Εισαγωγή
Η μεσοπολεμική εργογραφία του Κοσμά Πολίτη συνιστά μεν
μία αρκούντως χαρτογραφημένη, μέχρι στιγμής, λογοτεχνική
περιοχή της νεότερης ελληνικής φιλολογίας, παραμένει όμως
ανοικτή μία ερευνητική κατεύθυνση με αναθεωρητικό, ανα-
στοχαστικό χαρακτήρα, η οποία χρήζει συστηματικότερης και
μεθοδικότερης επισκόπησης. Η κατεύθυνση αυτή μπορεί να
εκτιμηθεί ως ζητούμενο της φιλολογικής έρευνας και αφορά τη
βιωματική και διανοητική πρόσληψη του τεράστιου όγκου της
μυθολογικής και φιλοσοφικής παράδοσης της αρχαιότητας από
έναν νεοέλληνα συγγραφέα με μοντερνιστική αισθητική και
καλλιτεχνική αντίληψη.
Η παρούσα μελέτη εκκινείται από θεωρητικές αφετηρίες,
με τον ορισμό της αρχετυπικής έννοιας του μύθου. Ο μύθος
είναι ένα καθολικό πνευματικό φαινόμενο, αφομοιωμένο από
τη συλλογική συνείδηση, που υπόκειται σε διαρκή ανασχημα-
τισμό. Κατά συνέπεια, οι μυθικές επινοήσεις δεν είναι απαρχαι-
ωμένα ντοκουμέντα, αλλά διαχρονικά διανοητικά σχήματα, η
επωφελής λειτουργία των οποίων δεν αδρανοποιείται, εφόσον
παρουσιάζουν μεγάλη προσαρμοστικότητα σε οιαδήποτε ιστο-
ρική συνθήκη. Επειδή οι μύθοι είναι καταξιωμένες προφορικές
διηγήσεις, αποταμιευμένες στο απώτερο παρελθόν, είναι εξαι-
ρετικά ενδιαφέρον να αποκρυσταλλωθεί ο βαθμός της συμπλο-
κής των μύθων με τα σύγχρονα συστήματα θεωρητικής σκέψης
και πνευματικής έκφρασης. Επιπλέον, οι μύθοι, φορτισμένοι με
διδακτικές σημειολογίες και ψυχολογικές σημασίες, παρέχουν
αξιόπιστες αναλύσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εκλαμ-
βάνονται αενάως ως παραδειγματικά μοντέλα, βάσει των οποί-
ων αξιολογούνται οι πράξεις των ανθρώπων σε εκάστη εποχή.
Επίσης, οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, παρά την τελετουργική
τους φύση και παρά το ότι σηματοδοτούν το αντιστάθμισμα του
ορθού λόγου, υπηρετούν τον έλλογο φιλοσοφικό κώδικα, σε ένα
πρώιμο στάδιο, αφού φέρουν εντός τους τον “σπόρο” της γνώ-
σης εκείνης, που θα επωαστεί στη συνέχεια από τη φιλοσοφία
και θα αναδειχθεί σε αντικείμενό της. Είναι ευρέως παραδεκτό
ότι οι μύθοι εμπερικλείουν μεγάλες αλήθειες για τον άνθρωπο
και τον κόσμο, καλυμμένες από το “πέπλο” της συνδηλωτικής
γλώσσας. Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στους μύθους, οι
οποίοι καθίστανται δεκτικοί ποικίλων εννοιολογήσεων, είναι
πανάρχαια και “γεννήθηκαν” σε εποχές που ο άνθρωπος δεν
είχε αναπτύξει ακόμη τη λογική.
Ας μην παρακάμπτουμε, όμως, και το γεγονός ότι οι μύθοι
στην αρχαιότητα είναι συγχρόνως μυθικές αφηγήσεις και λο-
γοτεχνικά έργα, διότι το μυθολογικό υλικό ενδημεί στην επική
ποίηση, αλλά και συγκροτεί την πλοκή τού, παγκοσμίας εμβέ-
λειας, αρχαίου δράματος. Εν πολλοίς, οι μύθοι αποτελούν δια-
νοητικά πεδία, όπου λαμβάνει χώρα μία συμβολική διαδικασία
παραγωγής νοήματος για το σύνολο της κοινωνίας.
Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η λογοτεχνική φυσιογνωμία
της γενιάς του ’30, η εγκόλπωση του, σχεδόν μεσήλικα τότε,
Κοσμά Πολίτη σε αυτήν και η μοντερνιστική τάση της ελληνι-
κότητας, που συνάπτεται με τη γενιά, ως μέσο συνδιαλλαγής
και σύζευξης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και των σύγ-
χρονων δυτικοευρωπαϊκών επιρροών. Παράλληλα, διενεργείται
μία συνοπτική χωροχρονική ανασκόπηση της νεωτεριστικής
συγγραφικής τεχνικής της μυθικής μεθόδου, που ακολουθούν
οι λογοτέχνες της γενιάς, καθώς και παράθεση των συγκλίσεων
και των αποκλίσεων των σπουδαιότερων Ευρωπαίων και Ελ-
λήνων εκπροσώπων της μεθόδου αυτής. Γίνεται, δε, ιδιαίτερη
μνεία της ποιητικής συλλογής Μυθιστόρημα (1935) του Γιώργου
Σεφέρη, με την οποία ο ποιητής, υπό το κράτος της ελιοτικής
επίδρασης, εισάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη μυθική μέ-
θοδο, αναπαράγοντας, σε μορφολογικό και θεματολογικό επί-
πεδο, το έπος της Οδύσσειας.
Ακολούθως, αναδεικνύεται η ιστορική ένταξη των τριών
πρώτων μυθιστορημάτων του Κοσμά Πολίτη στο “όχημα” της
μεσοπολεμικής κοινωνίας, η οποία, σε πρώτη φάση, χειμάζεται
από τη Μικρασιατική Καταστροφή και, σε δεύτερη φάση, κλυ-
δωνίζεται από τον ψυχρό, δικτατορικό “άνεμο” του καθεστώτος
του Ιωάννη Μεταξά.
Στο τέλος του πρώτου μέρους υλοποιείται ο εντοπισμός
και η ερμηνεία αντιπροσωπευτικών περιπτώσεων παραλλαγής
διαδεδομένων, προαιώνιων μυθικών ιστοριών στο Λεμονοδάσος
και στην Εκάτη. Επιπρόσθετα, προτάσσεται ο ισχυρισμός ότι η
ηρωική εποποιΐα της Ιλιάδας λειτουργεί ως μέσο παρώδησης
του ερωτικού “ηρωισμού” των εφήβων της Eroica από τον Κ.
Πολίτη, ο οποίος, με αυτόν τον τρόπο, αποσκοπεί, πιθανώς, στη
στηλίτευση των “ηρωικών” εθνικών εξάρσεων της μεταξικής
νεολαίας.
Στο επόμενο συγγραφικό στάδιο σκιαγραφούνται οι κομ-
βικοί γυναικείοι χαρακτήρες των υπό εξέταση μυθιστορημάτων,
δηλαδή η Βίργκω, η Λήδα, η Έρση και η Μόνικα, με άξονα τους
τέσσερις τύπους θηλυκότητας που έχει ορίσει ο Αλαίν Μπα-
ντιού, ήτοι την Οικόσιτη, τη Γόησσα, την Ερωτευμένη και την
Αγία. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην προβολή ορισμένων αρ-
χαίων μυθικών θηλυκών μορφών, όπως είναι η Άρτεμη, η Σφίγ-
γα, οι Σειρήνες, η Μέδουσα, η Λήδα, η Ωραία Ελένη, η Έρση,
οι Δαναΐδες, πάνω στις ιδανικές και συμβολοποιημένες ηρωίδες
του Κ. Πολίτη, οι οποίες ανάγονται σε αποσπασματικά αντικεί-
μενα της υποκειμενικής θέασης και της μνημονικής ανάκλησης
των αντρών. Συν τοις άλλοις, πραγματοποιείται σύγκριση των
πρωταγωνιστών του Λεμονοδάσους, Παύλου και Βίργκως, με
μυθικά ζεύγη, όπως ο Απόλλων και η Άρτεμη, ο Οιδίπους και
η Σφίγγα, ο Περσέας και η Μέδουσα, έχοντας ληφθεί υπόψη το
πολυδαίδαλο δίκτυο σημασιών των μυθικών συμβολισμών στη
λογοτεχνική αφήγηση του 20ού αιώνα, καθώς και η συμβολική
εξίσωση της Μητέρας, της Παρθένας και της Πόρνης.
Πρόθεσή μας, ακόμη, είναι, μελετώντας ως νεωτερικό πα-
ράλληλο τη Βίργκω του Λεμονοδάσους, να ιχνηλατήσουμε τη
σχέση της Γυναίκας, από αρχαιοτάτων χρόνων, με τους φυσι-
κούς χώρους και τη Μητέρα Γη, στηριζόμενοι σε διαφωτιστικές
ψυχαναλυτικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις, ιδίως του Πυθα-
γόρα, του Γιουνγκ και του Συρέ.
Κατόπιν, επικεντρωνόμαστε στην αναπαράσταση της, πα-
ραγκωνισμένης από την ερμηνευτική της λογοτεχνίας, σεληνι-
ακής θεάς Εκάτης, γύρω από την οποία δεν διαπλέκεται ένας
συγκροτημένος αρχαίος μύθος, αλλά και στους ισχυρούς αρ-
μούς σύνδεσής της με την τελετουργική μαγεία. Επιπλέον, δι-
ερευνούμε την ελάχιστα μελετημένη μυθική ταυτότητα της
Βαυβούς, αφ’ ενός ως μιας μορφής που παρέχει παραμυθία στον
θρήνο της θεάς Δήμητρας για τον χαμό της κόρης της, Περσε-
φόνης, και αφ’ ετέρου ως ενός τερατώδους μέλους της αλλόκο-
της και αποκρουστικής συνοδείας της θεάς Εκάτης. Η Βαυβώ
μνημονεύεται στην Εκάτη υπό τη μορφή μίας γηραιάς μοιρολο-
γίστρας, η οποία είχε επίσης παρηγορητικό ρόλο για τους συγ-
γενείς των νεκρών συμπολιτών της στην Πάρο. Η τριπλή όψη
της πολυσχιδούς, αντιφατικής και μυστηριώδους χθόνιας θεάς
Εκάτης αντικατοπτρίζεται στις τρεις αινιγματικές γυναικείες φι-
γούρες του ομώνυμου μυθιστορήματος, την Αθηνά, τη Λεία και
την Έρση.
Συνεχίζουμε με τη θεώρηση του αρχαίου μύθου της αυτό-
χειρος Έρσης, της κόρης του βασιλιά των Αθηνών, Κέκροπα, ως
δομικό συστατικό της Εκάτης, διακρίνοντας τις κατασκευαστι-
κές αναλογίες της μυθικής Έρσης με τη συνονόματή της μυθι-
στορηματική ηρωίδα, η οποία ωσαύτως αυτοκτόνησε, λόγω της
αποκάλυψης ενός σημαντικού μυστικού.
Εξίσου αναγκαία κρίνεται η απόπειρα μιας πρωτότυπης
θεώρησης του ατελέσφορου έρωτα του Παύλου και της Έρσης,
στην Εκάτη, υπό το φως της άδοξης ερωτικής σχέσης του διάση-
μου μεσοπολεμικού ποιητικού ζεύγους Καρυωτάκη – Πολυδού-
ρη. Ως κοινός παρονομαστής και των δύο ζευγαριών λογίζεται
η ιδιότυπη ομοιότητά τους, σε συμβολικό/υπερβατικό επίπεδο,
με τους μυθικούς ήρωες Ορφέα και Ευρυδίκη.
Στο τρίτο και τελευταίο σκέλος του παρόντος πονήματος
θα μας απασχολήσει η στροφή του Πολίτη από τον μύθο σε υψη-
λότερες και πιο εξελιγμένες βαθμίδες της αρχαίας πνευματικής
δημιουργίας, καθώς έχει επηρεαστεί τόσο από τους προηγού-
μενους από τη γενιά του ’30 ομότεχνούς του, από τους οποίους
δεν απέχει πολύ ηλικιακά, όσο και από την κοινωνικοπολιτική
κατάσταση της εποχής, κατά την οποία συνθέτει τα τρία εξετα-
ζόμενα μεσοπολεμικά μυθιστορήματά του.
Κατ’ αρχάς, σχολιάζονται χωρία των Ικέτιδων του Αισχύλου
και της Ηλέκτρας του Ευριπίδη στο Λεμονοδάσος και στην Εκά-
τη, αντίστοιχα, εξ ων πιστοποιείται η κληροδότηση του μυθικού
μητρώου στην τραγωδία. Επί παραδείγματι, τόσο στις Ικέτιδες
όσο και στο Λεμονοδάσος εμπεριέχεται ο μύθος των Δαναΐδων,
ο οποίος ανατέμνεται μέσα από ένα διεισδυτικό ψυχολογικό
φίλτρο, σχετικά με την άλλοτε ανασφαλή, άλλοτε απαξιωτική
και άλλοτε επιφυλακτική στάση των γυναικών απέναντι στους
άντρες, και στα δύο έργα. Συγκεκριμένα, παρατίθεται ένας δι-
ακειμενικός συσχετισμός της Καίτης με τις ικέτιδες Δαναΐδες,
της Βίργκως με τις Θεραπαινίδες, της Έρσης με την Ηλέκτρα και
του Καλάνη με τον Ορέστη.
Εν συνεχεία, με έναυσμα τον μύθο του Ιάσονα και του Χρυ-
σόμαλλου Δέρατος που αναφέρεται στο Λεμονοδάσος, επιχει-
ρείται η ερμηνευτική προέκταση του μύθου αυτού της Αργοναυ-
τικής εκστρατείας στη θεωρία των αλχημιστών. Οι αλχημιστές
αποσκοπούν στη δημιουργία της Φιλοσοφικής Λίθου, η οποία
θα προετοιμάσει το πολυπόθητο ελιξίριο της αθανασίας και θα
μετατρέψει τα αγενή μέταλλα σε χρυσό ή ασήμι. Στην Εκάτη
μπορούμε να παρατηρήσουμε επί του πρακτέου την απόπειρα
του ιδιόρρυθμου γερο-αλχημιστή Βενιέρη, να επιτύχει τον τε-
λικό υπέρτατο στόχο της αποκρυφιστικής αλχημικής τέχνης,
δηλαδή την παραγωγή χρυσού. Το Μεγάλο Έργο της Αλχημεί-
ας τείνει στο Τέλεσμα, δηλαδή στην περαίωση της πνευματικής
φώτισης και στη συμφιλίωση των αντίρροπων μεγεθών, όπως
είναι ο Ήλιος–αρσενικό–χρυσάφι και η Σελήνη–θηλυκό–ασήμι,
που εγγυάται τη συμπαντική αρμονία.
Επιπρόσθετα, εντοπίζεται η ενσωμάτωση στοιχείων της
πυθαγόρειας θεωρίας στη μυθιστορηματική αφήγηση του Λε-
μονοδάσους, καθώς εικάζεται ότι ο Πολίτης ήταν γνώστης της
φιλοσοφικής σημειολογίας του Πυθαγόρα. Παράλληλα, επι-
σημαίνονται αποχρώσεις του φιλοσοφικού δόγματος του Γνω-
στικισμού στον μυθοπλαστικό ορίζοντα του Λεμονοδάσους, με
αναφορά σε συγκεκριμένες σκηνές όπου υφέρπει. Επιδίωξή μας,
μεταξύ άλλων, είναι να διαφανεί ο διαλογικός/συμποσιακός και
φιλοσοφικός χαρακτήρας της Εκάτης, ως της εξελιγμένης νεο-
ελληνικής εκδοχής του έργου του Πλάτωνος Συμπόσιον ? Περ?
?ρωτος ?θικός.