Τ’ αγαπούσα τα ταξιδάκια από τα νιάτα μου. Έμπαινα στη βάρκα, έπαιρνα μαζί μου τα παραγάδια και τις αποτονιές, κι αν ήθελα να ψαρέψω, ψάρευα. Α δεν είχα όρεξη για ψάρεμα, και φυσούσε κι αγέρι, έστηνα την αντένα, άνοιγα το πανί, τραβούσα κατά το πέλαγο, άραζα όπου μ’ έφερνε η τύχη στην αντικρινή την ακρογιαλιά, κ’ έβγαινα έξω να δω τίποτις καινούριο. Μια μέρα ο μπάτης μ’ έβγαλε στο Νεροχώρι. Πού είναι αυτό το Νεροχώρι, θα το μάθετε σαν πάτε να δήτε το Χλωρονήσι.
Σα βγήκα στη σκάλα, είπα, ας πάω ν’ ανάψω κ’ ένα κερί στον Άη Νικόλα, του χωριού τον Άγιο. Πηγαίνοντας τον ανήφορο, τι να δω! Ένα λείψανο! Τό ’βγαζαν απ’ ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού, και το κουβαλούσανε στην εκκλησιά. Κακό σημάδι, είπα. Δόξα νά ’χη ο Θεός, είτανε γριάς λείψανο. Μισοσήκωναν και τον κακόμοιρο το γέρο της από πίσω, γιατί δεν μπορούσε πια να περπατήση κι αυτός. Ακολουθούσαν και μερικές άλλες γριές, και δυο τρεις άντρες. Έσμιξα μαζί τους και γω.
Μπήκαμε στην εκκλησιά. Όμορφη διασκέδαση, έλεγα μέσα μου. Νά ’βγης για σεριάνι και να καταντήσης σε λείψανο! Και να γυρεύης να κοιμηθής ύστερα κι όλο να το βλέπης μπροστά σου!
Άλλη εκκλησιά το χωριό δεν είχε από τον Αη Νικόλα. Είτανε μικρή, χαμηλή και θεοσκότεινη εκκλησιά. Πρέπει να είταν ως εκατό χρονώ χτίριο. Μήτε κολόννες μέσα, μήτε τρούλλος από πάνω. Σκεπασμένη κι αυτή με δώμα, καθώς τα σπίτια. Λίγα παραθυράκια, και στρωμένη με χώμα μοναχό. Τα καφάσια
του γυναικωνίτη πυκνά πυκνά και κατάμαυρα, καθώς και τα στασίδια. Το τέμπλο όμως, καρυδόξυλο κολοδουλεμένο, ανέβαινε ως κοντά στη στέγη. Εκεί έβλεπες το βιος. Το κόνισμα του Άη Νικόλα είχε μεγαλήτερο μερίδιο κι από την Παναγιά. Η καντήλα του είταν ένας θεόρατος βώλος ασήμι. Τα στεφάνια και τ’ άλλα στολίδια του αμέτρητα. Τι καΐκια μαλαματοκαπνισμένα, τι χρυσές άγκουρες! Άλλο παρά το πρόσωπό του δεν έβλεπες από τ’ ασήμι κι από το μάλαμα.
Ως που να ρίξω μερικές ματιές γύρω μου, βάλανε στη μέση το λείψανο. Παύουνε μια στιγμή οι ψαλμωδίες, και δεν άκουγες παρά το μικρό τρίξιμο των λαμπάδων και των κεριών. Κρύα στιγμή. Σαν άρχισε ο παππάς την ακολουθία του, γύρισα να δω και το γέρο. Παράξενος γέρος. Έτρεμε χεροπόδαρος, και τονε βαστούσανε σα να είτανε σηκωμένος από βαριά αρρώστια. Κίτρινος, αψηλός, όσο κι αν έσκυβε, φρύδια μεγάλα που έπεφταν απάνω στα μάτια του, χείλη ολότρεμα, κάτασπρα μαλλιά και μουστάκια, –όμορφος γέρος, μα και τι χάλι!
Σε μισή ώρα βγήκαμε στο κοιμητήριο, στο πλάγι της εκκλησιάς. Ακόμα μερικές στιγμές, κ’ έπεφταν οι πρώτες φτυαριές μες στο λάκκο. Εδώ ο γέρος δεν μπόρεσε να βαστάξη. Έγυρε απάνω στα χόρτα, μουρμούριξε κάτι, και πια δεν ξαναμίλησε. Του χύνουνε νερά, τον ανασηκώνουν, τίποτις. Τονε φέρνουνε στο κελλί του παππά. Εκεί μισανοίγει τα μάτια του, ρίχτει μια ματιά στην εικόνα του Άη Νικόλα, και μένει ολόξερος. Πέθανε ο γέρος.
Βγήκα έξω, τι να κάμω! Ξεκίνησα κατά τη σκάλα. Πρι να κατεβώ, τό ’ξεραν όλοι πως πέθανε ο γερο-Μαρίνος Κοντάρας, από το κακό του, που έχασε την αγαπημένη του τη Λεμονή.
Παίρνω ένα σκαμνί και καθίζω κοντά στο γιαλό. Και κει που έπινα το ναργκελέ μου έρχεται ο Καπετάν Θανάσης και με καλωσορίζει. Συχνά ήρχουνταν αντικρύ και
μας έφερνε ψάρια, και τονε γνώριζα. Τον κερνώ μια μαστίχα, γλυκάθηκε, και καλοκάθισε. Τό ’ξερα πως ένα ποτήρι για τ’ αυτόνα δεν είταν τίποτις, του παρήγγειλα κι άλλο, και τότες αρχίσανε να μιλούν οι πιωμένες μαστίχες, για να ’ρθουν κι άλλες.