Η Ομολογία
γράφεται τις ώρες που τρελαίνομαι και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σηκώνομαι,
κάθομαι στο ηλεκτρονικό μου τετράδιο και αρχίζω να λέω, όλα όσα ξεχειλίζουν από μέσα μου.
Γράφω για να μην συναντηθώ με την νύχτα εντός μου,
να μην εγγραφώ στην ανωνυμία του φόβου και του περιθωρίου.
Γράφω γιατί φοβάμαι πως θα με αντιληφθούν τα ζωντανά.
Αγριεύω ώρα την ώρα και τα ζώα θα μυρίσουν αμέσως, την αγριότητά μου.
Έτσι γίνεται με τα άγρια.
Σε μυρίζουν και αρχίζουν να σε κυνηγούν.
Φοβάμαι πως, σε μια τέτοια περίπτωση,
θα πρέπει ή να ζευγαρώσω με κάποιο,
ή να σκοτωθώ.
Γράφω για να μην ζευγαρώσω με το λάθος πλάσμα.
Η κατάθεση αυτή συμβαίνει σε στιγμές
που προσπαθώ να αποφύγω το συναίσθημα της ασφυξίας.
Εκείνο που σε διατάζει να σταματήσεις να αναπνέεις και σου επιβάλλει σιωπή ενώ η ψυχή σου ουρλιάζει.
Συντέλειες κόσμων ξυπνούν όταν το παλεύω.
Μάχομαι με την θύμηση,
μάχομαι με την φωνή στα αυτιά μου,
την μυρωδιά στα ρουθούνια μου,
την γεύση στην γλώσσα,