Η πρόσφατη τεράστια πρόοδος που έχει συντελεστεί στη γνώση μας επάνω στην αστρονομία και στην ικανότητά μας να εξετάζουμε τα διάφορα σώματα που εγχειρί-ζουν οι άνθρωποι, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι εισήχθηκαν μέθοδοι εργασίας και αντιλήψεις από άλλους επιστημονικούς κλάδους. Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πως ένα μεγάλο τμήμα της πρόσφατης συντελεσθείσας προόδου εξαρτάται εξ ολοκλήρου στην εισαγωγή μεθόδων έρευνας στις οποίες αναφέρομαι. Αλλά ενώ αυτό είναι συχνά παραδεκτό, εν τούτοις λησμονείται το γεγονός πως ακόμη και η στοι-χειώδη γνώση της αστρονομίας μπορεί να βοηθήσει πολύ τους σπουδαστές των άλλων επιστημονικών κλάδων. Δηλαδή, η αστρονομία είναι αρκετά ικανή να πληρώ-σει το χρέος της. Προφανώς, ανάμεσα σε εκείνους τους επιστημονικούς κλάδους είναι και εκείνος που αφορά τις πρώτες απόπειρες του ανθρώπου να αντιληφθεί τη σημασία και τα φαινόμενα του σύμπαντος, μέσα στο οποίο βρέθηκε, πριν ακόμη να του είναι διαθέσιμες κάποιες επιστημονικές μέθοδοι· προτού να έχει κάποια ιδέα περί των αρχών και των καταστάσεων των πραγμάτων που τον περιτριγύριζαν.
Στο παρόν βιβλίο σκοπεύω να εκθέσω κάποιες απόπειρες που έχω επιχειρήσει στον ελεύθερό μου χρόνο τα τελευταία τρία χρόνια ώστε να διαπιστώσω αν έχουμε τη δυνατότητα να αποκομίσουμε κάποιες γνώσεις που αφορούν τις πρώιμες αστρολογι-κές ιδέες των Αιγυπτίων, μελετώντας τα ιερά και τη μυθολογία των Αιγυπτίων, η οποία συνδέεται με διάφορες λατρείες. Ο λόγος εξ αιτίας του οποίου ασχολήθηκα με αυτήν την έρευνα μπορεί να συνοψιστεί στην ακόλουθη διήγηση: έτυχε τον Μάρτιο του 1890, κατά τη διάρκεια ολιγοήμερων διακοπών, να πάω στην ανατολική Μεσό-γειο. Πήγα συντροφιά με έναν φίλο μου, ο οποίος, κάποια μέρα καθώς επισκεπτό-μασταν τα ερείπια του Παρθενώνα, και κάποια άλλη, δεύτερη μέρα, όταν ήμασταν στο ιερό της Ελευσίνας, μου δάνεισε την πυξίδα του. Η παράξενη διεύθυνση επί της οποίας οικοδομήθηκε ο Παρθενώνας καθώς και οι αρκετές αλλαγές στη διεύθυνση των θεμελιώσεων της Ελευσίνας, που αποκαλύφθηκαν από τις γαλλικές ανασκαφές, ήταν τόσο εντυπωσιακά και μου υπόβαλλαν την ιδέα ότι αξίζει τον κόπο να σημειώσω τις διευθύνσεις ώστε να δω αν υπήρχε κάποια ενδεχόμενη αστρονομική αρχή στη διεύθυνση του ιερού και στις διάφορες αλλαγές στη διεύθυνση, όπως ανέφερα. Είχα υπόψη μου τον γνωστό ισχυρισμό πως στην Αγγλία τα ανατολικά παράθυρα των εκκλησιών, όποτε αυτές οικοδομήθηκαν σωστά, αντικρίζουν, με καθολικό τρόπο, το σημείο όπου ανατέλλει ο ήλιος την ημέρα της γιορτής του προστάτη αγίου. Για αυτό, άλλωστε, και οι εκκλησίες του Αϊ Γιάννη του Βαπτιστή, λόγου χάρη, στρέφονται με μεγάλη, σχεδόν, ακρίβεια προς στα βορειοανατολικά. Από αυτή τη διεύθυνση προς το σημείο ανατολής του ηλίου προήλθε η χρήση του όρου ‘‘προσανατολισμός’’ που εφαρμόζεται και σε άλλα κτήρια των οποίων η διεύθυνση είναι είτε προς τη δύση είτε προς τον βορρά είτε προς τον νότο. Καθίσταται, δε, σημαντικό, σε περίπτωση που αυτή η ευνοϊκή περίσταση ήταν απλώς κάτι που επιβίωσε από την αρχαιότητα, να γνωρίσουμε τα ουράνια σώματα στα οποία στρέφονταν οι αρχαίοι ναοί. Όταν επέστρε-ψα στο σπίτι, δοκίμασα να εξακριβώσω αν αυτό το θέμα είχε γνωρίσει κάποια εξέ-λιξη. Φοβάμαι ότι το θέμα τούτο ήταν μια πληγή σ’ αρκετούς αρχαιολόγους φίλους μου και πραγματοποίησα έρευνα, όσο ήταν δυνατόν, ψάχνοντας σε βιβλία. Ανακά-λυψα, και από φίλους μου και από βιβλία, ότι αυτό το θέμα δεν είχε τύχει συζή-τησης ως προς τους αρχαίους ναούς, και μόλις και με τα βίας ως προς τις εκκλησίες που βρίσκονται μακριά από την Αγγλία και τη Γερμανία. Με εντυπωσίασε το γεγονός πως, αφού τίποτα δεν ήταν γνωστό, μια έρευνα επάνω σε αυτό το θέμα-που εξασφαλί-ζει μια έρευνα κατάλληλη για έναν σπιτόγατο- θα μπορούσε να βοηθήσει να προο-δεύσει το θέμα σε κάποιον βαθμό. Έτσι, αφού ήταν πασίγνωστο πως οι ναοί στην Αίγυπτο, με μεγάλη προσοχή, είχαν εξεταστεί και προσανατολιστεί και από Γάλλους το 1798 και από Πρώσσους το 1844, πήρα την απόφαση να διαπιστώσω αν ήταν πιθανό να παρθούν κάποιες πληροφορίες από αυτούς του ναούς επάνω στο γενικό θέμα, μιας και υπήρχε η μεγάλη πιθανότητα τέτοιου είδους ναοί, όπως αυτοί στην Ελευσίνα, σχεδόν να συνδέονται με αιγυπτιακές αντιλήψεις. Σύντομα ανακάλυψα πως, ( μολονότι ούτε οι Γάλλοι ούτε και οι Γερμανοί δεν παρατήρησαν, προφανώς, τις ενδεχόμενες αστρονομικές γνώσεις των κατασκευαστών των ναών ), υπήρχε μια μι-κρή αμφιβολία για το αν οι αστρονομικές μελέτες αφορούσαν πάρα πολύ τη διεύθυν-ση προς την οποία κοίταζαν αυτοί οι ναοί.
Σε μια σειρά από διαλέξεις που έδωσα, τον Νοέμβριο του 1890, στη σχολή του Mines, βρήκα την ευκαιρία να τονίσω πως μ’ αυτόν τον τρόπο οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι θα μπορούσαν, σε τελική ανάλυση, να ορίσουν με επιτυχία τις χρονολογίες που αφορούν τη θεμελίωση των ναών και, πιθανότατα, να προβάλλουν γνώσεις σε πολλές άλλες κατευθύνσεις. Αφού ολοκλήρωσα τις διαλέξεις μου, έλαβα ένα πολύ ευγενικό γράμμα από έναν ακροατή μου που μου επισήμανε πως τον είχε πληρο-φορήσει ένας φίλος του ότι ο καθηγητής Nissen στη Γερμανία είχε δημοσιεύσει κάποια ντοκουμέντα σχετικά με τον προσανατολισμό των αρχαίων ναών. Τα παράγ-γειλα αμέσως. Πριν, όμως, να τα παραλάβω, πήγα στην Αίγυπτο για να κάνω μερι-κές, επί τόπου, έρευνες, σχετικά με κάποια σημεία τα οποία έπρεπε αναγκαστικά να εξεταστούν, διότι, αν και οι προσανατολισμοί παρατηρούνταν και καταγράφονταν, δεν ήταν γνωστή η χρήση τους, και κάποια χρονολογία, που ήταν αναγκαία για την ειδική μου έρευνα, βρισκόταν εν αναμονή. Επίσης, στο Κάιρο ενόχλησα τους αρχαιολόγους μου φίλους. Όπως είπα το θέμα δεν είχε τύχει συζήτησης και από ό,τι [οι φίλοι μου] γνώριζαν, εκείνη η ιδέα ήταν κάτι το καινούριο. Μάλιστα υποψιάστηκα πως αυτοί δεν το πολύ συλλογίστηκαν αυτό το θέμα. Ωστόσο ένας εξ αυτών, ο Brusgseh Bey, [για την ακρίβεια], βρήκε αρκετά ενδιαφέρον το όλο θέμα και ήταν πολύ καλός στο να εκτιμήσει τις παλιές επιγραφές. Μάλιστα κάποια μέρα μου είπε πως ανακάλυψε μια πολύ ενδιαφέρουσα επιγραφή, η οποία αφορούσε τη θεμελίωση του ναού στο Εντφού. Από αυτήν την επιγραφή ήταν ολοφάνερο πως η ιδέα δεν ήταν και τόσο καινούρια. Μάλλον ήταν 6.000 χρόνων. Αργότερα ανέβηκα το ποτάμι και πραγματοποίησα μερικές πειστικές παρατηρήσεις που ενδυνάμωσαν ό,τι είχα μέσα στο μυαλό μου, δηλαδή πως όχι μόνο στον προσανατολισμό του [ναού] στο Εντφού αλλά και σε όλους τους μεγαλύτερους ναούς, που εξέτασα, υπήρχε μία αστρονομική βάση. Στο Λονδίνο επέστρεψα στις αρχές του 1891 και μέσα σε λίγες μέρες, από τότε που αποβιβάστηκα στο Λονδίνο, έλαβα τα ντοκουμέντα του καθηγητή Nissen. Το συλλογίστηκα αρκετά καλά ώστε να δώσω αυτήν την προσωπική αφήγηση, διότι ενώ υποδεικνύει τη σχέση που έχει η δική μου εργασία με εκείνη του καθηγητή Nissen, εν τούτοις μου επιτρέπει να ομολογήσω πως η πρώτη εισήγηση πάνω σε αυτό το θέμα πρέπει να πιστωθεί αποκλειστικά σε αυτόν, σύμφωνα, πάντα, με όσα γνωρίζω. Όπως προέβλεψα, ο καθορισμός των άστρων στα οποία κοιτούσαν κατά πρόσωπο ορισμένοι αρχαίοι αιγυπτιακοί ναοί και ήταν αφιερωμένοι σε κάποια γνωστή θεότητα, άνοιξε έναν δρόμο προς τη μελέτη του αστρονομικού υπόβαθρου τμημάτων της μυθολογίας. Ήδη έχω ξεκινήσει αυτήν την έρευνα μέχρι ενός σημείου, μα χρειάζεται να την αντιμετωπίσει με θάρρος ένας αιγυπτιολόγος, και πάνω σε αυτό εγώ δεν έχω τέτοιες αξιώσεις. Σε λίγο κατέστη φανερό, ακόμη και σε έναν ξένο, όπως εγώ, ότι η μυθολο-γία ήταν σε μεγάλο βαθμό αστρολογική και εντός της ήταν αποκρυσταλλωμένες πρώιμες αντιλήψεις που υποβάλλονταν μέσα από τις πραγματικές παρατηρήσεις του ηλίου, της σελήνης και των άστρων. Υπήρχαν, καθώς φαίνεται, δύο μυθολογίες, που εξέφραζαν δύο σχολές αστρονομικής σκέψης. Εν τέλει, για να προσπαθήσουμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, κατέστη αναγκαίο να συγκεντρώσουμε την πληρο-φόρηση που αποκτήσαμε από όλες αυτές καθώς και από άλλες πηγές,- συμπεριλαμ-βανομένου και των παλαιών αιγυπτιακών ημερολογίων- και να συγκρίνουμε τα πρώιμα βαβυλωνιακά αποτελέσματα με εκείνα που συγκεντρώθηκαν από τους αιγυπτιακούς μύθους και τους προσανατολισμούς των ναών. Πιστεύω πως θα είναι ξεκάθαρο σε όποιον διαβάζει αυτό το βιβλίο πως τα όρια και η παρούσα κατάσταση της γνώσης μας μού έχουν επιτρέψει να κάνω, μόνο, μερικές υποδείξεις. Επίσης, δεν έχω επιχειρήσει να εξαντλήσω το κάθε ένα από τα λίγα ζητήματα που έχω θέσει για συζήτηση. Αλλά, εάν έχω κληρονομήσει όσα κληρονόμησα, θα ήταν αρκετά έκδηλο ότι σε περίπτωση που αξίζει να συνεχιστούν αυτές οι έρευνες, ήδη έχει συντελεστεί ένα αρκετά σημαντικό μέρος της εργασίας. Το σημαντικότερο κομμάτι αυτής της μελλοντικής εργασίας είναι η εκ νέου χαρτογράφηση των τοποθεσιών όπου βρί-σκονται οι ναοί με σύγχρονα επιστημονικά όργανα και μεθόδους. Στη συνέχεια θα πρέπει οι αστρονόμοι να καταρτίσουν πίνακες με τις θέσεις ανατολής και δύσης των άστρων για περιόδους πολύ πιο πέρα από εκείνες που ήδη έχουν εξεταστεί. Η Γερμα-νική Αστρονομική Εταιρεία έχει δημοσιεύσει έναν πίνακα με τις θέσεις κάμποσων άστρων μέχρι και το 2000 π.Χ. μα για να πάει παραπέρα αυτή η έρευνα θα πρέπει σίγουρα να πάμε πίσω στο 7000 π.Χ. καθώς και να συμπεριλάβουμε και τα νότια άστρα. Και ενώ ο αστρονόμος θα κάνει αυτή τη δουλειά, ο αρχαιολόγος θα πρέπει να ξανακοιτάξει τις επιγραφές, τις σχετικές με τις υποδείξεις που υπάρχουν στην επιφά-νεια εργασίας. Θα πρέπει να έλθουν σε επαφή η αστρονομική και η σχετική μυθο-λογική χρονολογία. Ένα κομμάτι αυτής της δουλειάς θα είναι η κατάρτιση πινάκων συνωνύμων σαν εκείνους στους οποίους, σύντομα, θα καταφύγω στην περίπτωση της θεάς. Φαντάζομαι πως αυτή η δουλειά δεν θα είναι, βέβαια, τόσο κοπιαστική αν συγ-κριθεί με αυτό που φαίνεται πως υπαινίσσεται. Έχω δοκιμάσει να ξαναδώ το έδαφος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, όσο μου το επιτρέπει η άγνοιά μου, και συμπέρανα πως αφ’ ενός, ο αριθμός και των θεών και των θεαινών θα βρεθεί να είναι αρκετά μικρός, αφ’ ετέρου ο φανερός πλούτος της μυθολογίας εξαρτάται από τον τοτεμισμό των κατοίκων της κοιλάδας του Νείλου. Εννοώ, δηλαδή, ότι εξ αιτίας του τοτεμισμού κάθε περιοχή είχε και το δικό της ιδιαίτερο ζώο ως έμβλημα της φυλής που διέμενε εκεί καθώς και ότι κάθε σπουδαίο μυθολογικό πρόσωπο είχε συνδεθεί, κατά κάποιον τρόπο, με εκείνες τις τοπικές λατρείες. Αφού γίνει αυτή η δουλειά, θα μπορέσουμε, ενδεχομένως, να ξεκινήσουμε να δίνουμε απαντήσεις σε μερικά από τα ζητήματα που έχω, μόνο, τολμήσει να εγείρω.
Με χαρά δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω την υποχρέωση μου στη διοικητική υπηρεσία της Αιγύπτου για την πολύ σημαντική βοήθεια που έδωσε στην πρόοδο της έρευνας, που ευδοκίμησε εκεί. Πολλές από τις τοπικές παρατηρήσεις, ενδεχομένως, να μην είχαν γίνει αν ο φίλος μου, ο ταγματάρχης A.Davis, από τις Συρακούσες της Νέας Υόρκης, δεν με είχε προσκαλέσει να τον συναντήσω σε μια κρουαζιέρα στο λιμάνι με το ατμόπλοιο ‘‘Μοχάμεντ Άλη’’, όπου και πρακτικά μου έδωσε την πλήρη διοίκηση των δράσεών της. Οι θερμότερες μου ευχαριστίες οφείλονται σε εκείνον όχι μόνο για τη φιλοξενία αλλά και για τη φιλική βοήθεια επάνω στις έρευνές μου. Ο δόκτορας Wallis Budge και ο λοχαγός Lyons R-E έχουν προσφέρει αδιάκοπη βοή-θεια, ενώ αυτό το βιβλίο ακόμη γράφεται, και δεν μπορώ τους ευχαριστήσω αρκετά. Είμαι ιδιαίτερα υποχρεωμένος σε εκείνους με το βαπτιστικό όνομα για τη γρήγορη εξέταση των αποδεικτικών φύλλων. Επίσης είμαι υποχρεωμένος στους καθηγητές Maspero, Krall, και Max Muller για την ενημέρωση [που παρείχαν] σε κάποια σημεία, καθώς και στους καθηγητές Sayce και Jensen για τις υπερπολύτιμες υπο-δείξεις τους στο κεφάλαιο που αφορά τη βαβυλωνική αστρονομία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
Κάθε φορά που πραγματοποιούμε μια έρευνα ανάμεσα σε αυτού του είδους πρώι-μων ανθρώπων, ενδεχομένως να ανακαλύψουμε την πρώτη επιμελημένη ασχολία με την αστρονομία, όποια μορφή μπορεί να έχει λάβει, και να μάθουμε ό,τι, σε γενικές γραμμές, αποδέχονται οι αρχαιολόγοι, [δηλαδή] ότι οι πρώτοι πολιτισμοί, οι οποίοι έχουν έως τώρα ανακαλυφθεί, ήταν εκείνοι της κοιλάδας του Νείλου και των παρα-κείμενων χωρών της δυτικής Ασίας. Η πληροφόρηση που έχουμε για αυτές τις χώρες έχει ληφθεί από τα απομεινάρια των πόλεών τους, των ναών τους- ακόμη και, στην περίπτωση της Βαβυλωνίας, από τα αστεροσκοπεία τους και από τα αρχεία των πα-ρατηρήσεών τους. Από την [καταγεγραμμένη] ιστορία επάνω σε πάπυρο διαθέτουμε, συγκριτικά, ελάχιστα πράγματα. Όχι τόσο νωρίς όσο αυτοί, αλλά από την αρχαιό-τητα, η οποία ακόμη είναι απροσδιόριστη, υπάρχουν άλλοι δύο πολιτισμοί με τους οποίους αποκτήσαμε οικειότητα πριν από τα θησαυροφυλάκια της Αιγύπτου και τη Βαβυλωνία, που ξεκίνησαν στις έρευνές μας. Αυτοί οι πολιτισμοί καταλαμβάνουν τις περιοχές που στις μέρες μας ονομάζονται Ινδία και Κίνα. Οι περιπτώσεις αυτών των δύο ομάδων είναι πάρα πολύ διαφορετικές, ως προς τις πραγματικές πηγές πληρο-φόρησης, διότι στην Κίνα και στην Ινδία έχουμε καταγραφές σε χαρτί αλλά, αλίμονο, δεν έχουμε κανένα μνημείο, αναμφίβολα, προχωρημένης αρχαιότητας. Πράγματι, υπάρχουν, σήμερα, αρκετοί ναοί στην Ινδία, μα, σύμφωνα με το κύρος του καθηγητή Max Muller, είναι σχετικά νεώτεροι. Στην Αίγυπτο συμβαίνει τ’ αντίθετο, καθώς εκεί υπάρχουν μνημεία πολύ αρχαία σε σχέση με κάποια εγγεγραμμένα αρχεία· μνημεία που υποδηλώνουν, πάνω-κάτω, έναν σταθερό πολιτισμό· γνώση αστρονομίας, και ναοί που κατασκευάστηκαν με αστρονομικές αρχές για λατρευτικούς σκοπούς, ενώ οι αστρονόμοι αποκαλούνταν ‘‘οι μυστηριώδεις δάσκαλοι του ουρανού’’. Όπως εκτι-μούν διάφοροι συγγραφείς, στην Αίγυπτο πάμε πίσω περίπου 6.000 ή 7.000 χρόνια. Στη Βαβυλων’ια οι ενεπίγραφες πλάκες μάς μεταφέρουν σε ένα θαμπό παρελθόν, σί-γουρα 5.000 χρόνων, μα οι λεγόμενες πλάκες του ‘‘οιωνού’’ υποδηλώνουν ότι οι πα-ρατηρήσεις των εκλείψεων καθώς και άλλα αστρονομικά φαινόμενα είχαν γίνει μερι-κές χιλιάδες χρόνια πρωτύτερα από αυτήν την εποχή. Στην Κίνα και στην Ινδία ανατρέχουμε, με σιγουριά, μια περίοδο το πολύ μέχρι πριν από 4.000 χρόνια. Όταν κάποιος προχωρήσει σε εξέταση των κειμένων,-(είτε αυτά είναι γραμμένα σε χαρτί ή σε πάπυρο, ψημένα σε τούβλο ή χαραγμένα σε πέτρα)-και που οι αρχαιολόγοι έχουν αποκτήσει από όλες τις πηγές, αμέσως θα αντιληφθεί εκείνες τις παρατηρήσεις του πιο πρώιμου ανθρώπου για τα ουράνια σώματα σε όλες τις περιοχές, που, πολύ σωστά, έχουμε καθορίσει να είναι μοιρασμένες σε τρία, εντελώς, ευδιάκριτα στάδια. Δεν θέλω να πως ότι αυτά τα στάδια ακολουθούν, με ακρίβεια, το ένα το άλλο, αλλά πως μια εποχή το ένα στάδιο ήταν πιο αναπτυγμένο από το άλλο και ούτω το καθεξής. Για παράδειγμα, στο πρώτο στάδιο τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά γνωρίσμα-τα ήταν ο θαυμασμός και η λατρεία· στο δεύτερο στάδιο υπήρχε η ανάγκη της εφαρ-μογής της παρατήρησης των ουρανίων φαινομένων προς δύο κατευθύνσεις: στην κα-τεύθυνση της χρησιμότητας, (όπως η διαμόρφωση του ημερολογίου και η θέσπιση των ετών και των μηνών) και στην αστρολογική κατεύθυνση. Καθώς εμείς οι νεώτεροι λαμβάνουμε τα αποτελέσματα των αστρονομικών παρατηρήσεων σε μορφή Αλμανάκ, βιβλίων τσέπης και τα τοιαύτα, πάντοτε είναι δύσκολο, και για τους περισσότερους ανθρώπους μάλλον αδύνατον, να θέσουμε τους εαυτούς μας στη σωστή θέση και να κατανοήσουμε καλά τις συνθήκες μιας φυλής που ξεπροβάλλει στον πολιτισμό και η οποία έχει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του αγώνα της ζωής μέσα σε μία κοι-νότητα, που στην ουσία του ζητήματος πρέπει να είχε γίνει γεωργική. Εκείνοι θα κληρονομούσαν καλύτερα εκείνους που θα γνώριζαν καλύτερα πότε ‘‘να οργώσουν, να σπείρουν και να θερίσουν’’, και ο μοναδικός τρόπος γνώσης ήταν στην αρχή η πα-ρατήρηση των ουρανίων σωμάτων. Αυτό ήταν και όχι το ατυχές γεγονός της κατοχής μίας εκτεταμένης πεδιάδας που εξώθησε τον πρώιμο άνθρωπο να είναι πρόθυμος αστρονομικά. Το στάδιο λατρείας, φυσικά, θα εξακολουθούσε και οι ιερείς θα μερι-μνούσαν για την πρέπουσα ανάπτυξή του· και η αστρολογική κατεύθυνση της σκέ-ψης, για την οποία έχω μιλήσει, σταδιακά θα συνδεόταν με αυτό, ίσως στο ενδια-φέρον μιας τάξης ούτε ιερατικά ούτε γεωργικά. Μονάχα πιο πρόσφατα, (όχι εντελώς, καθώς φαίνεται στο πρώιμο στάδιο), υπάρχουν κάποιες παρατηρήσεις για κάποιο ου-ράνιο αντικείμενο με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση γνώσης. Γνωρίζουμε από πρόσφατες ανακαλύψεις του Strassmaier και του Epping ότι αυτό το στάδιο έφτασε στη Βαβυλώνα τουλάχιστον 300 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού, και οι συ-νηθισμένοι υπολογισμοί εξηγούσαν τις μελλοντικές θέσεις της σελήνης και των πλα-νητών με τόση υπερβολική ακρίβεια, ώστε ευθύς αμέσως να έχουν χρησιμοποιηθεί για πρακτικούς σκοπούς. Φαίνεται, δε, σαν οι πρόχειροι καθορισμοί των αστρικών θέσεων να συντελέστηκαν σχεδόν την ίδια εποχή στην Αίγυπτο και τη Βαβυλωνία. Αυτή η συνοπτική έρευ-να, όμως, είναι πρακτικά η αποκλειστική πηγή ενδιαφέρον-τος για εμάς στην αστρονομία. Ήδη από πολλού δεν λατρεύουμε τον ήλιο, ούτε πι-στεύουμε στην αστρολογία. Έχουμε δικό μας ημερολόγιο. Ωστόσο πρέπει να έχουμε έναν ναυτικό καζαμία με τα υπολογισμένα έτη, προκαταβολικώς, και κάποιοι εξ ημών επιθυμούν να γνωρίζουν λίγα πράγματα για το σύμπαν που μας περιβάλλει. Είναι πολύ περίεργο και ενδιαφέρον να ξέρουμε πως το πρώτο στάδιο, το στάδιο της λατρείας, στην πράξη, αγνοείται στα κινεζικά χρόνια. Οι πιο πρώιμες κινέζικες παρα-τηρήσεις δείχνουν τους Κινέζους ως εντελώς πρακτικούς ανθρώπους, που επιχει-ρούν να λάβουν ό,τι περισσότερο [μπορούν] από τα άστρα για τους επίγειους σκο-πούς τους. Στη Βαβυλωνία, ένα αρκετά αξιόλογο πράγμα, είναι ότι από την αρχή των πραγμάτων- όσο μπορούμε, με γνώμονα τα αρχεία, να εκτιμήσουμε- το σύμβολο του θεού ήταν ένα άστρο. Την ίδια ιδέα την εντοπίζουμε και στην Αίγυπτο, αφού σε κά-ποια ιερογλυφικά κείμενα τρία άστρα εκφράζουν τον πληθυντικό αριθμό της λέξης ‘‘θεός’’, [ήτοι, ‘‘θεοί’’]. Ήδη έχω αναφέρει πως οι ιδέες του πρώιμου ινδικού πολιτι-σμού παγιώθηκαν στα ιερά τους βιβλία, που αποκαλούνται Βέδες, και είναι γνωστά σε εμάς πολύ πριν αποκρυπτογραφηθούν τα αιγυπτιακά ή τα βαβυλωνιακά και τα ασσυριακά αρχεία. Τώρα όμως αρκεί να καταδειχτεί ότι μπορούμε να πάρουμε τις Βέδες ώστε να φέρουμε ενώπιόν μας τα υπολείμματα των πρώτων ιδεών, που αχνο-φέγγουν επάνω από τους νόες των πρώιμων κατοίκων στη δυτική Ασία-(δηλαδή, την περιοχή ανάμεσα στη Μεσόγειο, τη Μαύρη θάλασσα, τον Καύκασο, την Κασπία θά-λασσα, τον Ινδό ποταμό και τα νερά που κατευθύνονται προς τις νότιες ακτές)- πες τόσο μακριά όσο και το ακρωτήριο Κομορίν. Από τους συγκεκριμένους πληθυσμούς, οι Αιγύπτιοι και οι Βαβυλώνιοι πρέπει να θεωρηθούν ως οι πρώτοι. Κατά τον Lenor-mant-(που ακολουθείτο από τους καλύτερους σχολιαστές)- η περιοχή αυτή, από τα πρώιμα χρόνια, δέχτηκε επιδρομή από λαούς που ερχόντουσαν από τις στέπες της Β.Ασίας. Σιγά σιγά, εξαπλώθηκαν σε ανατολή και δύση. Υπάρχουν παράξενες παραλ-λαγές στις ιδέες των Χαλδαίων, που ήδη έχουν ανακτηθεί από επιγραφές, και σε εκείνες που διασώζονται στις Βέδες. Εν τούτοις, βρήκαμε έναν ηλιοθεό και τον ακόλουθο ύμνο: «Ω, ήλιε, που λάμπεις στο πιο βαθύ ουρανό, που ανοίγεις τις κλειδα-ριές που κλείνουν τους ανώτερους ουρανούς· που ανοίγεις την πόρτα του ουρανού. Ω, ήλιε, που στρέφεις το πρόσωπό σου προς την επιφάνεια της γης. Ω, ήλιε, που απλώνεις τη μεγαλοπρέπειά του ουρανού επί της επιφάνειας [της γης] όπως ακριβώς και ένας μανδύας». Ας εξετάσουμε, για μια στιγμή, τις πρώτες συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν οι παρατηρήσεις των άστρων και του ηλίου. Δεν υπήρχε γνώση, ωστόσο έχου-με τη δυνατότητα να αντιληφθούμε αρκετά καλά το ότι υπήρχε αρκετός σεβασμός, φόβος και θαυμασμός. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν είχαν εργαλεία και, φυσι-κά, τα μάτια και οι νόες των πρώιμων παρατηρητών ήταν δίχως κάποια εμπειρία. Η νύκτα, επίσης, τους έδινε την εντύπωση του θανάτου· ουδείς μπορούσε να εργαστεί· δεν είχαν στην κατοχή τους ηλεκτρικό φωτισμό, για να μην μιλήσουμε για κεριά. Όταν λοιπόν η σελήνη απουσίαζε [από τον νυχτερινό ουρανό], η νύχτα βασίλευε σε κάθε χώρα όπως ο θάνατος. Δεν είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε περαιτέρω πάνω σε αυτό το ζήτημα επιχειρώντας να βάλουμε τους εαυτούς μας στις θέσεις των πρώιμων ανθρώπων· πρέπει μονάχα να ρίξουμε μια ματιά στις καταγραφές, [αφού] μιλάνε με πολύ σαφή τρόπο για τους εαυτούς τους. Μα οι Βέδες, εξ ολοκλήρου, μι-λούν, ενώ αντιθέτως, μέχρι τώρα, η πληροφόρηση σε αυτό το ειδικό θέμα είναι σχε-τικά σποραδική από τις άλλες περιοχές. Για αυτό και είναι σώφρον να ξεκινήσουμε από την Ινδία, από όπου ήλθαν οι πρώτες τέτοιου είδους ολοκληρωμένες επαναστά-σεις. Ο Max Muller και άλλοι τα τελευταία χρόνια έχουν φέρει ενώπιόν μας μια τεράστια ποσότητα από αρκετά ενδιαφέρουσες πληροφορίες που έχουν μεγάλη ση-μασία στο παρόν θέμα μας. Μας λένε λοιπόν πως 1500 χρόνια πριν από τον Χριστό υπήρχε ένα τελετουργικό, ένα πλήθος ύμνων, που καλούνται Βέδες, [όπου ‘‘Βέδες’’ σημαίνει ‘‘γνώση’’]. Οι ύμνοι αυτοί ήταν γραμμένοι στη σανσκριτική, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν μία άγνωστη γλώσσα. Πλέον όμως ξέρουμε ότι καταλήγει να είναι το συγγενικότερο προς την αγγλική γλώσσα. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα που εκφράζονται μέσα σε αυτούς τους πρώιμους ύμνους εμπεριέχουν τις πρώτες ρί-ζες και τα σπέρματα εκείνης της πνευματικής ανάπτυξης που συνδέει τη γενιά μας με τους προγόνους των Αρίων φυλών-‘‘εκείνους τους ίδιους ανθρώπους που, όπως τώ-ρα μάθαμε από τις Βέδες, με τρεμάμενες καρδιές άκουγαν, όταν ανέτειλε και έδυε ο ήλιος, τα ιερά άσματα που έψελναν οι ιερείς τους. Πράγματι, οι Βέδες είναι το παλαιό-τερο βιβλίο όπου έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε τις πρώτες αρχές της γλώσσας μας και όλων εκείνων που εμπεριέχονται σε όλες τις χώρες κάτω από τον ήλιο’’. Η πα-λαιότερη, η πιο αρχέγονη, η πιο απλή φύση της λατρείας των Αρίων φυλών εκφρά-ζεται σε αυτό το εξαίσιο υμνολόγιο, που, στα σίγουρα, φέρει ενώπιόν μας τις τελε-τουργίες των αρχαίων Αρίων πληθυσμών, που αναπαρίσταντο και από τους Μήδες και από τους Πέρσες. Υπήρχε, ωστόσο, ένα άλλο παρακλάδι, σε αντιδιαστολή προς τις Βέδες, εκφρασμένο μέσα από την Ζέντ Αβέστα, όπου, σχεδόν, υπήρχε μια συνει-δητή αντίθεση προς τους θεούς της φύσης, περί των οποίων ετοιμάζομαι να μιλήσω, ενώ υπήρχε και μία μάχη, μετά από μια περισσότερο πνευματική θεότητα, την οποία αποκάλυπτε ο Ζωροάστρης, και έφερε το όνομα Αχούρα Μάζδα ή Ωρομάζης. Η ύπαρξη αυτών των τελετουργικών δίπλα δίπλα με το πέρασμα του χρόνου τείνει να κατέχει την απαρχή της φύσης της λατρείας, αμφοτέρων. Όμως τι ανακαλύψαμε; Στις Βέδες, οι θεοί αποκαλούνται Devas που ως λέξη σημαίνει λαμπερός. Η λαμπρότητα ή το φως ήταν ένα από τα καθολικά γνωρίσματα που μοιραζόταν η θεότητα στις διάφορες εκδηλώσεις της. Ποιες ήταν οι θεότητες; Ο ήλιος, ο ουρανός, η αυγή, η φωτιά και η καταιγίδα. Είναι, στα αλήθεια, φανερό από τις Βέδες ότι η ανατολή του ηλίου ήταν η μεγάλη αποκάλυψη της φύσης σε εκείνους από τους οποίους έχει προ-έλθει το τελετουργικό και με το πέρασμα του χρόνου η λέξη deva, που σημαίνει ‘‘λαμπερός’’, κατέληξε να νοηθεί από τους ποιητές των Βέδων ως ‘‘θεϊκός’’. Η ανατολή του ηλίου ήταν η πηγή έμπνευσης των πρώτων προσευχών της φυλής μας και χρησι-μοποίησαν τις πρώτες θυσιαστικές φλόγες. Για παράδειγμα, αυτό είναι ένα απόσπα-σμα από τις Βέδες: «Θα ανατείλει και πάλι ο ήλιος; Θα γυρίσει και πάλι η αυγή, η παλιά μας φίλη; Θα ηττηθεί η δύναμη του σκότους από τον θεό του φωτός;». Αυτά τα τρία ερωτήματα μέσα σε έναν ύμνο, θα αποκαλύψουν ότι ένα στάδιο στην ανθρώπινη ιστορία έρχεται, κατά αυτόν τον τρόπο, μπροστά μας και ότι η αντίθεση ανάμεσα στη νύκτα και την ημέρα ήταν ένα πρώτα πράγματα που είχε να ανακαλύψει το ανθρώπι-νο είδος. Εντοπίσαμε πολλά ονόματα για τους ηλιοθεούς: Mitra, Indra (η ημέρα που τη φέρνει ο ήλιος), Surya, Vasishtlia, Arusha (φωτεινός ή κόκκινος), αλλά και τις θεές της αυγής: Ushas, Dyaus, Dyotana, Ahana, Tjrvasi. Έχουμε μονάχα να εξετά-σουμε το πόσο καταπληκτικά σημαντικός είχε γίνει ο ερχομός του ηλίου το πρωί, φέρνοντας τα πάντα μαζί του, καθώς και η εξασθένιση του ηλίου το βράδυ, που, συν-άμα, δημιουργείται και μία ημιτροπική γρήγορη σκοτεινιά, σταματώντας έτσι τον θαυμασμό σε μία τέτοια λατρεία, όπως αυτή εδώ. Αυτό είναι ένα απόσπασμα από έναν ύμνο προς τιμήν της Αυγής (Ushas): «[1] Λάμπει σαν μια νεαρή σύζυγος, ξεσηκώνοντας κάθε ζωντανή ύπαρξη να πάει στη δουλειά της. Όταν η φωτιά έπρεπε να την ανάψουν οι άνθρωποι, η Αυγή δημιούργησε το φως, χτυπώντας το σκότος. [2] Ανυψώνεται, καθώς διαδίδεται σε απόσταση και σε πλάτος και κινείται παντού· αυ-ξάνεται με ζωηρότητα, φορώντας το λαμπερό της φόρεμα, η μητέρα των αγελάδων (το πρωί), η αρχηγός των ημερών, που έλαμπε με χρυσαφένιο χρώμα, χάρμα οφθαλμού. [3] Αυτή, η τυχερή, που φέρει το μάτι των θεών, που οδηγεί το άσπρο και όμορφο άλογο [του ηλίου], η Daini, που φανερώνεται μέσα από τις ακτίνες της μαζί με λαμπρούς θη-σαυρούς, ακολουθώντας τον καθένα. [4] Εσύ είσαι η παρηγοριά, όποτε βρίσκεσαι κοντά…Προξενείς πλούτο στον πιστό, μεγάλη Datvn. [5] Λάμπεις για χάρη μας με τις πιο καλές σου ακτίνες, Λαμπερή Αυγή. [6] Θυγατέρα του ηλίου, αριστοκράτισσα Αυγή». Εκτός από τον ήλιο και την αυγή, που καθώς φαίνεται ήταν οι δύο μεγάλες θεότητες του ινδικού πάνθεου, συναντάμε και άλλους θεούς, όπως η Prithivi, η γη, ο Βα-ρούνα, ο ουρανός, ο Ap, τα ύδατα, ο Agni, η φωτιά, και οι Maruts, οι θυελλοθεοί. Ο Βαρούνα μάς ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Διαβάζουμε: «ο Βαρούνα συγκρατούσε χωριστά το στερέωμα. Ανύψωσε τον λαμπρό και εξαίσιο ουρανό. Άπλωσε μακριά τον έναστρο ουρα-νό και τη γη». Και πάλι: «Και αυτή η γη ανήκει στον βασιλιά Βαρούνα, και αυτός ο απέραντος ουρανός που έχει τις άκρες του πολύ μακριά. Οι δύο θάλασσες, (ο ουρανός και ο ωκεανός), είναι η μέση του Βαρούνα». Στο τέλος, το αποτέλεσμα όλης αυτής της αστρικής λατρείας ήταν ο σχηματισμός της ιδέας ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στη γη και στον ήλιο και στον ουρανό· κάτι που διευκρινίζεται σε μεταγενέστερες ινδικές ει-κόνες, φέρνοντας ενώπιόν μας εκσυγχρονισμένες και πολύ πιο συγκεκριμένες εικό-νες από αυτές τις πρώιμες ιδέες που είναι εξ ολοκλήρου μετασχηματισμένες σε αυτό το δείγμα της ποιητικής σκέψης· πως δηλαδή η γη ήταν ένα όστρακο που το στήριζαν ελέφαντες, οι οποίοι συμβολίζουν τη δύναμη, και πως οι ελέφαντες βρίσκονταν επάνω σε μια χελώνα, η οποία συμβολίζει την τεράστια βραδύτητα. Αργότερα, αυτή η ποιητική αντίληψη έδωσε τη θέση της σε κάτι λιγότερο ποιητικό, καθώς [έλεγαν] ότι η γη υποστηρίζεται από κολώνες· δεν αναφέρεται επάνω σε τι βρίσκονταν οι κολώνες, και δεν έχει, εξάλλου, καμία σημασία. Την αντίληψη αυτή δεν πρέπει να την εκλά-βουμε ως κάτι το γελοίο και απλώς συγχωρητέο, μιας και είναι τόσο πρώιμο στον χρόνο. Πηγαίνοντας στην εποχή του ελληνικού πολιτισμού, ο Αναξίμανδρος μάς λέει πως η γη είχε σχήμα κυλινδρικό και πώς κάθε της, τότε, γνωστό μέρος βρισκόταν στην επίπεδη άκρη του κυλίνδρου· και ο Πλάτωνας, επίσης, επειδή ο κύβος είναι το πιο τέλειο γεωμετρικό σχήμα, φαντάστηκε τη γη ως κύβο και το μέρος της γης, που ήταν γνωστό στους Έλληνες, ήταν επάνω στην ανώτερη επιφάνεια. Πράγματι, σε αυ-τά τα θέματα, η εκθειαστική ελληνική σκέψη ήταν λίγο πιο αναπτυγμένη από εκείνη των προκατόχων των βεδικών ιερέων.