«Να πάρει!» η πόρτα έκλεισε με πάταγο από τον δυνατό αέρα και η κουρτίνα σηκώθηκε μέσα στο δωμάτιο σα μεγάλο άσπρο πανί παλιάς φρεγάτας. Το μπουρίνι που ήρθε από τη θάλασσα σκοτείνιασε τον ουρανό, αμόλησε ένα στροβιλισμένο αέρα πάνω από τη Χώρα του νησιού και έκανε τα παντζούρια να ανοιγοκλείνουν σαν τρελά πάνω από τα καντούνια. Ο γάτος που κούρνιαζε σε μια κουρελού στην ανεμόσκαλα, μόλις άκουσε την πρώτη βροντή, σκαρφάλωσε δυο δυο τα σκαλιά, μ’ ένα ρεσάλτο πήδηξε στην ταράτσα και χώθηκε κάτω από την κεραμοσκεπή της αποθήκης.
Έπρεπε να σηκωθώ από το γραφείο μου - και πάνω που είχα φτάσει στην τελευταία πίστα από το βιντεοπαιχνίδι μου - και να ανέβω να δω που χώθηκε, γιατί τελευταία ανακάτευε τα εργαλεία και τις μπογιές του πατέρα μέσα στην αποθήκη. Από την αρχή δεν τον ήθελε κανείς αυτόν τον μικρό μαύρο γάτο, τον ‘γρουσούζη’ και έμεινε στο σπίτι με τη συμφωνία ότι θα τον πρόσεχα αποκλειστικά εγώ και θα απότρεπα οποιαδή-ποτε ζημιά…
Με τον νωτισμένο αέρα να δροσίζει το πρόσωπό μου, ανέβηκα προσεκτικά την ανεμόσκαλα και μπούκαρα στην αποθήκη για να τρομάξω τον γάτο μπας και εμφανιστεί. Τι περίεργο! Με την πρώτη ματιά έδειχναν όλα μια χαρά. Ούτε γάτα ούτε ζημιά που λένε. Αλλά ο γατούλης που πήγε; ώπα. Το μάτι μου τρεμόπαιξε ή είδα τη μεγάλη γαλότσα του πατέρα να κουνιέται;
Ο χώρος ήταν κάργα με σύνεργα, παλιές συσκευές, ένα πλυντήριο, ατσάλινους σωλήνες, ψησταριές και κουτιά με μπογιές. Έχει γούστο να μπήκε στη γαλότσα που προεξείχε στη σκοτεινή απέναντι γωνιά. Ήταν το καπρίτσιο του να χώνεται μέσα σε ευρύχωρα παπούτσια. Και πως θα τον έφτανα;
Χμ… θα τον άφηνα εκεί για όση ώρα το στομάχι του ήταν γεμάτο. Με την πρώτη πείνα θα μου ερχόταν κοντά να νιαουρίσει και να μου ρίξει το σύνθημα να τον ταΐσω..
Οκέϋ λοιπόν, θα περίμενα..
Κοίταξα πίσω μου και κάθισα σε μια παλιά σιδερένια πολυθρόνα με βελούδινα ξέφτια, που την είχαμε απ΄ τη βεράντα της γιαγιάς μου. Μπροστά μου, πάνω από τις στέγες των σπιτιών, έβλεπα την τρικυμισμένη θάλασσα. Λοιπόν, τώρα που το σκεφτόμουνα, σπάνια καθόμουν να παρατηρήσω τη θέα από την ταράτσα. Συνήθως, τις συχνές καλοκαιρινές ώρες πλήξης περνούσα την ώρα μου στο δωμάτιο, μπροστά από τον υπολογιστή μου. Δεν ήταν κι άσχημα λοιπόν, έτσι από ψηλά που αγνάντευα τον ορίζοντα.. κι ας είχε μπλάβα σύννεφα σήμερα, ‘φορτωμένα με βροχή’ όπως έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που έκανε τις δικές της προβλέψεις καιρού.
Πέρασε κάπου μισή, μια ώρα; δεν μπορούσα να υπολογίσω. Μου ‘ρθαν διάφορες σκέψεις στο μυαλό, όσες μάλλον προσπαθούσα να αποφύγω με τα ψηφιακά παιχνίδια τόσο καιρό. Ο γατούλης μου, στο μεταξύ, είχε βαρεθεί πια μέσα στη γαλότσα, ξεπρόβαλε ελέγχοντας τον χώρο γύρω του κι άρχισε να σκανταλεύει κάθε τι που έβρισκε στο πέρασμά του στη διαδρομή του προς εμένα. Γιατί, κάθε φορά που ήθελε κάτι, σε μένα ερχόταν. Με αναγνώριζε για αφεντικό κατά κάποιον τρόπο… Άλλωστε εγώ τον έφερα, εγώ τον επέβαλα και εγώ ανέλαβα τη φροντίδα του, παραμερίζοντας από αυτή την αξίωση την αδερφή μου…