Βράδυ. Η θάλασσα έμοιαζε να ψιθυρίζει μυστικά σε αυτούς που ήξεραν να ακούν. Καθισμένος στην άμμο, έκλεισα τα μάτια και άφησα τη θάλασσα να μου μιλήσει. Ένιωσα τους ήχους σαν λέξεις από μια γλώσσα ξεχασμένη, σαν κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω μα ούτε και να προσπεράσω. Εκείνη τη νύχτα, ορκίστηκα πως θα θυμάμαι για πάντα εκείνο τον ψίθυρο που μου έδωσε ελπίδα, μια ελπίδα που έμοιαζε με όνειρο.
Σηκώθηκα. Περπάτησα στην ακροθαλασσιά, όταν ξαφνικά είδα ένα γυάλινο μπουκάλι να ξεβράζεται. Το σήκωσα και, με το που άνοιξα το φελλό, ένιωσα ένα κύμα ζεστασιάς να με αγκαλιάζει. Κάθε νύχτα από τότε, τα όνειρά μου με γυρνούν πίσω στη θάλασσα, εκεί που μπορούσα να κολυμπήσω, σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα και αρώματα που δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Έτσι, η θάλασσα μου χάρισε την ελευθερία μου και το θάρρος να ζει μέσα από τα όνειρά μου.
Η βροχή έπεφτε απαλά, σαν να ήθελε να ξυπνήσει
τα ξεχασμένα όνειρα που κρύβονταν στους δρόμους.
Οι ψιχάλες χτυπούσαν το χώμα και μια μυρωδιά
αναδύθηκε, γεμάτη νοσταλγία. Κάθε σταγόνα έμοια-
ζε με ψίθυρο, μια κρυφή συνομιλία με την ψυχή, φέρ-
νοντας πίσω αναμνήσεις από χειμώνες περασμένους.
Εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε τίποτα άλλο· μόνο η
βροχή και τα όνειρα που γεννιούνται όταν όλα είναι
ήσυχα.
Ο άνεμος στροβιλιζόταν στην ακτή, σαν να έφερνε
μυστικά από μακριά. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα
στη δίνη του, ένιωθα να με αγκαλιάζει σαν παλιός
φίλος που μου διηγείται ιστορίες. Είναι παράξενο
πώς ο άνεμος μπορεί να γίνει γέφυρα ανάμεσα στο
παρόν και το παρελθόν, να ξυπνήσει αισθήματα που
είχα ξεχάσει. Όσο πιο δυνατά φυσά, τόσο πιο πολύ
χάνομαι στις αναμνήσεις.
Ο αέρας γεμάτος αλάτι, το νερό ανακατεμένο με
το φως του φεγγαριού και η θάλασσα σε μια ήρεμη
σιγή, όλα μαζί φέρνουν μια αίσθηση οικεία. Νιώθω
την αλμύρα να ζωντανεύει στο δέρμα μου, η θάλασ-
σα μοιάζει να μου λέει ότι είμαι κομμάτι της. Όλα
όσα ήμουν, όλα όσα θέλω να γίνω, στροβιλίζονται
εκεί, σε μια απέραντη απεραντοσύνη.
Γύρισα στο σπίτι. Βγήκα στο μπαλκόνι ατενίζο-
ντας τη σκοτεινή θάλασσα και άφησα τη βροχή να
με αγκαλιάσει. Κάθε σταγόνα ήταν σαν μια μικρή
ανάμνηση, μια ψιχάλα γεμάτη συναίσθημα που με
ταξίδευε σε άλλες εποχές. Ένιωθα να ξαναζώ όσα
με είχαν πονέσει, μα και όσα με είχαν κάνει να νιώ-
θω ζωντανός. Ήταν μια κάθαρση αυτή η βροχή, μια
αληθινή στιγμή που μου ψιθύριζε για να ξαναβρεί τη
δύναμή της.
Μέχρι το μπαλκόνι, αμφιθεατρικά ακουγόταν ο
ρυθμικός ήχος των κυμάτων. Κάθε κύμα που έσκα-
γε στην άμμο έμοιαζε με ένα παλιό τραγούδι, σαν
ψαλμός από άλλους καιρούς. Στο βάθος της νύχτας,
ένιωσα πως τα κύματα μιλούσαν για εμένα, για τα
δικά μου όνειρα που έσκαγαν σαν κύματα και χάνο-
νταν. Ήξερα πως το ίδιο το κύμα ήταν ένα σύμβολο
των πόθων μου – πάντα γυρνούσε πίσω για να προ-
σπαθήσει ξανά.
Η θάλασσα ήταν εκεί από πάντα, αλλά την έβλε-
πα διαφορετικά τώρα. Αισθανόμουν την άμμο σαν
μνήμη παλιά. Έγερνα το κεφάλι και άκουγα το απα-
λό κύμα, και κάθε ψίθυρος θύμιζε την πρώτη μου
αγάπη, τις ελπίδες μου, τους φόβους μου. Η θάλασ-
σα ήταν σαν την ψυχή μου, γαλήνια μα και ατίθαση.
Ένα άγγιγμα μόνο έφτανε για να νιώσω τη γεύση της
ζωής και να διώξω τη βροχή από πάνω μου.
Τα πρώτα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και,
πριν το καταλάβω, οι ψιχάλες άρχισαν ξανά να πέ-
φτουν απαλά γύρω μου. Αντί να τρέξω να κρυφτώ,
κοντοστάθηκα και κοίταξα τον ουρανό. Κάθε ψιχάλα
έμοιαζε με μικρή νότα, έναν ήχο απόκοσμο και γαλή-
νιο, που με γέμιζε με παράξενη ανακούφιση. Η βροχή
γινόταν όλο και πιο έντονη μουσκεύοντάς με, αλλά
εγώ έμεινα εκεί. Άνοιξα τα χέρια του, σαν να ήθελα
να αγκαλιάσω τη στιγμή. Σταγόνες άρχισαν να κυ-
λούν στο πρόσωπό μου, μα δεν τις σκούπισα. Δεν
θυμόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα επι-
τρέψει στον εαυτό μου να ζήσει κάτι τόσο απλό. Η
βροχή άγγιξε κάθε κομμάτι μου, έπλυνε μακριά σκέ-
ψεις και βάρη. Όταν ο ήχος της έσβησε, η πόλη φαι-
νόταν διαφορετική, πιο ζωντανή. Απέμεινα για λίγο
ακόμα εκεί, απολαμβάνοντας τη γαλήνη της θάλασ-
σας μετά την καταιγίδα. Η βροχή είχε σταματήσει,
μα η καρδιά μου συνέχιζε να χτυπά δυνατά. Ένιωθα
σαν να είχε βρει έναν καινούριο δρόμο, μια καινού-
ρια αρχή που θα μου έδινε το θάρρος να συνεχίσω.
Μπήκα μέσα. Καθόμουν δίπλα στο ανοιχτό παρά-
θυρο, αφήνοντας τον άνεμο να μπαίνει στο δωμάτιο
και να ανακατεύει τις σκέψεις μου. Ήταν μια ήσυ-
χη νύχτα, και ο άνεμος φυσούσε ελαφρά, σέρνοντας
μαζί του μυρωδιές από τη θάλασσα και την υγρή γη.
Στα αυτιά μου, ο άνεμος έμοιαζε με παλιό φίλο που
είχε έρθει να μου μιλήσει, να μου φέρει λόγια ξεχα-
σμένα. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα σε εκείνον
τον ανεπαίσθητο ψίθυρο, σαν να έπιανε τα κομμάτια
μιας ξεχασμένης ιστορίας. Αναμνήσεις από παιδικά
καλοκαίρια, από στιγμές που είχα κρυμμένες βαθιά,
άρχισαν να ζωντανεύουν. Ένιωσα ξαφνικά ότι ο άνε-
μος με γνώριζε, ότι κουβαλούσε τις μνήμες μου, τα
κρυφά μου όνειρα, τους ανθρώπους μου. Πήρα μια
βαθιά ανάσα και ένιωσα να γεμίζω από αλμύρα και
κάτι που μου έφερε νοσταλγία. Ήξερα πως εκείνος
ο άνεμος δεν ήταν μόνος του, αλλά είχε ταξιδέψει
μέσα από μέρη που δεν είχα ξαναδεί. Ήταν σαν να
μου ψιθύριζε πως υπήρχαν και άλλα μέρη, και άλ-
λες στιγμές που με περίμεναν. Αποφάσισα, εκείνη τη
στιγμή, ότι θα ακολουθούσα τον άνεμο όπου κι αν με
πήγαινε, γιατί ένιωθα πως είχε κάτι να μου πει, κάτι
που ίσως μου άλλαζε τη ζωή.
Κατέβηκα στη θάλασσα, βρέθηκα στην ακτή. Δεν
υπήρχε ψυχή γύρω του, μόνο ο ήχος της θάλασσας
και ο ψίθυρος του ανέμου. Ένιωσα μια απίστευτη
ηρεμία να με κατακλύζει, σαν να βρισκόμουν μόνος
μου σε έναν ξεχασμένο κόσμο. Κάθισα στην άμμο
κλείνοντας τα μάτια και ακούγοντας τον ήχο των κυ-
μάτων που έσκαγαν μπροστά μου. Κάθε κύμα έμοια-
ζε να μου ψιθυρίζει μια λέξη, μια αλήθεια που ποτέ
δεν είχα τολμήσει να ξεστομίσω. Τότε, σκέφτηκα όλα
εκείνα τα όνειρα που είχα αφήσει πίσω μου, όλα τα
σχέδια που είχα κάνει και που δεν πραγματοποίησα
ποτέ. Η θάλασσα μου έλεγε ότι δεν ήταν αργά, ότι
πάντα υπάρχει χρόνος να βρω τον εαυτό μου ξανά.
Συνειδητοποίησα ότι η θάλασσα μπορούσε να γίνει
ο καθρέφτης των ονείρων μου. Έδωσα μια υπόσχεση
στον εαυτό μου, ότι θα τολμούσα να ακολουθήσω την
καρδιά μου, όπως εκείνο το κύμα που πάντα επι-
στρέφει στην ακτή όσα ταξίδια κι αν κάνει.
Η θάλασσα ξυπνούσε μαζί μου, ήσυχη και γεμάτη
προσδοκία. Καθώς το φως του φεγγαριού γλιστρού-
σε πάνω στα κύματα, ένιωθα πως γινόταν μέρος αυ-
τού του ρυθμού. Όλες οι σκέψεις μου έσβηναν και
έμενε μόνο αυτή η γαλήνια αίσθηση. Αποφάσισα να
μην είμαι θεατής της ζωής μου, όπως έβλεπα τη θά-
λασσα. Θα τολμούσα να βουτήξω, να αφήσω το κύμα
της δικής μου ζωής να τη φέρει σε νέες ακτές. Ξύ-
πνησε η ψυχή μου, καθώς η θάλασσα μου έμαθε πως
η κάθε μέρα είναι μια νέα ευκαιρία για ζωή.