Η Ψυχανάλυση του Χάροντα
Παύλου Αλέξανδρος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Σύγχρονος άνθρωπος, σύγχρονη κοινωνία. Απομάκρυνση, αποξένωση και γενικώς νέα ήθη κατακλύζουν τις πολιτισμένες μεγαλουπόλεις. Πολλές φορές δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο θετικής ή αρνητικής σκέψης. Υποχρεώσεις, εργασία, ρουτίνα, οδηγούν τον άνθρωπο στην αποξένωση και την ζωή στη ρομποτοποίηση. Όλα αυτόματα, χωρίς συναίσθημα, χωρίς
ενσυναίσθηση και γενικά ΧΩΡΙΣ…
Παρ’ όλη την παραπάνω μιζέρια και τις αλλαγές προτεραιοτήτων χρόνο με το χρόνο, υπάρχουν κάποια πράγματα που μένουν αναλλοίωτα. Το σημαντικότερο όλων είναι ο φόβος για το θάνατο. Η σταθερή αξία αυτής της τεράστιας θνητής φοβίας δίνει στη ζωή ιδιότητες που δεν τις έχει. Το κακό σε αυτή τη σκέψη είναι πως παίρνει και ο άνθρωπος ιδιότητες που δεν τις έχει. Για παράδειγμα το πόσο σπουδαίος και μοναδικός είναι σε αυτό το σύμπαν. Πράγματα αλαζονικά και αστεία αν αναλογιστεί κανείς το πόσο λίγοι είμαστε. Από όλες τις απόψεις. Για να κατορθώσει να απαλύνει την αγωνία του για το μέλλον, κατέφυγε σε κρίσεις αυθαίρετες που κανείς δεν γνώριζε/γνωρίζει αν έχουν κάποια βάση ή είναι φανταστικές στορίες στον βωμό του καθησυχασμού του μέσου θνητού.
Ακόμα και σήμερα, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά με ποιον τρόπο λειτουργεί αυτό το σύμπαν, αν όλα έχουν σκοπό ή αν τα πάντα γίνονται τυχαία. Από την άλλη εγώ θα πω «υπάρχει λόγος να τα μάθουμε όλα πια σε αυτόν τον πλανήτη;» Δεν νομίζω πως ένα πλάσμα που ζει μόλις 80 χρόνια στην καλύτερη περίπτωση πρέπει να μάθει μυστικά δισεκατομμυρίων ετών.
Ο περισσότερος κόσμος κάλυψε την ανασφάλειά του με την πρόφαση πως ο θεός αποφασίζει όχι μόνο για το θάνατο του, αλλά και για τη ζωή του. Αν θα κάνει οικογένεια, παιδιά, αν θα βγάλει λεφτά και διάφορα άλλα ΑΝ. Έχουν πετάξει από πάνω τους οι άνθρωποι όλη την ευθύνη, την έχουν
μεταθέσει στον θεό και οι ίδιοι είναι απλά μαριονέτες. Ο θεός τα αποφασίζει αυτά… Τώρα δεν ξέρω πώς γίνεται από τη μια να αποφασίζει ο θεός και από την άλλη αν ζήσεις μια ζωή μη αποδεκτή θρησκευτικά να τιμωρείσαι στην κόλαση.
Τέλος πάντων. Δεν υπάρχει λόγος τέτοιας ανάλυσης. Όταν έρθει η ώρα θα μάθουμε. Ούτως η άλλως όπως έλεγε κι ένα απόφθεγμα «Από τη ζωή, κανείς δεν κατάφερε να βγει ζωντανός». Υπάρχει όμως μια ιστορία που κρατάει πάρα πολλά χρόνια, είναι αδιευκρίνιστο πόσα, που εξηγεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τι σημαίνει θάνατος και αν περνάει από το χέρι του ανθρώπου η αποτροπή του ή όχι. Τώρα αν θα γίνει πιστευτή, αυτό θα το αποφασίσει ο καθένας μετά το πέρας της ανάγνωσής της. Όλα σχετικά είναι σε αυτό το σύμπαν.
Λίγα χρόνια πριν πενθούσα για τον θάνατο της μητέρας μου, ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδος διότι πέρασα ένα μεγάλο χρονικό διάστημα με βασανιστικές σκέψεις για μια απόφαση που έπρεπε να παρθεί σχετικά άμεσα. Κρατιόταν στη ζωή με τεχνητά μέσα και ο γιατρός, μου είχε εξηγήσει πως δεν υπάρχει επιστροφή και δεν έχει νόημα να συντηρούμε
αυτή την κατάσταση. Μου ζήτησε να κάτσω να σκέφτω τα δεδομένα και να πάρω την απόφασή μου για τον αν θα την απαλλάξω απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο. Δύσκολη απόφαση είναι η αλήθεια όταν έχει να κάνει με ένα τόσο αγαπημένο πρόσωπο για σένα και ένα δυνατό κοινωνικό σύμβολο όπως είναι η μητέρα. Όταν φυσικά τέτοιες ιστορίες τις βλέπεις αποστασιοποιημένα η πρώτη συμβουλή που σου έρχεται να δώσεις είναι αυτή που προστάζει η κοινή λογική. Αλλά όταν ζεις την ιστορία τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μετά από πολλούς εσωτερικούς διαλόγους και μερικές μάχες αποφάσισα…
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Εκείνο τον καιρό είχα ανακαλύψει ένα πάρα πολύ φωτεινό, ήσυχο (πολύ ήσυχο θα έλεγα συγκριτικά με το πόσο κομψό ήταν) καφέ στο Μεταξουργείο. Ήταν ένας επιβλητικός κήπος με βουκαμβίλιες και τριανταφυλλιές. Ο ελληνικός καφές είναι ο αγαπημένος μου και σε ένα τέτοιο περιβάλλον σίγουρα τον απολαμβάνεις
με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, ειδικά με την συνοδεία δύο λουκουμιών Σύρου τα οποία έφαγα λαίμαργα και ζήτησα από την χαμογελαστή σερβιτόρα να μου φέρει άλλα δύο μαζί με ένα δεύτερο ποτήρι νερό που είχα πιεί μονορούφι. Το εσωτερικό του καταστήματος είχε αμέτρητα σκίτσα από χαρακτήρες της μυθολογίας, κυρίως του Κάτω Κόσμου, μάλλον μόνο του Κάτω Κόσμου. Ένα μεγάλο μαύρο μπαρ και πολλές πόρτες που δεν
καταλάβαινες το λόγο ύπαρξής τους. Υπήρχε μια αλλόκοτη αισθητική αν συνέκρινες την εσωτερική διακόσμηση που σου δημιουργούσε απόκοσμα συναισθήματα επηρεάζοντας την ψυχοσύνθεση σου, με την εξωτερική όψη του κτιρίου που ήταν ο όρος «ζωή» σε μια εικόνα. Στο μαγαζί που ονομαζόταν «Βαρκάδα» πήγαινα πολύ τακτικά, περίπου τέσσερις φορές την εβδομάδα. Είχα παραιτηθεί από την δουλειά μου, δεν ήμουν καλά ψυχολογικά οπότε είχα ατελείωτο ελεύθερο χρόνο για να απολαμβάνω το
μεσημέρι τον ελληνικό μου στην αυλή και τα βράδια να τα περνάω σπίτι πίνοντας σκέτο τζιν με τη συνοδεία μαριχουάνας για να ξεχαστώ λίγο από αυτό το βάσανο. Το κακό με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, είναι πως δεν επουλώνουν τις πληγές σου, απλά σε ανακουφίζουν προσωρινά. Οι φίλοι και οι ερωτικές σχέσεις ήταν έννοιες που τις είχα εξοβελίσει από μέσα μου χρόνια τώρα, οπότε η μοναξιά ήταν ο μόνος δρόμος
που ακολουθούσα χωρίς παρεκκλίσεις.
Δεν θα πω ψέματα, η μοναχικότητα είναι κάτι που με εκφράζει και μου αρέσει, απλά κάποιες φορές θες έναν άνθρωπο να πεις δύο κουβέντες και να ανταλλάξεις απόψεις για μια θεατρική παράσταση, ένα κινηματογραφικό έργο, ένα βιβλίο, τη μουσική και πάει λέγοντας. Τις περισσότερες φορές στη «Βαρκάδα» καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος μπροστά μου και αριστερά, στο ίδιο τραπέζι πάντα. Ένα μεσημέρι αποφάσισα να ρωτήσω τη σερβιτόρα ποιος είναι ο ιδιοκτήτης για να δω σε ποιόν ανήκει ο αριστουργηματικός κήπος, αλλά και η ιδιαιτερότητα του εσωτερικού του καφέ.
Μου αρέσει να βλέπω τους δημιουργούς τέτοιων εμπνεύσεων. Η κοπέλα μου υπέδειξε τον ηλικιωμένο κύριο ήμουν σίγουρος! Με ενημέρωσε επίσης πως δυστυχώς δεν ενδιαφέρεται για κοινωνικές συναναστροφές και πως ο μόνος τρόπος να έρθω σε επαφή θα ήταν να το επιλέξει ο ίδιος. Ως άνθρωπος που σέβομαι την ησυχία του άλλου δεν θα έκανα το αντίθετο, θα περίμενα εκείνον να κάνει την πρώτη κίνηση.
Δύο βδομάδες μετά κάθομαι ξανά στον κήπο της «Βαρκάδας» περιμένοντας να παραγγείλω τον καφέ μου. Τα ηχεία πάντα έπαιζαν πάρα πολύ σιγά, σχεδόν δεν μπορούσες να αναγνωρίσεις το τραγούδι απ’ τα τόσο χαμηλά ντεσιμπέλ. Εκείνη τη μέρα ήταν αδύνατο να μην καταλάβω πως άκουγα
το «La Vie En Rose» της Edith Piaf. Ξαφνικά η βελόνα του pick up κόλλησε, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του μαγαζιού βγήκε έξω από τον εσωτερικό χώρο κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα σιχτιρίζοντας τους υπαλλήλους του. Ερχόμενος προς το μέρος μου κι απευθυνόμενος σε μένα φωνάζει: «Μου έχουν καταστρέψει όλους μου τους δίσκους κύριε. Δεν υπάρχει κανένας σεβασμός πλέον, η νέα γενιά είναι για κλάματα. Δεν
τους ενδιαφέρει τίποτα παρά μόνο η ώρα που θα σχολάσουν για να πάνε να διασκεδάσουν. Να διασκεδάσουν; Ας γελάσω, αυτό το πράγμα που κάνουν τέλος πάντων». Είχε κοκκινίσει τόσο πολύ που φαινόταν ευδιάκριτα μέσα από τα κατάλευκα γένια που γέμιζαν το πρόσωπό του και έφταναν μέχρι το στήθος του. Με ρώτησε αν με πειράζει να κάτσει μαζί μου να κάνει ένα τσιγάρο και του είπα με χαρά, να καθίσει.