Το Μοιρολόι της Όμορφης
Δροσίνης Γεώργιος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Πικρό το μήνυμα έλαβα, πως ήσουν πεθαμένη
στην πολιτεία, τρανή κερά κι αρχοντικά θαμμένη…

Κι’ ο νους μου μ’ έφερε γοργό της νύχτας καβαλάρη
κ’ ήρθα και βρήκα κ’ έσκαψα το μνήμα που κοιμώσουν
και το κορμί σου φόρτωσα στου αλόγου μου τη σέλλα
και νεκροκλέφτης το φερα στο πατρικό σου σπίτι.

Το ξέντυσα τ’ αταίριαστα της πολιτείας τα ρούχα,
το ράντισα ροδόσταμα να μη μυρίζη χώμα,
το πότισα του αμάραντου δροσιά να ξανανιώση
καθώς το πρωτογνώρισα στης νιότης του τα χρόνια,
και το ντυσα της λυγερής τα ρούχα που του πρέπουν:
το κεντηστό πουκάμισο, το πλουμιστό σιγγούνι
και την ποδιά την κόκκινη και το πλατύ ζουνάρι.

Ξαράχνιασα τα ωραία μαλλιά με τις ριχτές πλεξούδες
και τα σφιχτομαντίλωσα με διάφανο μαντίλι
και τα χρυσοστεφάνωσα με τα φλουριά αλυσίδα.

Του στρωσα νεκροκρέβατο της λυγαριάς τους κλώνους
και τ’ άνθη της αγράμπελης στερνό προσκεφαλάδι.

Και στο κατώφλι κάθισα να πω το μοιρολόι.
Της πολιτείας ανήξερο παιδί, ξεπλανεμένο
μακριά απ’ τις ρούγες τις στενές με τα βαριά τ’ απόσκια,
διαβάτη η μοίρα μ’ έφερε στην πόρτα του σπιτιού σου.

Το σπίτι σου ήταν φτωχικό κ’ εγώ το είδα παλάτι
και στο κατώφλι καθιστή βασιλοπούλα εσένα.

Στα γόνατα συνταίριαζες του κάμπου τα λουλούδια
κι αμάραντα τα ξόμπλιαζες στο γύρο της ποδιάς σου,
της τέχνης σου ξεφάντωμα, της προίκας σου καμάρι.

Τα μάτια σου δε σήκωσες να ιδής το ποιος διαβαίνει,
τα χείλη μου δεν άνοιξα για να σε χαιρετήσω.–

Στο ίδιο κατώφλι του σπιτιού σου λέω το μοιρολόι.