του κάποιες από τις συνήθειές του φοιτητή. Τα βράδια που κλεινόταν μέσα στο διαμέρισμα του, αντί να βγαίνει έξω με τους φίλους του να διασκεδάσει και να γνωρίσει καμία κοπελίτσα. Αφού τη νύχτα ελευθερώνονται τα ήθη και οι ενδοιασμοί μεταμορφώνονται σε τόλμη. Αντίθετα, εκείνος, μόλις έπεφτε ο ήλιος, προτιμούσε να κλείνεται μέσα μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Ολομόναχος. Σα να έκρυβε κάτι ή να κρυβόταν. Κανένας άνθρωπος δεν πατούσε το πόδι του εκεί μέσα.
Σε άλλη περίπτωση, ο κυρ Θόδωρος θα άκουγε ομιλίες, φασαρία. Αφού έμενε στο Διαμέρισμα 12 ο νεαρός, στον τέταρτο όροφο όπως κι εκείνος και οι τοίχοι ήταν τόσο λεπτοί. Όλα ακουγόντουσαν. Τίποτα δεν έμενε κρυφό.
Η σημερινή νεολαία είναι πολύ ευαίσθητη τελικά. Όλο φοβίες και με ψυχοφάρμακα είναι καθημερινά. Κι αν θα τη βγάλει καθαρή και δεν πέσει από το μπαλκόνι πενταόροφου κτηρίου για να αποδράσει από τις δυσκολίες της ζωής. Δειλά κι άνανδρα που είναι τα σημερινά παιδιά! Αντί να πιάσουν τη ζωή στα χέρια τους κι όπως λέει κι ο σοφός λαός «τον ταύρο από τα κέρατα», όπως έκανε αυτός στα νιάτα του. Περασμένα μεγαλεία…
«Κύριε Θόδωρε» ο νεαρός τον επανέφερε στο παρόν «ρίξτε, σας παρακαλώ, μια ματιά στο ασανσέρ γιατί χτες το απόγευμα κλείστηκα ξανά. Δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα, δεν το λες και λίγο. Χρειάστηκε να καλέσω τον τεχνικό για να με απεγκλωβίσει αφού εσείς απουσιάζατε. Όπως καταλαβαίνετε, τρόμαξα. Κλείνουν και τα φώτα όταν σταματά… Γι’ αυτό χρησιμοποίησα τις σκάλες σήμερα».
«Ξέρω, ξέρω, Αργύρη μου. Ένα παιδί είσαι. Λογικό να φοβάσαι».
«Ε, μην τα παραλέτε! Δεν είμαι δα και μικρό παιδί. Εικοσι-ενός ετών είμαι» αποκρίθηκε γελώντας εκείνος.
«Εικοσιένα στην ταυτότητα. Αλλά στο μυαλό…»
«Πώς είπατε;» ρώτησε τον γέρο ενοχλημένος.
«Τίποτα, τίποτα» τον χτύπησε συγκαταβατικά στην πλάτη. «Καλά. Θα το κοιτάξω. Θα φωνάξω το συνεργείο να έρθει να δει τι φταίει και να το φτιάξει. Προκειμένου να σε κλείσει μέσα για πολλοστή φορά» είπε χαριτολογώντας με τον φόβο του νεαρού.
Όσο του μιλούσε, πλησίαζε το ασανσέρ και στη συνέχεια το κάλεσε πατώντας το κουμπί.
«Τι; Θα μπείτε μέσα;» γούρλωσε τα μάτια του κατάχλωμος ο Αργύρης. «Μπορεί να κλειστείτε μέσα, κύριε Θόδωρε! Και μετά ποιος θα σας βγάλει; Δεν το εμπιστεύομαι ακόμα, μέχρι να το επισκευάσει ο τεχνικός που θα καλέσετε. Μέχρι τότε…»
«Μην ανησυχείς, νεαρέ» τον καθησύχασε γελώντας εκείνος, «εγώ έχω υπογράψει συμβόλαιο με το Διάβολο. Δεν κινδυνεύω» συνέχισε με αποφασιστική φωνή. «Όπως και να το κάνουμε, τα πόδια μου δε με βαστάνε και δεν αντέχω πια να ανέβω τέσσερις ορόφους. Δεν είμαι νέος σαν του λόγου σου. Γι’ αυτό και θα το ρισκάρω».
Του έκλεισε το μάτι πονηρά και στράφηκε προς το ασανσέρ περιμένοντας να φτάσει στο ισόγειο.
Ο Αργύρης, αφού το σκέφτηκε καλύτερα και διαπίστωσε ότι δεν είχε φόβο ο ίδιος εκείνη τη στιγμή, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του προχωρώντας προς την έξοδο. Δεν περίμενε, εξάλλου, να αλλάξει μυαλά σε έναν ογδοντάχρονο. Συνήθως οι ηλικιωμένοι άνθρωποι είναι και αγύριστα κεφάλια. Το ήξερε καλά αυτό από τους παππούδες του που ήταν κοντά στην ηλικία του κυρ Θόδωρου. Σάμπως κι εκείνος όταν θα έφτανε σε
αυτήν την ηλικία το ίδιο δε θα γινόταν; Ισχυρογνώμων και επίμονος. Λες και η σοφία της εμπειρίας και των χρόνων σκληραίνει τις αντιστάσεις μετατρέποντας τους ανθρώπους σε αδιάλλακτες προσωπικότητες.