Ιστορίες Αναμνήσεων Saga
Καμπουρόπουλος Γιάννης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Διαπλανητικό Στάδιο Σήλια Μέκαραλ, Αράσεα, 25 χρόνοι πρίν.
Ρυθμικό χειροκρότημα, αλαλαγμοί φιλάθλων· πεντακόσιες χιλιάδες κόσμου σε ένα στάδιο θεόρατο, θεατές των Διαπλανητικών Αγώνων, της μεγαλύτερης γιορτής του Συστήματος μετά τη γιορτή του Φέστιφ Σοράατ , της κορυφαίας 1 γιορτής του Αθλητισμού ή και της μόνης ουσιαστικής αθλητικής αναμέτρησης με πανσυστημική διάδοση και αίγλη. Ένα απροσδιόριστο και αδιαπέραστο ηχητικό σκέπασμα· σε αυτό μετατρέπονταν οι ανακατεμένοι ήχοι, όπως περνούσαν από τα δομικά υλικά των αθλητικών βοηθητικών εγκαταστάσεων, όπου βρίσκονταν τα αποδυτήρια των αθλητικών Εφορειών των Φατριών. Μια σχετική κίνηση ενεργητικής προετοιμασίας φιλοξενούνταν σε εκείνα της Εφορείας των Κρελτ, των Άμεθ, των Κορχ, των Άλεβ και των Αράς. Οι Εφορείες των Κρελτ και των Αράς βρίσκονταν στη νότια πτέρυγα, των Άμεθ στη βορεινή και των
Κορχ και των Άλεβ στη δυτική.
Οι διάδρομοι είχαν αδειάσει από κόσμο, αφού έπρεπε να προετοιμαστούν οι αθλητές που θα λάμβαναν θέσεις στον τελικό του Αγώνα Δρόμου Ταχύτητας-Αντοχής- Εμποδίων. Κι ήταν γεμάτοι από αυτόν τον αντίλαλο που δονούσε ακόμη και τα κόκκαλα. Στα αποδυτήρια της αρασιανής ομάδας, από τις ανοιχτές πόρτες των άλλων θαλάμων, έβγαινε μια αχνιστή υγρασία, ζεστή, που κολλούσε στο δέρμα, κι ένα διακριτικό άρωμα απολυμαντικών χώρου και σώματος. Ένας μονάχα θάλαμος είχε κλειστή την πόρτα, απ’ έξω η ολοστατική επιγραφή επεσήμανε: "Θάλαμος Προετοιμασίας Εφ. Αράς 98001-9 ΟΥΛ ΦΕΡΙΑ" - και στα αρασιανά "Σ|εμάγυα Οάρμς Αλό|νς Αρασσί 98001-9 Ουλ Φέρια".
Ένας όμορφος νεαρός αθλητής, ασπρομάλλης, ευρύστερνος και με πόδια δυνατά και μυώδη, καθόταν ήρεμος, με κλειστά τα μάτια, αφημένος να ακούει κάποιον
τηλεπαρουσιαστή που μετέδιδε τα στιγμιότυπα του αγώνα γυναικών, μέσα από μια ολογραφική οθόνη. Δίπλα της, μια άλλη απεικόνιζε σε πραγματικό χρόνο βαθμούς, συμμετοχές και επιδόσεις, στατιστικά στοιχεία και αναπροέβαλλε τα πρόσωπα των αθλητών που, σε λίγο, θα λάμβαναν θέσεις στα πέλματα εκκίνησης, όπως κι ο ίδιος.

1 Είναι η γιορτή της "Αδερφοσύνης των Λαών".
Έπαιρνε βαθιές ανάσες κι άνοιγε τα μάτια του για να ξαναδεί τις οθόνες και τα ξανάκλεινε. Πού και πού, μύριζε και την ευωδιά της πετσέτας του, όπως ήταν τυλιγμένη γύρω από το λαιμό του, μοιάζοντας πιο πολύ σαν μέσα σε νιρβάνα στοχασμού, παρά σε αποδυτήρια πριν τον αγώνα. Φορούσε την αθλητική περιβολή των Αράς, το λευκό γυαλιστερό χρώμα με το ανοικτό κίτρινο απαστράπτον, σε ένα εξαιρετικής ποιότητας και αντοχής ύφασμα με το έμβλημα της Φατρίας των Αράς, τον Κρύσταλλο, το Ουράνιο Τόξο και το Αστέρι του Εύκρατου.
Η πόρτα απασφάλισε, άνοιξε και μπήκε μέσα ένας μεσήλικας Αρασιανός, φορώντας τη στολή του βοηθού προπονητή. Η φούρια του δεν ενόχλησε τον αθλητή. «Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε ζωηρά. Ο νεαρός χαμογέλασε πάντοτε ήρεμος και τον κοίταξε σα να ήταν μαθητούδι.
«Με τον Μότκιε και τον Μπίες θα συναγωνιστώ;»
«Δε βλέπεις τόση χρονώρα; Ναι. Προκρίθηκε κι ο Ζάρχοτσε των Κορχ, αλλά είναι τραυματισμένος. Το πόδι του καταπονήθηκε, ήταν με μηχάνημα εχθές. Καλά μας ήρθε!» γέλασε θριαμβευτικά ο βοηθός. Μα ο αθλητής δε συμμερίστηκε τη χαρά του. Σκεφτικός, αναλογιζόταν το ποιόν των αντιπάλων που θα είχε να αντιμετωπίσει. Ο βοηθός πήγε σε μια χειραποσκευή μεταλλική, την άνοιξε κι έβγαλε από μέσα δύο επεμβατικούς σαρωτές, ο ένας για διαθερμική προετοιμασία, ο άλλος για επούλωση.
Τον πλησίασε με ολοφώτεινο, αισιόδοξο πρόσωπο.
«Έφτασες στον τελικό, Ουλ. Μας έκανες όλους περήφανους. Όλη η Φατρία είναι
μαζί σου!»
Αντί όμως να συντονιστεί με την επαινετική δήλωση, όπως συνήθως έκαναν -και πιο φανατικά σίγουρα- οι αθλητές πριν τον αγώνα, ο νεαρός αυτός παρέμενε τόσο αντιφατικά γαλήνιος και τόσο στωικός, σαν φιλόσοφος.
«Χαίρομαι.»
Για να προσπεράσει την αμηχανία της στιγμής, ο βοηθός έκανε πως θυμήθηκε πως ξέχασε κάτι, και πήρε μέσα από τη βαλίτσα του μια μικροσυσκευή με αναρτώμενο φυαλίδιο, αφήνοντας για λίγο στην άκρη τους σαρωτές.
Τον πλησίασε, πάτησε ένα κουμπάκι κι έπεσε μια πνοή υγρού αέρα στα χέρια του. Ύστερα τα έτριψε δυνατά, τα χτύπησε να φλογίσουν, κι έπιασε τους μηρούς του αθλητή ελέγχοντας τον όγκο τους, αν είναι πιασμένοι οι μύες. Με γρήγορες κινήσεις, έμπειρες, άρχισε να τους τρίβει δυνατά, να ζεσταθούν· κοιτούσε και τον αθλητή, όπως παρέμενε σκεφτικός, και δεν τον άφησε σε ησυχία.
«Πρώτα αυτό και μετά η διαθερμική σάρωση. Σαν καλό παιδί, ναι; Ο προπονητής
σου ρωτάει, αν ήπιες το τονωτικό σου. Ελπίζω να μην το ξέχασες. Το ήπιες;»
«Μην ανησυχείς, έκανα όπως έπρεπε.» απάντησε το ίδιο εκνευριστικά ήσυχα ο
νεαρός.
«Έδωσες το δείγμα αίματος στα ανδροειδή Ελέγχου;» ξαναρώτησε πιο επίμονα,
επίτηδες, ο βοηθός.
«Πριν από λίγο.»
Τώρα άρχισε να τρίβει τους γλουτούς και του μύες του αθλητή, κοκκίνησε το
πρόσωπό του από την προσπάθεια, ο νεαρός όμως φαινόταν να μην δίνει σημασία.
«Ρας, τι θα γίνει μετά;» ρώτησε με έναν παράξενο τόνο στη φωνή.
Ο βοηθός σταμάτησε και πήρε ένα πολύ "μάχιμο" ύφος.
«Θα γίνεις Πλανητονίκης.»
«Και μετά;»
«Τι "και μετά";»
Χωρίς να του δώσει απάντηση, ο βοηθός συνέχισε την προβλεπόμενη προετοιμασία του αθλητή. Τυπική αντίδραση· στους είκοσι χρόνους που υπηρετούσε τον αρασιανό αθλητισμό, είχε συναντήσει πολλές φορές την ίδια αμηχανία, πριν από μεγάλες αναμετρήσεις. Μπορούσε να είναι πιο ήσυχος - μάλιστα του έκανε εντύπωση η όλη στάση του: τέτοια φιλοσοφική αντιμετώπιση πρώτη φορά έβλεπε. Άλλοι, κυρίως οι πιο παλιοί, έφταναν μέχρι και να βρίζουν με τις χειρότερες βρισιές, κάποιοι περιέγραφαν κι ύστερα υπόσχονταν να "ξεσκίσουν το μουνί" της γυναίκας ή της ερωμένης τους αφού
νικούσαν, άλλοι ήταν ευέξαπτοι και τσακώνονταν με όλους. Πληθώρα εγωκεντρικών συμπεριφορών, κι άλλα τόσα μετά το αποτέλεσμα. Φωνές, ξεσπάσματα, ταπείνωση ή μέθη της νίκης, και μετά χρήματα, δόξα ή η κατάχρηση κι ύστερα η αφάνεια. Τι είχε δει κι αυτός…
Για λίγο δεν μίλησε κανείς, ακουγόταν μονάχα ο βόμβος του κόσμου κι ένας θόρυβος σαν χαρτί που σέρνεται σε δέρμα, απ’ το τρίψιμο του κορμιού του αθλητή. Κι αυτός, αφημένος σε μια βαθιά ονειροπόληση, κοιτούσε την ολογραφική οθόνη, χωρίς να βλέπει.
«Ο Μότκιε αυτός, είναι καλός. Σπίθας και τσαμπουκάς. Να τον προσέχεις. Θυμήσου την τακτική του.» ξανάπε ο βοηθός Ρας.
Σταμάτησε λίγο να ανασάνει, η δουλειά αυτή ήταν πολύ επίπονη για το μυικό
σύστημα.
«Α, ναι. Ο Μότκιε.»
Στην χαρακτηριστικά αργόσυρτη απάντησή του, σα να ήταν τοξικομανής σε κάμψη, ο βοηθός τού απέσπασε την προσοχή κι έφερε το δάκτυλο μπροστά στο πρόσωπό του.
«Μην τον αφήσεις να σε πλησιάσει. Οι τελευταίες κλιτύες είναι 2 επικίνδυνες. Τον
είδες πώς πετάχτηκε μπροστά από τον Αλέβιο τον Μπάαριε, στα ημιτελικά του Ομίλου
τους.»
Καμία αντίδραση, παρά μονάχα ένα αργό, πολύ αργό στρέψιμο των ματιών του.
Ξεφύσηξε με πείσμα, τούτος ’δώ ήταν αγύριστο κεφάλι. Αποφάσισε να τον πάρει με
το μαλακό.
2 Ειδικές επιφάνειες διαδρομών με μεταβαλλόμενη κλίση.
8
«Τώρα πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος. Είναι η πιο μεγάλη σου στιγμή.» τόνισε με
ένα εντελώς πατρικό ύφος.
Ξαφνικά, σα να βγήκε από την ομίχλη του, ο νεαρός ίσιωσε το κορμί του και
σπινθήρισε το μάτι του.
«Το ξέρω. Μην ανησυχείς, Ρας. Όλη μου τη ζωή προπονούμαι για τούτη εδώ τη
μέρα. Δεν θα το αφήσω, σου το υπόσχομαι.»
«Επί τέλους!» σκέφτηκε ο βοηθός και χαμογέλασε πανευτυχής, στο βάθος ίσως και λίγο κομπάζοντας, επειδή "η πείρα του πάντα δικαιώνεται". Τον τσίμπησε κιόλας πειραχτικά στα πλευρά.
«Το νού σου κακομοίρη· μην ξεχαστείς και χαλαρώσεις αναπνοή στη συντήρηση, σε σκότωσα, συνεννοηθήκαμε;»
«Όλα καλά, Ρας. Το έχω.»
«Εύγε!» - και συνέχισε το τρίψιμο.
Θά ’χαν περάσει κάπου δέκα ή είκοσι χρονοτίκς -κανείς 3 δεν κοιτούσε το
χρονόμετρο- όταν ακαθόριστες φωνές ακούστηκαν από το διάδρομο, σαν κάποιοι να αντιδικούσαν, μια ανδρική ζωηρή φωνή κάτι έλεγε, κάποιοι άλλοι αμύνονταν. Στρίγγλισε κοφτά στο πάτωμα μια σόλα παπουτσιού, βήματα, παραινέσεις, κάποιος περπατούσε γρήγορα, μάλλον ξυπόλητος.
Μεμιάς η πόρτα άνοιξε απότομα κι ένας μικρόσωμος Κρέλτιος νεαρός με κοντά
σκούρα γένια, κοντό καστανό μαλλί στρατιωτικά κουρεμένο και μια περίτεχνη
δερματοστιξία των κρέλτιων καταδρομών στον αριστερό βραχίονα και το στήθος, μπήκε με περισσή αυθάδεια μέσα στο χώρο αποδυτηρίου, εντελώς γυμνός, με εξαιρετικά γυμνασμένο, στεγνό και νευρώδες σώμα - θαρρείς πιο πολύ μιλούσε μ’ αυτό, παρά με το λόγο. Σε κάθε του κίνηση άφηνε να πάλλονται επίτηδες κι οι μύες του στήθους του. Πίσω του, θορυβημένοι εντελώς, ιδρωμένοι και καταντροπιασμένοι, τον ακολούθησαν δυο-τρείς βοηθοί της κρέλτιας αποστολής, καθώς και ένας με αθλητική στολή και στρατιωτικά διακριτικά, ο οποίος δάγκωνε νευρικά τα χείλια του από την κρυάδα πού’χαν φάει.
«Αχά! Εδώ είσαι, λοιπόν…»
«Υπολοχαγέ Μότκιε! Για όνομα των θεών, ελάτε-»
Οι δύο ξαφνιασμένοι Αρασιανοί κοιτούσαν ανήμποροι να καταλάβουν τι ακριβώς
συνέβαινε. Απτόητος ο άλλος, στράφηκε με απόλυτη υπεροψία ο μισός προς τη μεριά των ακολούθων του, τείνοντάς τους το δάχτυλό του σε μια θεόσταλτη τιμωρία.
«Σκασμός εσείς οι παρίες!» φώναξε κοφτά, τρομερά.
Αγνοώντας εντελώς τους έντρομους συμπατριώτες του, τούτος ο αλλόκοτος
Κρέλτιος στάθηκε μπροστά στους Αρασιανούς, σάμπως να ήταν τίποτε λάφυρα, και τους περιεργαζόταν. Ύστερα, κούνησε δυό-τρεις φορές το κεφάλι του και, πριν προλάβει να τους δώσει καιρό να αντιδράσουν, άρπαξε γερά το γυμνό και μακρύ του μόριο και το επέδειξε μπροστά τους.
«Ουλ Φέρια, μπαγάσα! Μόλις μετρήσεις τους μυώνες μου, θα τρέχεις να ξεφύγεις από το "κανόνι"!» έκανε παραστατικά, βραχνά, σαρκαστικά - μα με έναν τρόπο, θαρρούσε κανείς, εντελώς θεατρικό κι όχι κακό ή βλάσφημο. Ακόμη κι οι Κρέλτιοι ακόλουθοι βουβάθηκαν κι έμοιασαν να παραδέχονται κάτι, που μονάχα εκείνοι ήξεραν. Από την άλλη, ο Φέρια κι ο Ρας στέκονταν αμίλητοι, αποσβολωμένοι, τόσο έκπληκτοι, που ακόμη κι ο λαλίστατος βοηθός δεν πρέπει να είχε βιώσει κάτι αντίστοιχο ποτέ, στην πλούσια εμπειρία του.
«Υπολοχαγέ Μότκιε, παρακαλώ!» είπε ο ένας από τους Κρέλτιους βοηθούς, αλλά με πολύ πιο ήρεμο τρόπο, σε σχέση με πριν.
«Θα αποκλειστείτε με ποινή, ελάτε πίσω. Πρέπει να ετοιμαστείτε.» επέμεινε κι ο άλλος, ο στρατιωτικός, το ίδιο ψύχραιμα με τον συνεργάτη του.
Πλήρως αδιάφορος, ο θρασύς Μότκιε πλησίασε με αργά, σίγουρα βήματα τον Αρασιανό - κι άφησε και το μόριό του να τραμπαλά πέρα-δώθε, επιτηδευμένα.
«Το σωστό είναι να γνωρίζει κανείς τον αντίπαλό του.»