Στενοχώρησα τον Ελύτη μας και άλλες ιστορίες
Γουλάρας Παντελής
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ο Φοβερός Απρίλης του '43
Θα ήταν όμορφη εκείνη η Άνοιξη. Θα ήταν όμορφος
εκείνος ο Απρίλης. Θα ήταν... Η ανοιξιάτικη φύση είχε
ξυπνήσει. Αμυγδαλιές και κερασιές είχαν ανθίσει προ πολλού.
Τα υπόλοιπα φυλλοβόλα πετούσαν μπουμπούκια, κι είχαν
αρχίσει να ντύνουν τα γυμνά χειμωνιάτικα κλαδιά τους, ξανά
με τη γνωστή πράσινη στολή τους. Οι εξοχές, οι πλαγιές και οι
ράχες των βουνών, είχαν στρώσει το απέραντο πράσινο χαλί
τους, κεντημένο εδώ κι εκεί με πλήθος, κίτρινα, κόκκινα,
μαβιά αγριολούλουδα. Θα μπορούσε να είναι πράγματι
όμορφος εκείνος ο Απρίλης. Θα μπορούσε να είναι πράγματι
όμορφη εκείνη η Άνοιξη. Αλλά δεν ήταν. Γιατί ο τόπος μας
στέναζε κάτω από την μπότα του κατακτητή. Κάτω από την
τριπλή, Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική κατοχή.
Κόντευε μεσημέρι και η ομάδα των επτά οδοιπόρων,
βγήκε προσεχτικά στο ξέφωτο, μέσα από το αιωνόβιο Πιερικό
δάσος. Όλοι εκτός από δύο φορούσαν στρατιωτικές στολές.
Ήταν όλοι τους οπλισμένοι με μακρύκανα τουφέκια. Δυο απ'
αυτούς είχαν περασμένα και πιστόλια στη μέση τους. Ώρα
ήταν να ξαποστάσουν. Απ' το πρωί βάδιζαν στα βουνίσια
μονοπάτια, περνώντας από τον Όλυμπο στα Πιέρια. Η πηγή με
το κρυστάλλινο νερό που συνάντησαν εδώ, ήταν ό,τι έπρεπε,
για να ξεδιψάσουν και να πάρουν μερικές ανάσες, για να
συνεχίσουν έπειτα το δρόμο τους. Οι έξι κάθισαν δίπλα στη
νερομάνα, κουβεντιάζοντας κι αστειευόμενοι. Έβγαλαν από τα
σακίδιά τους, τα παγούρια τους, για να τα γεμίσουν φρέσκο,
καθαρό νερό και ό,τι είχε ο καθένας μαζί του για να τσιμπίσει.
Λίγο ψωμί, λίγο τυρί, λίγες ελιές. Τι άλλο θα μπορούσε να έχει
κανείς κάτω απ' αυτές τις συνθήκες;
Ο Μπενούκας κάθησε μόνος του λίγο παράμερα.
Ακούμπησε τη ράχη του, στον κορμό ενός θεόρατου δέντρου,
και κοίταξε τριγύρω του. Η ομορφιά της φύσης τον συνεπήρε.
Πέρα μακριά, όσο έφτανε το μάτι του, σ' αυτή την πλαγιά των
Ανατολικών Πιερίων, η φύση ήταν ανθισμένη. Ξυπνούσε και
προμήνυε ένα ζεστό καλοκαίρι. “Αραγε, πόσοι από μας θα
είναι ζωντανοί μέχρι το καλοκαίρι;” αναρωτήθηκε. “Θα
προλάβουμε τη λεφτεριά της πατρίδας;” Παρασυρμένος από
το θέαμα του καταπράσινου και ολάνθιστου βουνού, άρχισε να
τραγουδάει μόνος του, ένα τραγούδι του χωριού του. Πρώτα
σιγανά, σχεδόν ψυθιριστά, μα όσο ανέβαινε το τραγούδι
ανέβαινε και η ένταση της φωνής του.
“Άνοιξαν τα δέντρα όλα,
κι οι αμυγδαλιές, κι οι αμυγδαλιές,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”
Ήταν καλλίφωνος ο Μπενούκας. Το πραγματικό του
όνομα ήταν Μιχάλης Γουλάρας. Όπως όλοι όμως, όσοι βγήκαν
στον αγώνα, χρησιμοποιούσε κι αυτός ψευδώνυμο. Ο ίδιος
διάλεξε αυτό που τον ακολουθούσε από τα εφηβικά του
χρόνια. Αυτό που οι φίλοι του στα παιχνίδια, στις τρέλες και
στα γλέντια του έδωσαν. Γιατί στα χρόνια πριν την κατοχή,
ήταν πάντα πρώτος στις νεανικές πλάκες, στα γλέντια και τα
τραγούδια. Αυτόν πάντα έβαζαν, στα πανηγύρια του χωριού,
του Παντελεήμονα του Ολύμπου, να ξεκινάει το τραγούδι.
Γιατί ήξεραν ότι η γλυκιά φωνή του, θα ξεσήκωνε όλο το
χωριό. Ειδικά στο μεγάλο πανηγύρι, του Αγίου Παντελήμονα,
στις 27 του Ιούλη.
“Άνοιξε κι εγώ ο μπαξές μου,
μόν' παράμορφα, μόν' παράμορφα,
αλήθεια είν' αγάπη μου σ' αγαπώ”
Νιόπαντρος σχετικά, άφησε τη γυναίκα του
ετοιμόγεννη στο χωριό, κι έτρεξε από τους πρώτους στον
αγώνα. Άραγε θα κατάφερνε ποτέ να δει το παιδί του;
“Έμπηκα να σεργιανίσω,
και να κοιμηθω, και να κοιμηθώ,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”
Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε. Έκανε, λέει, ένα
κοριτσάκι. Όμορφο, ξανθό και γαλανομάτικο, σαν και τον ίδιο.
Και το 'δωσε το όνομα Ελευθερία. Σαν την ελευθερία που με
τόση λαχτάρα περίμεναν όλοι οι Έλληνες. Ονειρεύτηκε
πανηγύρι, καμπάνες να χτυπούν, παντού στολισμένα με τις
Ελληνικές σημαίες, κι ο κόσμος ολόγυρα να αγκαλιάζεται, να
χαίρεται και να γελάει γιορτάζοντας τη λευτεριά που ήρθε. Αχ!
Πόσο μακρινή ήταν αυτή η μέρα! Άνοιξε τα μάτια και
συνέχισε το τραγούδι.
“Βρίσκω κόρη που κοιμάται,
μόν' και μοναχή, μόν' και μοναχή,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που συμμετείχε στη
μεγάλη μάχη του ΕΛΑΣ, στην Πέτρα του Ολύμπου. Πολέμησε
γενναία τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, χωρίς να σκεφτεί
εκείνη τη στιγμή, αν κινδύνευε η ζωή του. Αυτός ήταν ο
αγώνας. Τέτοιες στιγμές κανένας δεν σκέφτεται τη δικιά του
ζωή, μόνο την πατρίδα του. Ούτε δυο μήνες δεν πέρασαν από
την Πέτρα κι αυτός ήταν εκεί, όρθιος, έτοιμος να συνεχίσει.
“Ρίχνω μήλο τη βαραίνω,
δεν το δέχεται, δεν το δέχεται,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”
“Ρίχνω μάλαμα κι ασήμι,
χαμογέλασε, χαμογέλασε,
αλήθεια είν' αγάπη μου, σ' αγαπώ”.
Σαν να ξύπναγε από όνειρο κοίταξε γύρω του. Οι
σύντροφοί του, οι συναγωνιστές και συνοδοιπόροι του, είχαν
σηκωθεί όρθιοι, και στέκονταν ολόγυρά του χαμογελώντας,
ακούγοντας το τραγούδι του.