Τα Οράματα του Τέλους
Μητσόπουλος Μάριος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Η ροδοκόκκινη πόλη

Είχε γυρίσει ολάκερο τον κόσμο όσο ήταν νέος και αυτό συνέχιζε να κάνει και τώρα που είχε γεράσει. Μύθους κυνηγούσε και τέρατα της φαντασίας που κατοικούσαν σε απόκρυφα βιβλία των αρχαίων και σε χειρόγραφων τρε-λών μοναχών του μεσαίωνα. Πάντα έψαχνε και ποτέ δεν ησύχαζε, όχι μέχρι να βρει εκείνο για το οποίο πίστευε πως είχε γεννηθεί, την πηγή της αθανασίας.
Άλλος στην ηλικία του θα είχε αποσυρ-θεί σε κάποιο γηροκομείο και θα περίμενε καρτερικά το θάνατο, αλλά εκείνου το έλεγε η ψυχή του. Είχε κάνει μία περιουσία από τα ταξίδια του και όμως συνέχιζε. Είχε παλέψει με φίδια, αλιγάτορες και άγρια θηρία. Τον εί-χαν επικηρύξει πολέμαρχοι και είχε γίνει στό-χος επαναστατών. Όλες οι κυβερνήσεις είχαν ένα φάκελο στα κεντρικά ασφαλείας με το ό-νομά του, αλλά τίποτε δεν μπόρεσε ποτέ να τον φοβίσει. Τίποτα εκτός από τον θάνατο τον ίδιο. Κάθε βράδυ έβλεπε τη σκιά του χάρου στο προ-σκέφαλο του να περιμένει καρτερικά και να μετράει τις μέρες. Ξυπνούσε και έβλεπε τα ση-μάδια που άφηνε πάνω στο κορμί του, προειδο-ποιήσεις ότι κάποτε θα τον έπαιρνε και εκεί-νον όπως όλους τους άλλους.
Δεν είχε μάθει να το βάζει κάτω, αλλά βαθιά μέσα του ήξερε πως του είχε απομείνει μονάχα μία ευκαιρία, μία τρελή κάρτα που είχε κρατήσει για το τέλος.
Περίμενε να βραδιάσει και ξετρύπωσε εύκολα ανάμεσα στους φρουρούς για να ξεχυ-θεί στην αφύλαχτη έρημο. Τόσες και τόσες φο-ρές είχε ξεγλιστρήσει από τα μέτρα ασφαλείας που πλέον δεν έδινε την παραμικρή σημασία.
Περπάτησε για ώρες στους άγονους δρό-μους της αρχαιότητας με τους επβλητικούς βράχους να θεριεύουν πάνω από το κεφάλι του μέσα στη νύχτα. Ο ουρανός ήταν έναστρος και έψαχνε να τον βρει στις βαθιές χαράδρες που περιδιάβαινε.
Σκέφτηκε πόσες φορές είχε κάνει την ί-δια διαδρομή για διασκέδαση και πώς τώρα τα πάντα φαινόντουσαν αλλιώτικα. Ένιωσε τις ψυχές των Ναβαταίων να τον καλωσορίζουν στον κάτω κόσμο και Έλληνες χτίστες να τον κοιτάνε θλιμμένοι. Τούτο ήταν το δικό του τα-ξίδι στον κάτω κόσμο, η δικιά του λύτρωση και νίκη απέναντι στον αιώνιο εχθρό της πλάσης.
Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά τη λαξεμένη πέτρα. Χαμογέλασε από ενθουσια-σμό, ποτέ δεν μπορούσε να αντισταθεί. Εκεί-νος ο λαός του έμοιαζε τόσο πολύ. Είχε αντι-σταθεί και είχε στεριώσει σε ένα μέρος που μο-νάχα το σκοτάδι κυριαρχούσε.
Προχώρησε και σταμάτησε να δίνει ση-μασία στα πονεμένα πόδια του. Είδε ότι έφτανε σε μια στροφή και η καρδιά του χτύπησε δυ-νατά. Έκλεισε τα μάτια και κράτησε γερά μέσα στα ρουθούνια του τις μυρωδιές της νύχτας. Ό-ταν τα άνοιξε είδε το θαύμα των θαυμάτων, το θησαυροφυλάκιο της αρχαίας πόλης της Πέ-τρας. Οι κίονες έστεκαν πάνω στα βράχια πε-ρήφανοι και ακούραστη και η πύλη τεράστια και επιβλητική. Ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που ήταν χρω-ματισμένο κόκκινο, σα τα βράχια του ιερού ε-κείνου τόπου. Εκείνη ήταν η μοναδική του ευ-καιρία.
Τράβηξε ένα αυλό από το σακίδιο του και τον περιεργάστηκε προσεκτικά. Τον είχε αποκτήσει από ένα ταξίδι του στη Νορβηγία και ήξερε ότι ήταν μοναδικός στο είδος του. Θρύλοι έλεγαν πως ανήκε σε έναν σαμάνο που μπορούσε να επικαλείται τους αρχαίους θεούς με τις μελωδίες του.
Τράβηξε και ένα χειρόγραφο από την Αίγυπτο και το κοίταξε προσεκτικά. Είχε παί-ξει τον σκοπό αμέτρητες φορές, αλλά τώρα έ-νιωσε τα χέρια του να μουδιάζουν και να είναι βαριά.
Πήρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όσο πιο καλά μπορούσε την τε-λευταία του ευκαιρία. Όταν τέλειωσε, έβγαλε και ένα φιαλίδιο με νερό από το Περού και πό-τισε με αυτό το διψασμένο χώμα. Η ιεροτελε-στία είχε ολοκληρωθεί. Έμεινε να κοιτάει σαν άγαλμα μπροστά του. Έτρεμε σύγκορμος και ήξερε ότι το τέλος ήταν κοντά.Μία αχνή λάμψη εμφανίστηκε στο βά-θος της λαξεμένης σπηλιάς και εκείνος ανα-θάρρησε. Αργά και προσεκτικά περπάτησε προς το μέρος του ένας βεδουίνος ντυμένος στα μπλε. Η ηλικία του ήταν ακαθόριστη ενώ τα μάτια του γαλάζια. Κάθισε δίπλα στο ποτι-σμένο χώμα και το άγγιξε απαλά με τα χέρια του.
Κοίταξε προς τον ταξιδιώτη και του έ-δειξε τον αντίχειρα.
«Θέλω να ζήσω για πάντα» αποκρίθηκε εκείνος διψασμένος. «Τούτη είναι η ευχή μου μεγάλο τζίνι. Με δώρα σε έφερα στον κόσμο των ανθρώπων και ένα δώρο προσμένω και από τη μεγαλοπρέπειά σου».
Ο βεδουίνος χαμογέλασε. Σηκώθηκε και πλησίασε τον άνθρωπο. Ψέλλισε μια προ-σευχή και τον ακούμπησε στο μέτωπο. Διέ-τρεξε όλο του το πρόσωπο με τα δάχτυλά του και ύστερα έχωσε την γροθιά του μέσα στο στέρνο και έσφιξε την καρδιά του. Ο ταξιδιώ-της δεν ένιωσε κανέναν πόνο.
Ο θαυματουργός τράβηξε πίσω το χέρι του και κοίταξε καλά το αίμα του ανθρώπου.
«Τα κατάφερες καλά ξένε», αποκρίθηκε.