(Μπαίνει ο αφηγητής, πλησιάζει διστακτικά, ερευνητικά, στο κέντρο της σκηνής)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Φυσούσε παγωμένο φως και σβάρνιζε ολόγυρα. Ένα σκυλί που γυάλιζε γλιστρούσε πλάι μου. Τρέχαμε.
Μέσα σ’αυτήν τη νύχτα, μια μαύρη ποδιά που ’σταζε αίμα μάγκωσε σε μια πόρτα χνουδιασμένη από σκληρές ακίδες και μέταλλα, τεντώθηκε, τράβηξε την πόρτα και την έκλεισε με δύναμη.
Θέλω να πω, σας έκλεισα ήδη μέσα σ’ αυτές τις γραμμές.
Μπορεί όμως να ’γινε κι αλλιώς: μπρούμυτα, μετά δυσκολίας ανασαίνοντας, ανοίγοντας τη μια μετά την άλλη πόρτες χάλκινες, βγαίνουμε όλοι, θεοσκότεινοι στα θεοσκότεινα, σε μια πλατεία, γι’ αυτό πρόκειται.
Σκηνικό πλατείας
Στο κέντρο της, αντί για σιντριβάνι υπάρχει ένα τεράστιο νόμισμα, που ξάφνου αυτή την ώρα ξεκολλάει κι αρχίζει να πάλλεται με απίστευτη βία και κρότο, χωρίς να διαφεύγει.
Νευρόσπαστα αρχίζουν να χειροκροτούν με μανία, τα μέλη τους σχίζονται, το κορμί σκάζει, το αίμα φλοισβίζει στους συνωστισμούς, στ’ ανοιχτά σηκώνει κύματα κουλοί με κινήσεις πεταλούδας κεντούνε την άσφαλτο σαν δελφίνια, άνθρωποι καμωμένοι μόνο από χέρια–χέρια, γκρανπρί λυσσαλέο του πάθους, πάθος της μισητής αδράνειας, αγωνιώδης αδράνεια, υπαρξιακός πανικός μιας ακίνητης ψυχής, ζωή καμωμένη από φαντασιώσεις και από αναμνήσεις των φαντασιώσεων, σπουδές, σεμνό ξεφύλλισμα της κώμης, τέλος: άνθρωποι πολλοί, στέκονται μπροστά στο γαλαξία που είναι η δαιδαλική στιγμή-σιγανοί ήλιοι, πλανήτες που στροβιλίζονται, μακριές αλυσίδες και πτερύγια σκιάς, φώτα, σπασμένα μέλη, νοσηροί πειρασμοί–η δαιδαλώδης.
Πιο ήρεμα
Στέκονται. Μόνο κοιτάζουν, κι έχουν το χαμένο κι αντιπαθητικό ύφος εκείνων που προσπαθούν, ενώ δεν τους πρέπει, να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και την αυτοπεποίθησή τους και να παρουσιάσουν τη μεγαλομανία για αυτάρκεια και για σοφία.
Φορτηγά τώρα ξεφορτώνουν στους γκρεμούς της συνείδησής μου. Τη νύχτα, παρίστανται και χαιρετίζουν:
Η καταγωγή και η εμφάνισή μου
Τα θλιμμένα χρόνια μου τα αβάσταγα Ο θυμός μου
Η ελπίδα μου
Η απελπισία μου
Ο πόνος μου
Σταματά, ξαναρχίζει. Η πλατεία άλλοτε φωτίζεται με πολλά και έντονα φώτα (ίσως πολύχρωμα) και άλλοτε μένει στο σκοτάδι
Λελέκια σαλιωμένα συρίζουν στον άνεμο. Φτερά τεράστιων πουλιών, που πιάστηκαν στους τοίχους των ψηλών σπιτιών ολόγυρα, με τα κεφάλια τους, με τα στήθη φουσκωμένα απ’ το λίπος να ’χουν εισχωρήσει στα δωμάτια, σπαρταρούν, σηκώνουν μιαν ανήκουστη θύελλα, που σχίζει ως ψηλά τον μελανό αιθέρα, σ’ άγρια ρεύματα, κλονίζοντας όσους στέκονται, με τα χέρια στο πρόσωπο και στο κεφάλι τους, στα παράθυρα.
Πιο ήρεμα
Από τους δρόμους που καταλήγουν στην πλατεία καταφθάνουν οι λέξεις, χτυπημένες από την αγωνία και το χαίνον σκοτάδι της δάδας. Λιτανεία μυστική, ξεκομμένη απ’ το εορτολόγιο.