ΠΡΑΞΗ 1Η
(Είναι σκοτεινά. Στο δρόμο, πριν ανοίξει η αυλαία, οι τρεις φίλοι, Φράγκος, Γιάννης και Αντώνης, έχουν έρθει στα κέφια. Λένε αστεία και τραγουδούν) Φράγκος: Ρε καμαράδοι, αυτό το κρασί του Νταλέτου βαράει κατακούτελα. Αντώνης: Δεν ειν’ αυτό ρε. Ξεμάθαμε στο στρατό. Γιάννης: Άντε και καλοί πολίτες αδέρφια. (Τραγουδάει) Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου… Αντώνης: Σταμάτα ρε, δεν τη βαρέθηκες τη Μαντουμπάλα; (Τραγουδάει) Άναψε το τσιγάρο δος μου φωτιά έχω μεγάλο ντέρτι μεσ’ την καρδιά Φράγκος: Ωχ! Αντωνάκη και συ ντέρτια; Γιάννης: Γιατί; Ποιος άλλος έχει; Α, ναι. Παδά από μέσα είναι το σπίτι της λεγάμενης. Ελάτε να της πούμε ρε ένα ωραίο τραούδι. Αυτό που ακούγαμε πολιώρα στην ταβέρνα. Φράγκος: Ναι ρε, το βίρα τις άγκυρες. Πάμε… (Τραγουδάνε και οι τρεις) Μεσ’ τη φτώχια και την απονιά έχω ζήσει τα πιο όμορφά μου χρόνια γι’ αυτό άνοιξε ναύτη τα πανιά για να φύγω απ’ αυτόν το ντουνιά…
Βίρα τις άγκυρες και βάλε πλώρη μακριά απ’ το έρημο το φτωχοχώρι. Σ’ άλλα λιμάνια, σε ξένα μέρη να μας φυσάει γλυκά τ’ αγέρι. (Από το άλλο μέρος της σκηνής κάνει την εμφάνισή της η Φραγκώ μ’ ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι. Οι δύο φεύγουν διακριτικά και μένει ο Φράγκος) Φράγκος: Γεια σου Φραγκούλα. Για πού το ’βαλες; Φραγκώ: (κοντοστέκεται). Γεια σου και σένα Φράγκο. Τι σε νοιάζει και ρωτάς; Φράγκος: Έτσι, από ενδιαφέρον (πλησιάζει κοντά της). Αφού έχομε το ίδιο όνομα, πρέπει να ενδιαφερόμαστε ο ένας για τον άλλονε. Φραγκώ: Βγήκα να δω ποιοι ήτανε οι κανταδόροι. Φράγκος: Σου άρεσε το τραγούδι μας; Φραγκώ: Ωραίο ήτανε, μόνε φύγε τώρα, μη βγει ο πατέρας μου… (Ακούγεται από μέσα η άγρια φωνή του Κωσταντή)
Κωσταντής: Φραγκώ… Πού είσαι μωρή; Φραγκώ: Έδώ είμαι καλέ πατέρα. Έρχομαι, τι φωνάζεις; (Ο Φράγκος φεύγει και ανοίγει η αυλαία. Η Φραγκώ μπαίνει μέσα και αφήνει το φανάρι). Κωσταντής: (Μπαίνει μέσα) Α, εδώ είσαι; Ποιοι ήτανε αυτοί που φωνάζανε κει όξω; Φραγκώ: Κάτι μεθυσμένοι τραγουδούσανε. Βγήκα να δω μα είχανε φύγει. Κωσταντής: Α, καλά. Κάνε τώρα ένα καφέ τσαι κάτσε να κουβεντιάσομε. (Η Φραγκώ δείχνει απορρημένη και φεύγει. Ο Κωσταντής κάθεται στο τραπέζι και μονολογεί παίζοντας το κομπολόϊ του) Κωσταντής: Άμα έχεις κόρες, αυτά τραβάς. Ο γιος είναι άλλο πράμμα. Θα τονε στρώσεις στη δουλειά, θα σε βοηθήσει τσαι θα ’χεις τσαι το κούτελο καθαρό. Αμέ! Η κόρη ίντα θα σου κάμει; Μόνο κάνα άρμεμα τσαι κάνα γκαφέ. Τσ΄ έχω δυο, όχι μια… Η μικρή ειν΄ ακόμα ήσυχη, μα τούτη δω ξεπετάχτηνε γλήορα. Άντε τώρα να της βάλεις καπίστρι… (Μπαίνει η Φραγκώ με το δίσκο) Φραγκώ: Τι λες καλέ πατέρα; Ποιανού θα βάλεις καπίστρι; Κωσταντής: (Λίγο θορυβημένος). Να... λέω να σκοινιάσομε τσείνο δα το πουλαράτσι… Φραγκώ: Μα είναι μικρό ακόμα το καημένο. Από τώρα θα το βάλεις στα βάσανα; Κωσταντής: Ξέρεις για πότε θα ξεπεταχτεί τσ’αυτό; Να, πάρε παράδειγμα εσένανε. Πότε ήσανε μια κουτσουλιά τσαι για πότε γίνηκες γυναίκα. (Η Φραγκώ σκύβει το κεφάλι και δεν μιλάει. Ο Κωσταντής συνεχίζει) Να, σήμερα που ήμανε στη Χώρα, μου πετάξανε μια κουβέντα. Φραγκώ: (θορυβημένη) Για μένα; Κωσταντής: Όχι βρε παιδί μου, δε μου είπανε τίοτα κακό. Τσείνος δα ο Γιώργης ο Αχαμνός μου πέταξενε μια κουβέντα στο καφενείο. Ο γιος του, λέει, ο Νικολάτσης είναι της παντρειάς τσαι ψάχνει για ένα καλό κορίτσι. Δεν του είπα τίοτα, μα το σκέβομαι. Είναι νοικοτσυραίοι τσαι καλοί αθρώποι, μόνο που είναι όλοι τους κομμάτι αδύνατοι, γι’ αυτό τους λένε Αχαμνούς. Θέλω να μου πεις τσαι συ τη γνώμη σου πριν αποφασίσω. Φραγκώ: Άκουσε πατέρα. Είμαι μικρή ακόμα για παντριές. Θέλεις από τώρα να με βάλεις στα βάσανα; Ή θέλεις μάνι μάνι να με διώξεις; Κωσταντής: Όχι βρε συ, το καλό σου θέλω. Να σου βρω ένα καλό παιδί, να ’χει το ντρόπο ντου, να ζήσετε καλά. Μη μου κουβαλήσεις κα ’να λιμοκοντόρο… Αυτά τ’ αποφασίζει ο πατέρας, ο αφέντης του σπιτιού. Φραγκώ: Όχι πατέρα εσύ δεν έχεις ν’ αποφασίσεις τίποτα. Αυτή είναι δικιά μου δουλειά κι εγώ θ’ αποφασίσω. Εσύ μόνο θα μου δώσεις την ευκή σου. Όμως είμαι μικρή ακόμα… Κωσταντής: (στεναχωρημένος). Καλά… Πρόσεχε μόνο μην ακούσω τίοτα κουσέλια, γιατί θα ’χομε κακά ξεμπερδέματα. (Η Φραγκώ σηκώνεται νευριασμένη και φεύγει, ενώ μπαίνει η μάνα της) Μαργαρώ: Τι πάθατε σεις; Τι έχει αυτή και φουρλαντίζει; Κωσταντής: Γυναίκα, η κόρη μας μεγάλωσενε. Το πήρες χαμπάρι; Τσ’ άρχισε να μου βγάζει γλώσσα… Μαργαρώ: Τι έγινε; Για πες μου και μένα… Κωσταντής: Άστο. Άλλη ώρα θα σου πω. Τώρα πάω για κάνα κουνάβι. Τα ’χουνε επιστηρήξει πάλι, γιατί δεν έχουνε αφήσει κότα για κότα. Τσαι δόνουνε καλά λεφτά. Μαργαρώ: Θες να πεις ότι τα έχουνε επικηρύξει. Τι τους φταίνε τα κουνάβια; Άλλους πρέπει να επικηρύξουνε… Κωσταντής: Άστα τώρα αυτά τσαι δός μου ένα ζιλέ, γιατί έβαλενε κρύο. Μαργαρώ: Άντε ν’ αρπάξεις καμιά πούντα, νυχτιάτικα. Κωσταντής: Άρχισες τη γρίνα πάλι; ( Ο Κωσταντής παίρνει το δίκανο στον ώμο και φεύγει. Μπαίνει η Φραγκώ) Μαργαρώ: Για πες μου βρε κορίτσι μου, τι είπατε με τον αφέντη σου και θύμωσενε; Φραγκώ: Μάνα, αφέντες δεν υπάρχουνε πια. Πού ζείτε; Άκου να πάρω το γιο του Αχαμνού… Αυτός είναι πιο αχαμνός κι απ’ τον πατέρα του. Σα σκελετός είναι. (γελάει) Μαργαρώ: Κάτσε βρε παιδί μου, θα το κουβεντιάσομε. Πατέρας σου είναι, μην τον αποπαίρνεις έτσι. Φραγκώ: Τι να κουβεντιάσομε καλέ μάνα; Τέλειωσε αυτή η κουβέντα. Μαργαρώ: Μμ, άμα το έβαλενε κείνος στο νου του, δύσκολα θα του το βγάλομε. Τέλος πάντων να δούμε τι θα κάνομε. Μόνο εσύ πρόσεχε να μη του δώσεις αφορμή, γιατί θα σε μυαλοχύσει κακομοίρα μου. Φραγκώ: Ναι, να μου βάλει και καπίστρι, να με σκοινιάσει, όπως το πουλάρι. Μαργαρώ: Δεν ξέρω τι μου λες, εγώ ένα σου λέω: πρόσεχε. (Η Μαργαρώ φεύγει και μπαίνουν μέσα η Μαρία με τη Λενιώ) Μαρία: Γεια σου φιλενάδα. Τι έχεις και είσαι μπαρουτιασμένη; Φραγκώ: Γεια σου Μαρία. Θα σου πω. Εσύ Λενιώ πήγαινε μέσα, γιατί έχω να κουβεντιάσω κάτι με τη φιλενάδα μου. Λενιώ: Καλά ντε… Εμένα όλο με διώχνεις. Αλλά πού θα πάει… Δε θα μεγαλώσω; (φεύγει) Μαρία: Θύμωσε η αδερφή σου. Φραγκώ: Δεν πειράζει, θα ξεθυμώσει. Μαρία: Για λέγε τώρα, τι έπαθες, τι έγινε; Φραγκώ: Γίνανε δυο πράγματα. Ένα καλό κι ένα κακό. Από ποιο θες ν’ αρχίσω; Μαρία: Απ’ το κακό. Φραγκώ: Για να μείνει στο τέλος το καλό, ε; Εντάξει. Το κακό είναι ότι ο πατέρας μου μού προξενεύει το γιο του Γιώργη του Αχαμνού. Μαρία: Εκείνονε τον κολλημένο; Θεός φυλάξοι… Φραγκώ: Άστο αυτό, δεν το συζητάω. Άκου το καλό τώρα. Ο Φράγκος! Μαρία: Ποιος Φράγκος; Φραγκώ: Ποιος Φράγκος… Δεν καταλαβαίνεις ποιος Φράγκος; Ο ξάδερφός σου. Μαρία: Ε, τι έκανε ο Φράγκος; Φραγκώ: Να, τώρα που απολύθηκε από το στρατό και τον είδα εδώ έξω στο δρόμο, τα είπαμε. Έχει γίνει πολύ ωραίο παλληκάρι. Μαρία: Τι είπατε; Τι είπατε; Τα φτιάξατε; Φραγκώ: Κάτσε, μη βιάζεσαι. Μου είπε γεια σου Φραγκούλα, του είπα γεια σου και σένα, μου είπε πού πας; του είπα τι σε νοιάζει και ρωτάς; μου είπε αφού έχομε το ίδιο όνομα, πρέπει να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλονε. Μαρία: Αυτό ήταν όλο; Φραγκώ: Μετά με φώναξε ο πατέρας μου και μπήκα μέσα. Κι απάνω που φτερούγιζε η καρδιά μου, μου είπε για το γιο του Αχαμνού. Καταλαβαίνεις τώρα; Μαρία: Καταλαβαίνω βρε φιλενάδα. Και το κακό είναι ότι Φράγκος είναι φτωχός , ενώ ο άλλος είναι πλούσιος. Φραγκώ: Και τι μ’ αυτό; Εγώ αυτόνε θέλω κι αυτόνε θα πάρω. Μαρία: Καλά ντε. Μην κάνεις έτσι. Πριν απ’ όλα να δούμε τι λέει κι αυτός. Όπως ξέρεις είμαστε πρώτα ξαδέρφια. Θα τον ξεψαχνίσω γω και θα μάθω τι σκέβεται. Μετά θα σε ειδοποιήσω.