Π Ρ Ω Τ Η Π Ρ Α Ξ Η
1η σκηνή
Σ κ η ν ή : Η εξωτερική αυλή τριών σπιτιών, σε μια γειτονιά της Αθήνας. Τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου του 1920. Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου.
Φαίνεται το εξωτερικό των σπιτιών, που είναι ενωμένα και σε πολλά σημεία έχει ραγίσματα στους τοίχους. Υπάρχουν τρεις πόρτες, όσα και τα σπίτια της αυλής και δίπλα σε κάθε πόρτα κι ένα παράθυρο. Δεξιά είναι το σπίτι του Μιχάλη και του Γαβριήλ (Λάκης) Πιζάνη, στη μέση το σπίτι του παπά-Νεκτάριου και δίπλα των αδελφών Ντίνου, Μάρκου και Ειρήνης Βουνιώτη. Αριστερά ίσα που φαίνονται τα χαμηλά κάγκελα της εισόδου της αυλής. Τα σπίτια είναι χτισμένα προς το τέλος του 19ου αιώνα από Αναφιώτες χτίστες. Η αυλή είναι σκεπασμένη από χορτάρι, σε μερικά σημεία υπερισχύει το χώμα ενώ είναι διάσπαρτα και ακανόνιστα λουλούδια που προσπαθούν να αντέξουν στην ψύχρα του φθινοπώρου. Μπροστά από το παράθυρο του παπά-Νεκτάριου υπάρχουν δύο γλάστρες με χρυσάνθεμα (αγιοδημητριάτικα). Μπροστά από το σπίτι του Μιχάλη υπάρχουν δύο ξύλινες καρέκλες με πλεχτή ψάθινη πλάτη και ανάμεσά τους ένα μικρό τραπέζι.
Είναι περίπου μία το μεσημέρι. Καθώς σηκώνεται η αυλαία ο Μιχάλης Πιζάνης κάθεται στην καρέκλα μπροστά από το σπίτι του και διαβάζει ένα βιβλίο. Ο Μιχάλης είναι κοντά στα τριάντα. Είναι αδύνατος και πάντα λεπτός στους τρόπους, στις κινήσεις και στην ομιλία του. Πάντα προσεγμένος στο ντύσιμο και στο χτένισμα των μαλλιών του. Τελείωσε τη νομική και πλέον εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο ως συνεργάτης ενός γνωστού δικηγόρου. Είναι μορφωμένος και οι γνώσεις του δεν περιορίζονται μόνο γύρω από την επιστήμη του. Μετριοπαθής στις αντιδράσεις του, προσπαθεί πάντοτε από το διχασμό και τη διχογνωμία που επικρατεί σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας να βγάζει μόνο τα θετικά, χωρίς να εκφράζει απόλυτα τη μία ή την άλλη πλευρά. Διακρίνεται μια συνεχής αγωνία στο πρόσωπό του, καθώς φοβάται για τον πατέρα του που είναι μπλεγμένος ενεργά με την πολιτική, αλλά και με πράξεις βίας. Είναι αρραβωνιασμένος με την Κατερίνα, επιθυμεί να τη νυμφευθεί, όμως δε θέλει ν’ αφήσει και τον πατέρα του στην τύχη του, μετά το θάνατο της μητέρας του από φυματίωση, καθώς μόνος θα είναι δύσκολο να επιβιώσει.
Ενώ διαβάζει προσηλωμένος το βιβλίο του βγαίνει από το σπίτι του ο παπά-Νεκτάριος. Ο παπά-Νεκτάριος πλησιάζει τα εβδομήντα. Τα λιγοστά μαλλιά και τα πυκνά του γένια είναι κατάλευκα. Το μέτωπο και τα μάγουλά του, από πού ξεκινούν να απλώνονται τα γένια είναι πάντοτε κόκκινα. Και μόνο η παρουσία του προκαλεί αβίαστα το σεβασμό. Το ράσο του είναι κατάμαυρο και φορά έναν πλεχτό χειροποίητο σταυρό στο λαιμό που είναι δεμένος σ’ ένα κορδόνι με κόμπους. Η φωνή του είναι δυνατή και σταθερή και δεν ταιριάζει με το αδύναμο σώμα του. Ωστόσο φαίνεται να είναι κατάλοιπο ενός δυνατού σώματος του παρελθόντος, που τα γηρατειά το έχουν καταβάλει. Δεν έχει καμία ακαδημαϊκή μόρφωση, ωστόσο στις κρίσεις του επιδιώκει να είναι δίκαιος, χωρίς να εντάσσει στις ιδέες του το τυπικό των λόγων των ιερών κειμένων, αλλά το πνεύμα τους. Παρότι η γυναίκα του είναι καιρό κατάκοιτη στο κρεβάτι, προσπαθεί να μην τον επηρεάζει εξωτερικά και παραμένει πρόσχαρος και έτοιμος για οποιαδήποτε πρακτική βοήθεια ή συμβουλή.
ΠΑΠΑΣ: Μα πού είναι επιτέλους;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι γυρεύεις παπά-Νεκτάριε; (Αφήνει το βιβλίο πάνω στο τραπέζι).
ΠΑΠΑΣ: Τον τρελό Σιρόκο, Μιχάλη μου. Είπε ότι θα έρθει το πρωί να μου φτιάξει το φύλλο από το παράθυρο. Κοντεύει μία κι ακόμα δεν έχει φανεί.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Αχ κι εσύ παππούλη, στηρίζεσαι στα λόγια του;
ΠΑΠΑΣ: Τι να τον κάνω που τoν έχω ανάγκη. Τα χέρια μου τρέμουνε, αλλιώς έννοια σου. Σου έβγαζα και σου έβαζα το παράθυρο από την κάσα μέχρι ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Ήσουν δυνατός ε;
ΠΑΠΑΣ: Δε με πιστεύεις; Με το δίκιο σου παιδί μου. Κοιτάς τώρα ένα γέρικο δέντρο, αδύναμο έτοιμο να ξεριζωθεί, αλλά κάποτε αυτό το δέντρο ήτανε δυνατό, γεμάτο καρπούς και με ρίζες άκαμπτες. Αλλά δες τι έμεινε πια από εκείνο το δέντρο… Ένα σαρκίο μονάχα που απλά το περιφέρω. Βέβαια, κουβαλάει και την ψυχή μου μέχρι να βγει κι αυτή.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Θα περάσει καιρός μέχρι να γίνει.
ΠΑΠΑΣ: Μιχάλη, είσαι νέος και μετράς διαφορετικά το χρόνο. Για μένα δύο έτη ζωής ακόμα δεν είναι τίποτα. Απλά θα προστεθούν πάνω στην πλάκα του τάφου μου. Ενώ για σένα τα χρόνια που έρχονται είναι η ακμή σου, τα καλύτερα σου χρόνια. Είμαι έτοιμος όμως. Όποτε και να με καλέσει ο Κύριος. Σάμπως έτσι δεν έζησα τη ζωή μου; Προσδοκώντας πάντοτε το θάνατό μου.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Ακούγεται σαν παράπονο…
ΠΑΠΑΣ: Δεν είναι παράξενο; Όταν ήμουν νέος και με κύκλωνε η αμαρτία, εγώ την απέφευγα. Και στο λέω εγώ: (Χτυπάει με το δείχτη του δεξιού χεριού το στήθος του). Είναι γλυκός ο πειρασμός της αμαρτίας. Και τώρα που… που θέλω να γλύψω λιγάκι το μέλι της, τώρα η αμαρτία με αποφεύγει. Αχ να ήμουν νέος…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι θα έκανες παπά-Νεκτάριε;
ΠΑΠΑΣ: Θα τα τακτοποιούσα αλλιώς τα πράγματα. Θα άφηνα χώρο και για την αμαρτία, αλλά και κάμποσο μετά για τη μετάνοια. Γιατί τότε θα είχα το χρόνο να μετανοήσω και ο Θεός συγχωρνά Μιχάλη, να το θυμάσαι. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά του, ειδάλλως δε θα επέτρεπε διόλου την αμαρτία.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τελικά οι δουλειές μας μοιάζουνε, παππούλη. Αμαρτωλούς των νόμων υπερασπίζομαι κι εγώ στο δικαστήριο, αμαρτωλούς κι εσύ ενώπιον του Θεού.
ΠΑΠΑΣ: Ναι. Κι εγώ πάντα με το μέρος των αμαρτωλών είμαι. Κατά κάποιον τρόπο τους ωθώ και προς τα εκεί. Το πίπτειν ανθρώπινο, το μετανοείν θείον1.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Εκπλήσσομαι θα έλεγα, αλλά όχι δυσάρεστα απ’ όσα ακούω. Επιτρέπεται όμως να μιλάει έτσι ένας παπάς;
ΠΑΠΑΣ: Εγώ πολλά γράμματα δεν ξέρω. Αλλά έμαθα πως για να γίνει κάποιος ενάρετος, πρέπει πρώτα να γνωρίσει την αμαρτία. Αλλιώς είναι σα να προσπαθείς να περιγράψεις σε κάποιον που δεν άκουσε ποτέ μουσική, τι ακριβώς είναι μία σονάτα του Σούμπερτ. Μα πού είναι αυτός ο τρελό Σιρόκος πια; (Ανήσυχα). Πρέπει να ταΐσω και την παπαδιά.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πώς είναι παπά-Νεκτάριε;
ΠΑΠΑΣ: Η παπαδιά; Έχει βαρύνει πολύ. Δε σηκώνεται πια από το κρεβάτι. Κι εγώ πόσο ν’ αντέξω; Όχι, όχι δεν παραπονιέμαι που τη φροντίζω. Λίγη δύναμη θα ήθελα όμως παραπάνω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Να με φωνάζεις να σε βοηθάω εγώ. Σ’ αυτήν την αυλή μεγάλωσα, η πρεσβυτέρα είναι μέσα στις πιο όμορφες αναμνήσεις μου. Με τα ωραία φαγητά της, τα γλυκά της, τα τραγούδια της… Τι υπέροχη φωνή είχε όταν τραγουδούσε. Όμως, χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος, τα παιδιά σου δεν τα βλέπω πια να έρχονται.
ΠΑΠΑΣ: Έχουν τη ζωή τους τώρα. Δεν τα κακολογώ. Τι θέλεις; Ν’ αφήσουν τα δικά τους παιδιά, που είναι όλο χαρά και χαμόγελα και να ’ρθουν εδώ σ’ αυτό το σπίτι που έχει μόνο τη μυρωδιά της αρρώστιας πλέον; (Πηγαίνει μέχρι την εξώπορτα της αυλής και επιστρέφει). Μα μου είπε το πρωί… Το πρωί θα ήτανε εδώ. Αχ βρε Σιρόκο, αχ…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι θέλεις να σου φτιάξει; Ίσως και ο πατέρας μου θα μπορούσε να το δει.
ΠΑΠΑΣ: Πιο ειδικός στις τεχνικές κατασκευές από τον πατέρα σου δεν υπάρχει άλλος. Τόσα χρόνια γείτονες, τι γείτονες δηλαδή, συγκάτοικοι σ’ αυτήν την αυλή το γνωρίζω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Το αίμα των προγόνων του από την Ανάφη, βλέπεις…
ΠΑΠΑΣ: Έτσι είναι. Δεν υπάρχει Αναφιώτης που να μην τα καταφέρνει με το χτίσιμο.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Έχεις έναν μπροστά σου. Αν βρίσκεται ένα καρφί στον τοίχο, μπορεί να χτυπήσω οπουδήποτε, να σπάσω τα οστά από τα δάχτυλά μου, αλλά το καρφί δε θα το πετύχω.
ΠΑΠΑΣ: Ε, ο Θεός προίκισε το μυαλό σου. Ας είναι. Αρκούν οι τεχνίτες από την Ανάφη, ας βγει κι ένας δικηγόρος.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Θέλεις λοιπόν να πω τον πατέρα μου, όταν επιστρέψει να έρθει να δει το παράθυρο; Εντάξει, καλός είναι ο Σιρόκος, αλλά μάλλον ο πατέρας μου θα τα καταφέρει καλύτερα.
ΠΑΠΑΣ: Του είπα…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Και; Τι δε δέχτηκε να σε βοηθήσει;
ΠΑΠΑΣ: Αγαπητό μου παιδί. (Χαμηλώνει τη φωνή του και τον πλησιάζει).Ήθελα να σου μιλήσω σχετικά με τον πατέρα σου εδώ και καιρό.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι είναι παπά-Νεκτάριε;
ΠΑΠΑΣ: Να πώς να στο πω… Εσύ τον βλέπεις να είναι όπως ήτανε;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Όσο κι αν δε θέλω να το παραδεχτώ, δεν μπορώ να αποφύγω και την αλήθεια.
ΠΑΠΑΣ: Ήτανε και η απώλεια χτύπημα ισχυρό. Έχασε το στήριγμά του.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Θα ήτανε μια καλή δικαιολογία, αλλά παραμένει δικαιολογία. Έτσι όμως δε γίνεται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και τη συνέχεια της ζωής του. Αλλά τι έγινε; Αρνήθηκε να σε βοηθήσει με το παράθυρο;
ΠΑΠΑΣ: Μου έλεγε κάτι παλαβά. Συγνώμη κιόλας, αλλά όσα έλεγε αν δεν τα έπαιρνα γι’ αστείο θα ανησυχούσα.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι σου είπε;
ΠΑΠΑΣ: (Με ζωηρό τόνο). Να, ότι αυτός δεν είναι για να κάνει μερεμέτια ότι η γενιά του είναι η σημαντικότερη στην Ανάφη και ότι θα πάει στο βασιλιά να ζητήσει τους χαμένους του τίτλους. Γιατί λέει οι πρόγονοί του είχανε πριγκιπικό αίμα από μια οικογένεια της Βενετίας, δεν κατάλαβα και καλά.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Πάλι αυτή η ιστορία με βασιλιάδες και πριγκίπισσες…
ΠΑΠΑΣ: Τι σημαίνουν όλα αυτά;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Η καινούργια τρέλα του πατέρα. Κάποιος του είπε ότι το επώνυμό μας, Πιζάνης, το είχε και κάποιος ευγενής από τη Βενετία που είχε κατακτήσει για λίγο την Ανάφη2. Τώρα μιλάμε για τον 16ο αιώνα. Ε, και κόλλησε στο μυαλό του πατέρα μου ότι έχουμε την καταγωγή μας από αυτήν την οικογένεια της Βενετίας.
ΠΑΠΑΣ: Και δεν μπορεί να είναι έτσι;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Όχι παπά μου. Μου έλεγε ο παππούς μου, ότι αυτό το επώνυμο το είχε σαν παρατσούκλι ο θείος του, επειδή τότε καμωνόταν τον σπουδαίο στο νησί κι έτσι του έμεινε. Έχουμε τόσο σχέση με τη Βενετία όσο έχεις εσύ μ’ έναν καρδινάλιο στο Μπουένος Άιρες.
ΠΑΠΑΣ: Τότε τι έχει πάθει;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Είναι αλλοπρόσαλλος πια.
ΠΑΠΑΣ: Από αγάπη μιλώ και αγνό ενδιαφέρον.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Το γνωρίζω.
ΠΑΠΑΣ: Εγώ ως ιερέας και πνευματικός δεν μπορώ να του κάνω τίποτα. Μήπως πρέπει να τον αναλάβει κάποιος πιο ειδικός από μένα;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Θ’ αρνηθεί να τον δει γιατρός, επειδή δεν κατανοεί το πρόβλημά του.
ΠΑΠΑΣ: Μήπως τελικά δεν έχει πρόβλημα και ξέρει τι κάνει;
ΜΙΧΑΛΗΣ: Λες ότι προσποιείται;
ΠΑΠΑΣ: Ναι, ένας τρόπος να ξεφεύγει από τα προβλήματά του.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Δεν ξέρω. Με ανησυχεί που μπλέκει και με την πολιτική. Είναι σκληρά τα πράγματα εκεί έξω. Φανατισμός παντού. Φοβάμαι, φοβάμαι ακόμα και για τη ζωή του.
ΠΑΠΑΣ: Είναι και κάτι ακόμα, που δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Αν είναι για να τον βοηθήσουμε, πρέπει να το πεις.
ΠΑΠΑΣ: Ναι, ξέρω πόσο θέλεις να τον βοηθήσεις, απλά εγώ δεν ξέρω αν μπορώ να στο πω.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Και γιατί όχι;
ΠΑΠΑΣ: (Με δισταγμό). Δεν είμαι σίγουρος αν μου το είπε σε μορφή εξομολόγησης. Οπότε τότε υπάρχει… Πώς το λέτε εσείς στα νομικά…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Το απόρρητο.
ΠΑΠΑΣ: Ναι, αυτό. Θα ήτανε πολύ σοβαρό αν έβγαζα οτιδήποτε από όσα μου είπε ενώ εξομολογούταν. Αλλά δεν ξέρω, αυτό δεν ξέρω…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Εξήγησέ μου καλύτερα, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω.
ΠΑΠΑΣ: Είχαμε μια συζήτηση πριν μέρες με τον πατέρα σου. Οφείλω να σου πω ότι είχε πιει. Ναι, φαινότανε ότι είχε πιει πολύ.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Καταραμένη συνήθεια κι αυτή… (Εκπνέει με δύναμη τον αέρα).
ΠΑΠΑΣ: Και μου είπε: “παπά μου θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι”. Αλλά δεν κατάλαβα αν μου το έλεγε όπως θα μιλούσε σ’ ένα φίλο ή μου απευθυνόταν ως ιερέα.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Εσύ του διάβασες έπειτα την ευχή;
ΠΑΠΑΣ: Όχι, όταν μου είπε ό,τι είχε να μου πει έφυγε. Εγώ όμως προσευχήθηκα έπειτα στο Θεό να τον συγχωρέσει. Τι λες; Νομικά επιτελέστηκε το μυστήριο της εξομολόγησης; Γιατί για μένα η συγχώρεση από το Θεό έχε γίνει.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Παπά-Νεκτάριε, για να συμμετέχει κάποιος σε οποιοδήποτε μυστήρια της Εκκλησίας, δεν πρέπει να το κάνει με τη θέλησή του;
ΠΑΠΑΣ: Φυσικά.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Ο πατέρας μου όμως είχε πιει. Ουσιαστικά δεν ήτανε ο εαυτός του, η συνείδησή του δεν υπήρχε εκείνη την στιγμή.
ΠΑΠΑΣ: Μα δεν του άσκησα καμία πίεση. Μόνος του μου μίλησε.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Όχι, όχι δε λέω για σένα. Για τον ίδιο μιλώ. Αυτός, έπραττε εν συνειδήσει;
ΠΑΠΑΣ: Δεν ξέρω, μη με μπλέκεις στα νομικίστικα. Εγώ ξέρω μονάχα ό,τι άκουσα από εκείνον. Εγώ άκουγα το Γαβριήλ, το Λάκη, το φίλο μου, το συγκάτοικό μου.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Μόνος σου το είπες. Άκουγες το φίλο σου, δεν εξομολογούσες ως ιερέας. Γιατί τότε θα ένιωθες ότι αυτός δεν ήτανε ο φίλος σου ο Λάκης, αλλά ένας αμαρτωλός, που δε σε νοιάζει τ’ όνομά του, αλλά μονάχα να του δοθεί η συγχώρεση από το Θεό. Οπότε νομίζω, ότι πρέπει να μου πεις.
ΠΑΠΑΣ: Αν δε χρησιμοποιούσε εκείνες τις λέξεις… “Θέλω να σου εξομολογηθώ”, δε θα το σκεφτόμουν καν. Αλλά ίσως είχε την ανάγκη να τα πει, όχι να τ’ ακούσω εγώ, αλλά ο Θεός. Γιατί ο Θεός δίνει τη συγχώρεση.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Ακόμα κι έτσι, νομίζω ο Θεός θα ήτανε ικανοποιημένος να μου έλεγες, αν τότε μπορούσα να προλάβω μια καταστροφή.
ΠΑΠΑΣ: Όχι, όχι… Αν ήτανε εξομολόγηση, όχι δεν μπορώ να σου πω. Δεν έχω το δικαίωμα, με καταλαβαίνεις.
ΜΙΧΑΛΗΣ: Καταλαβαίνω ότι δε θέλεις να με βοηθήσεις πραγματικά.
ΠΑΠΑΣ: Θέλω, αλλιώς δε θα σου έλεγα…
ΜΙΧΑΛΗΣ: Τότε ολοκλήρωσέ το. Τώρα το έκανες χειρότερο, παπά-Νεκτάριε. Έχω τόσα βάσανα που με προκαλεί ήδη ο πατέρας μου. Να προσθέσουμε άλλο ένα, ενώ μπορούμε να το προλάβουμε;
ΠΑΠΑΣ: Να… Μου είπε ότι… Ότι… (Διστάζει). Όχι, όχι Μιχάλη δε γίνεται, θα εναντιωθώ σε κάθε κανόνα της Εκκλησίας, θα είμαι υπόλογος ενώπιον Θεού και ανθρώπων…