Το Βιβλίο των Δράκων
Νέσμπιτ Ίντιθ / Nesbit E.
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


I. Το Βιβλίο των Θηρίων
ΈΤΥΧΕ ΝΑ ΧΤΊΖΕΙ ένα Παλάτι όταν τα νέα έφτασαν,
και άφησε όλα τα τουβλάκια μες τη μέση του πατώμα-
τος για να τα καθαρίσει η Νταντά του, μα τότε τα νέα
ήταν αρκετά αξιοσημείωτα. Βλέπετε, ακούστηκε ένα
χτύπημα στην εξώπορτα και φωνές που έρχονταν από
τον κάτω όροφο, και ο Λάιονελ σκέφτηκε ότι θα ήταν ο
άντρας που είχε έρθει να ελέγξει το αέριο το οποίο δεν
είχε επιτραπεί να ανάβει από την ημέρα που ο Λάιο-
νελ έφτιαξε μια κούνια δένοντας το σχοινάκι του στον
βραχίονα του αερίου.
Και τότε, εντελώς ξαφνικά, η Νταντά μπήκε μέσα
κι είπε, «Αφέντη Λάιονελ, αγαπητέ, ήρθαν να σας πά-
ρουν για να πάτε να γίνετε Βασιλιάς.»
Έπειτα έσπευσε να του αλλάξει την ποδιά του και
να του πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του και να του
βουρτσίσει τα μαλλιά, και όλη την ώρα που αυτή ασχο-
λούνταν με αυτά, ο Λάιονελ δε σταματούσε να στριφο-
γυρίζει και να κινείται νευρικά και να λέει: «Ω, μη το
κάνεις, Νταντά», και, «Είμαι σίγουρος πως τα αυτιά
μου είναι αρκετά καθαρά», ή «Μην ασχολείσαι με τα
μαλλιά μου, είναι μια χαρά» και, «Φτάνει.»
«Συνεχίζεις… σαν να πηγαίνεις να γίνεις χέλι αντί
για Βασιλιάς», είπε η Νταντά του.
Τη στιγμή που η Νταντά τον άφησε για λίγο, ο Λά-
ιονελ έφυγε βιαστικά χωρίς να περιμένει το καθαρό
μαντήλι του, και στο καθιστικό βρίσκονταν δύο πολύ
σοβαροί κύριοι που φορούσαν κόκκινες ρόμπες με γού-
να, και χρυσές κορώνες που στο κέντρο τους εξείχε βε-
λούδο, όπως συμβαίνει με την κρέμα στις πολύ ακριβές
τάρτες μαρμελάδας.
Υποκλίθηκαν μπροστά στον Λάιονελ και ο σοβαρό-
τερος από τους δυο τους, είπε: «Αφέντη, ο προ-προ-
προ-προ-προπάππους σας, ο Βασιλιάς αυτής της χώ-
ρας, πέθανε και τώρα πρέπει να έρθετε και να γίνετε
Βασιλιάς.»
«Ναι, σας παρακαλώ, κύριε», είπε ο Λάιονελ, «πότε
θα γίνει αυτό;»
«Θα στεφθείτε Βασιλιάς σήμερα το απόγευμα»,
είπε ο σοβαρός κύριος που δεν ήταν όμως τόσο σοβα-
ρός όσο ο άλλος.
«Θα θέλατε να φέρω τη Νταντά μου, ή τι ώρα θα
θέλατε να με φέρουν, και δε θα ήταν καλύτερα να βάλω
το βελούδινο κοστούμι μου με τον δαντελένιο γιακά;»
είπε ο Λάιονελ, που πήγαινε συχνά για τσάι και ήξερε
από αυτά.
«Η Νταντά σας θα έρθει στο Παλάτι αργότερα. Όχι,
μη μπείτε στον κόπο να αλλάξετε το κοστούμι σας, οι
Βασιλικές ρόμπες θα τα καλύψουν όλα.»
Οι σοβαροί κύριοι προχώρησαν μέχρι να φτάσουν
σε μία άμαξα με οκτώ λευκά άλογα, η οποία ήταν
σταματημένη μπροστά στο σπίτι που έμενε ο Λάιο-
νελ. Ήταν το σπίτι με τον αριθμό επτά, στην αριστερή
πλευρά του δρόμου όπως ανεβαίνετε.
Ο Λάιονελ έτρεξε προς το επάνω πάτωμα την τε-
λευταία στιγμή, φίλησε την Νταντά του κι είπε: «Σε
ευχαριστώ που με έπλυνες. Μακάρι να σε είχα αφήσει
να μου πλύνεις και το άλλο μου αυτί. Όχι – δεν έχου-
με χρόνο τώρα. Δώσε μου το μαντήλι. Αντίο, Νταντά.»
«Αντίο, γλυκό μου παπάκι», είπε η Νταντά. «Να
γίνεις ένας καλός μικρός Βασιλιάς τώρα, και να λες
"παρακαλώ" και "ευχαριστώ", και να θυμάσαι να δίνεις
την τούρτα στα μικρά κοριτσάκια και να μην τρως πε-
ρισσότερες από δύο μερίδες όχι μόνο από την τούρτα
αλλά κι από τίποτα άλλο.»
Κι έτσι ο Λάιονελ έφυγε για να πάει να γίνει Βα-
σιλιάς. Ποτέ του δεν περίμενε ότι θα γινόταν Βασι-
λιάς – όχι περισσότερο απ’ ότι κι εσείς – οπότε ήταν
όλα αρκετά πρωτόγνωρα γι’ αυτόν – τόσο πρωτόγνωρα
που δεν τα είχε καν σκεφτεί ποτέ. Και καθώς η άμαξα
περνούσε μέσα από την πόλη, ο Λάιονελ δάγκωνε τη
γλώσσα του για να βεβαιωθεί πως ήταν αληθινή, για-
τί αν η γλώσσα του ήταν αληθινή, αυτό θα αποδείκνυε
πως δεν ονειρευόταν. Μισή ώρα πριν έχτιζε με τουβλά-
κια στο δωμάτιό του, και τώρα – σ’ όλους τους δρό-
μους κυμάτιζαν σημαίες, κάθε παράθυρο ήταν γεμά-
το ανθρώπους που κουνούσαν μαντήλια και πετούσαν
λουλούδια, υπήρχαν στρατιώτες, ντυμένοι στα κόκκινα,
παντού κατά μήκος των πεζοδρομίων και όλες οι κα-
μπάνες όλων των εκκλησιών χτυπούσαν σαν τρελές, και
σαν ένα θαυμάσιο τραγούδι, στη μουσική των κουδου-
νισμάτων τους, ο Λάιονελ άκουσε χιλιάδες ανθρώπους
να φωνάζουν, «Ζήτω ο Λάιονελ! Ζήτω ο μικρός μας
Βασιλιάς!»
Στην αρχή λυπήθηκε λίγο που δεν είχε φορέσει τα
καλά του, μα σύντομα σταμάτησε να το σκέφτεται. Αν
ήταν κορίτσι, πιθανότατα θα τον απασχολούσε όλη την
ώρα.
Καθώς προχωρούσαν οι σοβαροί κύριοι, που ήταν ο
Υπουργός Οικονομικών και ο Πρωθυπουργός, εξήγησαν
τα πράγματα που ο Λάιονελ δεν καταλάβαινε.
«Νόμιζα πως ήμασταν Δημοκρατικό κράτος», είπε
ο Λάιονελ. «Είμαι σίγουρος πως δεν υπήρχε Βασιλιάς
εδώ και κάποιο διάστημα.»
«Κύριε, ο προ-προ-προ-προ-προπάππους σας πέ-
θανε όταν ο παππούς μου ήταν μικρό παιδί», είπε ο
Πρωθυπουργός, «και από τότε οι πιστοί σας υπήκο-
οι αποταμιεύουν χρήματα για να σας αγοράσουν ένα
στέμμα – τόσα την εβδομάδα, ξέρετε, ανάλογα με το
πόσα έχει ο καθένας – έξι πένες την εβδομάδα για αυ-
τούς που παίρνουν πρώτης τάξεως χρήματα και έως
μισή πένα την εβδομάδα γι’ αυτούς που δεν παίρνουν
τόσα πολλά. Ξέρετε, είναι κανόνας ότι το στέμμα πρέ-
πει να το πληρώνει ο λαός.»
«Μα ο προ-προ- ή τέλος πάντων όσα ήταν αυτά τα
«προ»- πάππους μου δεν είχε στέμμα;»
«Ναι, μα το έστειλε να το επικασσιτερώσουν από
ματαιοδοξία, και ζήτησε να αφαιρέσουν όλα τα πετρά-
δια του και τα πούλησε για ν’ αγοράσει βιβλία. Ήταν
παράξενος άνθρωπος, ήταν πραγματικά πολύ καλός
Βασιλιάς, αλλά είχε και τα ελαττώματά του – λάτρευε
τα βιβλία. Λίγο πριν ξεψυχήσει έστειλε το στέμμα να
του το επικασσιτερώσουν- και φυσικά δεν έζησε για να
πληρώσει τον λογαριασμό του λευκοσιδηρουργού που
είχε αναλάβει τη δουλειά.»
Τότε ο Πρωθυπουργός σκούπισε ένα δάκρυ και
ακριβώς εκείνη τη στιγμή η άμαξα σταμάτησε και
έβγαλαν τον Λάιονελ έξω από την άμαξα για να στε-
φθεί Βασιλιάς. Το να στεφθείς Βασιλιάς είναι πολύ πιο
κουραστική δουλειά απ’ ότι θα φανταζόσασταν, και
όταν η στέψη τελείωσε, και ο Λάιονελ είχε φορέσει
τα Βασιλικά ενδύματα για μια, δυο ώρες κι όλοι όσοι
έπρεπε να το κάνουν, είχαν φιλήσει το χέρι του, ένιωθε
αρκετά εξαντλημένος και χάρηκε πολύ που μπήκε στο
παιδικό δωμάτιο του Παλατιού.
Η Νταντά του ήταν εκεί, και το τσάι ήταν έτοιμο:
υπήρχε κέικ με σπόρους, κέικ με δαμάσκηνα, και μαρ-
μελάδα και ζεστό βουτυρωμένο φρυγανισμένο ψωμί
και οι πιο εξαίσιες πορσελάνες με κόκκινα, χρυσά και
γαλάζια λουλούδια πάνω τους, κι αληθινό τσάι, και
τόσα πολλά φλυτζάνια για να μπορέσει κανείς να πιει
όσο ήθελε.
Μετά το τσάι, ο Λάιονελ είπε: «Νομίζω ότι πρέπει
να βρω ένα βιβλίο που να μου αρέσει. Θα μου φέρεις
ένα, Νταντά;»
«Έλα Παναγία μου!», είπε η Νταντά του. «Δεν φα-
ντάζομαι να νομίζετε πως αχρηστεύτηκαν τα πόδια σας
μόνο και μόνο επειδή γίνατε Βασιλιάς, σωστά; Ορίστε,
πηγαίνετε, και πάρτε μόνος σας τα βιβλία σας.»
Έτσι ο Λάιονελ κατέβηκε στη βιβλιοθήκη. Ο Πρω-
θυπουργός κι ο Υπουργός Οικονομικών ήταν εκεί, κι
όταν μπήκε ο Λάιονελ, έκαναν μια βαθιά υπόκλιση κι
άρχισαν να ρωτούν πολύ ευγενικά τον Λάιονελ τι στην
ευχή είχε έρθει να κάνει εκεί τώρα – όταν ο Λάιονελ
φώναξε: «Ω, πόσα πολλά βιβλία! Είναι δικά σας;»
«Δικά σας είναι, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο
Υπουργός Οικονομικών. «Ήταν ιδιοκτησία του αείμνη-
στου Βασιλιά, του προ-προ-…»
«Ναι, ξέρω», τον διέκοψε ο Λάιονελ. «Λοιπόν, θα
τα διαβάσω όλα. Μου αρέσει να διαβάζω. Είμαι πολύ
χαρούμενος που έμαθα να διαβάζω.»
«Αν θα τολμούσα να συμβουλεύσω τη Μεγαλειό-
τητά σας», είπε ο Πρωθυπουργός, «θα σας έλεγα πως
δε θα έπρεπε να διαβάσετε αυτά τα βιβλία. Ο προ-…»
«Ναι;» είπε ο Λάιονελ γρήγορα.
«Ήταν ένας πολύ καλός βασιλιάς – ω, ναι, πραγμα-
τικά ένας πολύ ανώτερος βασιλιάς, με τον τρόπο του,
αλλά ήταν λιγάκι – εεε, παράξενος.»
«Τρελός;» ρώτησε ο Λάιονελ χαρούμενα.
«Όχι, όχι» - και οι δύο κύριοι είχαν πραγματικά
σοκαριστεί. «Όχι τρελός, αλλά αν μπορώ να το θέσω
έτσι, ήταν – εεε- ύπουλος και πονηρός. Και δε θα ήθε-
λα ο μικρός Βασιλιάς μου να έχει την παραμικρή σχέση
με τα βιβλία του.»
Ο Λάιονελ φαινόταν μπερδεμένος.
«Η αλήθεια είναι πως», συνέχισε ο Υπουργός, στρί-
βοντας ανήσυχα την κόκκινη γενειάδα του, «ο προ-…»
«Συνέχισε», είπε ο Λάιονελ.
«- τον έλεγαν μάγο.»
«Αλλά δεν ήταν;»
«Όχι φυσικά – ήταν ένας πολύ άξιος Βασιλιάς ο
προ-…»
«Καταλαβαίνω.»
«Μα δε θα άγγιζα τα βιβλία του.»
«Μόνο αυτό εδώ», φώναξε ο Λάιονελ, ακουμπώ-
ντας τα χέρια του στο εξώφυλλο ενός μεγάλου καφέ
βιβλίου που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Είχε χρυσά
μοτίβα πάνω στο καφέ δέρμα, και χρυσά κουμπώμα-
τα με καλλαΐτες και ρουμπίνια στις γωνίες τους, και
χρυσές γωνίες για να μη φθείρεται πολύ γρήγορα το
δέρμα.
«Πρέπει να το δω αυτό», είπε ο Λάιονελ, γιατί στο
πίσω μέρος του βιβλίου διάβασε αυτό που ήταν γραμ-
μένο με μεγάλα γράμματα: Το Βιβλίο των Θηρίων.
Ο Υπουργός είπε, «Μην είστε ανόητος, μικρέ μου
Βασιλιά.»
Μα ο Βασιλιάς είχε ήδη ξεκουμπώσει τα χρυ-
σά κουμπώματα, και άνοιξε την πρώτη σελίδα κι εκεί
υπήρχε μια όμορφη Πεταλούδα, κόκκινη και καφέ, και
κίτρινη και γαλάζια, τόσο όμορφα ζωγραφισμένη που
έμοιαζε σαν να ήταν αληθινή.