Το Αναλογικό Πικαπ & οι Δίσκοι Βινυλίου
Σάγος Γεώργιος Α.
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1.Γενικά

Το τυπικό αναλογικό πικάπ περιλαμβάνει μία φέρουσα βάση (πλαίσιο) υπο-στήριξης ενός σταθερής γωνιακής ταχύτητας περιστρεφόμενου πλατό (turntable), πάνω στο οποίο τοποθετείται ο φωνογραφικός δίσκος βινυλίου, πχ LP (Long Play record). Επίσης, περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα βραχίονα (tonearm), στο ελεύθερο άκρο του οποίου στηρίζεται σταθερά / ακλόνητα η κεφαλή ανάγνωσης (cartridge), η ακίδα της οποίας παρακολουθεί τις μηχανικά αποτυπωμένες (μουσικές) πληροφορί-ες στο αυλάκι του δίσκου.
Η λεγόμενη κεφαλή ανάγνωσης ή αναπαραγωγής μετατρέπει τις αποτυπω-μένες πληροφορίες του αυλακιού σε ωφέλιμο ηλεκτρικό σήμα, το οποίο στη συνέχεια υπόκειται σε κατάλληλη ηλεκτρονική επεξεργασία (ισοστάθμιση) και ενίσχυση. Η εφαρμοζόμενη μέθοδος μηχανικής εγγραφής λέγεται 45°/45° ή σύστημα Blumlein (stereo recording), γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η ακίδα κινείται σε δύο διαφορετι-κές κάθετες μεταξύ τους διευθύνσεις για το κάθε κανάλι (σχήμα 211(γ)), η κάθε μία από τις οποίες βρίσκεται υπό γωνία 45° σχετικά με την οριζόντια επιφάνεια του δίσκου.
Τα αναλογικά πικάπ, μπορούν να διακριθούν ανάλογα με τον τρόπο χειρι-σμού και των παρεχόμενων ευκολιών, στους ακόλουθους βασικούς τύπους:

•Χειροκίνητα (manual), στα οποία όλες οι κινήσεις χειρισμού του βραχίονα είναι εντελώς χειροκίνητες, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και η ανύψωση (tonearm lift). Συνήθως όμως, η ανύψωση και η κατάβαση του βραχίονα στο επιθυμητό ση-μείο είναι ομαλά ελεγχόμενες κινήσεις, υποβοηθούμενες από κάποιο υδραυλικό μη-χανισμό. Σπανίως, κάποια χειροκίνητα πικάπ μπορεί να διαθέτουν ορισμένες ημιαυ-τόματες λειτουργίες, όπως πχ όταν ο βραχίονας φθάνει στο τέλος του δίσκου, τότε να ανασηκώνεται (arm lift), χωρίς όμως να επιστρέφει πίσω στην βάση του, ώστε να μη φθείρεται η ακίδα της κεφαλής και ο δίσκος από άσκοπες περιστροφές. Τα πε-ρισσότερα μεσαίας προς υψηλής κατηγορίας συστήματα είναι χειροκίνητα.

•Ημιαυτόματα (semi automatic), τα οποία κατά 90% είναι παρόμοια με τα προηγούμενα. Ο βραχίονας τοποθετείται στο επιθυμητό σημείο χειροκίνητα, αλλά μετά το τέλος της ανάγνωσης του δίσκου εκτελείται αυτόματη ανύψωση (arm lift), μέσω υδραυλικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα διακόπτεται η περιστροφή του πλα-τό (auto-stop ή auto shut-off). Στη συνέχεια, σε κάποιες πολύ σπάνιες υλοποιήσεις, μπορεί να εκτελείται αυτόματη επιστροφή (επαναφορά) του βραχίονα στη θέση στε-ρέωσης. Στην τελευταία περίπτωση, ο εσωτερικός μηχανισμός αυτόματης επιστρο-φής του βραχίονα επεμβαίνει στο τέλος της ανάγνωσης του δίσκου.

•Αυτόματα (fully automatic), στα οποία διεξάγεται αυτόματη μετακίνηση του βραχίονα στην αρχή του δίσκου κατά την έναρξη (automatic cueing), μέσω κάποιου πλήκτρου εκκίνησης (start), όπως επίσης και αυτόματη επιστροφή στη βάση του (θέση στερέωσης) κατά το τέλος της ανάγνωσης του δίσκου (arm lift and return). Όλες οι αυτόματες κινήσεις του βραχίονα, συνήθως ελέγχονται με ηλεκτρονικό τρόπο, από κάποιο μικροεπεξεργαστή. Η ύπαρξη μηχανισμού εσωτερικά ενός πικάπ που μετακινεί αυτόματα το βραχίονα, μπορεί να θεωρείται περιττή πολυπλοκότητα που δεν είναι επιθυμητή από πολλούς audiophile χρήστες (δυσχεραίνει την κίνηση του βραχίονα, τον αναγκάζει έμμεσα να ακουμπά συνεχώς στο σασί / πλαίσιο, με αρνητικές επιπτώσεις στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα). Η μοναδική χειροκίνητη επι-λογή είναι ο τύπος του δίσκου, πχ 33 rpm / 45 rpm / 78 rpm, ενώ ακόμη πιο πολύπλοκες υλοποιήσεις ανιχνεύουν αυτόματα το μέγεθος του δίσκου και ελέγχουν το σημείο που βρίσκεται ο βραχίονας με laser και οπτικό αισθητήρα. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει το ενδεχόμενο εκκίνησης του πικάπ χωρίς δίσκο ή με λάθος μέγεθος δίσκου.

Οι εντελώς αυτόματες συσκευές, με εξειδικευμένους και εξωτικούς μηχανισμούς κανονικά θα πρέπει να αποφεύγονται, τόσο λόγω της εισαγωγής θορύβων και της γενικότερης υποβάθμισης του ηχητικού αποτελέσματος όσο και λόγω της υψηλότερης πιθανότητας εμφάνισης βλαβών / δυσλειτουργιών. Είναι
χαρακτηριστικό, ότι στην ανώτερη κατηγορία (high-end) και ιδιαίτερα των λεγόμενων “υπερπικάπ” ή μηχανημάτων “life-style”, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου αυτόματες ή ημιαυτόμα-τες λειτουργίες. Ο βασικός λόγος είναι η αποφυγή της πολυπλοκότητας, εις βάρος της επιδιωκόμενης ποιότητας.

Η σημασία ενός ποιοτικού αναλογικού πικάπ, ιδιαίτερα όταν αυτό χρησιμοποιείται ως κεντρική πηγή αναπαραγωγής ήχου, είναι εξαιρετικά ζωτική, αφού οι πληροφορίες οι οποίες δεν ανακτώνται ορθά ή καθόλου από το δίσκο, δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν και να παραχθούν με κανέναν άλλο τρόπο στα επόμενα στά-δια επεξεργασίας ή αλυσίδας της ηχητικής αναπαραγωγής. Επομένως, η ποιότητα υλοποίησης του πικάπ σε συνδυασμό με τη σωστή του ρύθμιση χαρακτηρίζουν κα-θοριστικά το τελικά παραγόμενο αποτέλεσμα.

Σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα κάποιων φθηνότερων υλοποιήσεων, μη ορθά σχεδιασμένων ή μη κατάλληλα ρυθμισμένων, συνήθως δεν επιτυγχάνεται η πιστότερη δυνατή αναπαραγωγή του ηχητικού αποτελέσματος, ως προς τις περισ-σότερες ποιοτικές συσκευές ψηφιακού ήχου. Όταν όμως έχουμε μία ελεγχόμενη α-κρόαση, από κάποιο υψηλής ποιότητας αναλογικό πικάπ, σωστά σχεδιασμένο και επαρκώς ρυθμισμένο, το οποίο αναπαράγει άριστης ποιότητας audiophile δίσκους βινυλίου, παρά τα όποια θεωρητικά του μειονεκτήματα (σχετικά συμπιεσμένη δυνα-μική περιοχή, υψηλότερος θόρυβος, wow & flutter, χαμηλός διαχωρισμός καναλιών, υψηλότερες αρμονικές παραμορφώσεις και ενδοδιαμόρφωσης, φασικές ολισθήσεις από την εφαρμογή ισοστάθμισης RIAA, κτλ), θεωρείται από αρκετούς ότι μπορεί να επιτυγχάνει ‘ψυχοακουστικά’ ένα εξαιρετικά ‘μουσικό’ ηχητικό αποτέλεσμα. Είναι πολλοί επίσης, αυτοί που προβάινουν σε συγκρίσεις και με την ψηφιακή τεχνολογία, η οποία πλέον έχει εξελιχθεί δραματικά, ακόμη και σε εκείνους τους τομείς στους οποίους παραδοσιακά έχει θεωρηθεί ότι παρουσιάζει κάποιες αδυναμίες, όπως πχ η αντίληψη της “σκληρότητας” και η έλλειψη “μουσικότητας” του αναπαραγόμενου ήχου.