Μια ευχή…
Να ΄χα τη δύναμη μονάχα για μια ώρα,
το χθες να κάνω τώρα.
Τα άσπρα μου μαλλιά με άνοιξη να βάψω,
το περασμένο σ’ αγαπώ να ξαναγράψω.
Να το μπορούσα στα παλιά να σεργιανίσω,
την πείρα την στερνή να στείλω πίσω.
Να πάντρευα το τώρα με τα χρόνια τα μελιά,
τ’ αγνά, τα άγουρα, με ώριμα φιλιά.
Να το μπορούσα τη ζωή να ξελογιάσω,
τα συναισθήματά της να μπολιάσω.
Τα κάλπικα τα ζάρια της να κλέψω,
να την κερδίσω μια φορά, να την παιδέψω.
Μάτια του χθες. (Στη γυναίκα μου)
Σαν κοιτάζω τα μάτια του χθες
τα ήρεμα μιας θάλασσας κύματα
μοιάζουν της νύχτας παρθένες σκιές
που μου στέλνουν αγάπης μηνύματα.
Λευκά εντελβάις της ψυχής μου ανθίσματα
στης ζωής τα λιμάνια αιθέριες μορφές
αγέρωχοι φάροι στου χρόνου τα πείσματα
στα μινόρε των γλάρων αναμνήσεις θολές.
Και είναι τα ίδια των ονείρων στολίδια
που στο βαλς και του τώρα μεθούνε καρδιές
πιο γλυκά στης ζωής τα παιχνίδια
μελαγχολούν, μα ανάβουν ακόμα φωτιές.
Κι' αν περάσαν χειμώνες εκείνα υπάρχουν
στις βεγγέρες του τώρα στενές επαφές
άγονη γραμμή τα καράβια δεν θα ξανάρθουν
μα εγώ έχω για φάρο τα μάτια του χθες.
Κράτα το χέρι μου σφιχτά..
(στο βατόμουρο μου)
Κράτα το χέρι μου σφιχτά
στα σκέρτσα του αέρα, του χιονιά
μελαχρινή μου μυρωμένη πασχαλιά.
στου χρόνου τα ρηχά
της μιας δραχμής η ομορφιά
γι' ακόμα μιά χαρά μου δρασκελιά.
Της Παναγιάς η στράτα
στα μελαγχολικά τα καστανά σου μάτια
θα φέρει και αστροφεγγιά
του ήλιου τα καράτια.
Κράτα τα χέρια μου σφιχτά
βατόμουρο μου σ΄ έχω ακόμα αγκαλιά,
έχω φυλάξει τα φιλιά
σ' εκείνο τον παλιό μας μπεζαχτά.
Της Παναγιάς η στράτα
στου χρόνου την ανηφοριά
θα φέρει όνειρα δροσάτα
και την ανάσα μου γλυκιά παρηγοριά,
Εγώ κι' εσύ γλυκιά ζωή!
Ζωγράφιζες την αύρα των ματιών μου
κι' ήταν Δευτέρα ένα κρύο πρωινό
τώρα στο σύθαμπο σε χάνω φως μου
διάτορο το χάδι σου το αυγινό.
Ευαίσθητη, αναρχική πριγκίπισσά μου
θωρούμε γκρίζο τον δικό μας ουρανό
ν' ανηφορίσουμε να με κρατάς αρχόντισσά μου
να φιληθούμε στο μοιραίο δειλινό.
R.
Δε φάνηκες απόψε στα όνειρα μου
γλυκιά ζωή γλυκιά χαρά μου.
Ζάλα αλίμενα απ' του πολέμου την καπνιά
στ' αζήτητα οι ανοιξιάτικες γραφές μας
παιχνίδια ερωτικά αλλοτινά
αρχαίο κώνειο του τώρα ο καφές μας.
Άφωτα μελαγχολικά τα κίτρινα φεγγάρια
και η "φατσύλα" μας κι' αυτή στο τέλος της διαδρομής
διπλές και ντόρτα οι ζαριές στα ζάρια
στα βερεσέδια της παλιάς μας της δραχμής.
R.
Δε φάνηκες απόψε στα όνειρα μου
γλυκιά ζωή, γλυκιά χαρά μου.
Πες μου σ’ αγαπώ!
Με το χρυσάφι των μαλλιών μου σε χαϊδεύω
κι’ απ’ τα σμαράγδια των ματιών μου σε θωρώ
είμαι μια στάλα που τα θέλω σου αναδεύω
στης φαντασίας σου τον κόσμο «οδοιπορώ».
Ακροβατώντας στον ιστό της σκέψης σου
καταδύομαι στον άναρχο κόσμο των οραμάτων σου.
Σ’ αγαπώ ψιθυρίζω στους ανέμους, στις θύελλες, στις
καταιγίδες κάθε φορά που τα παιχνιδίσματα τους με
φέρνουν κοντά σου.
Το συννεφάκι που στην αγκαλιά του με κρατούσε, εσύ
στον ουράνιο θόλο το σμίλεψες εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα.
Και καθώς το καλέμι της σκέψης σου αυλάκωνε τις νερογραμμές μου μονολογούσες.
Να μ’ αγαπάς!
Στην κάψα να’ σαι η δροσιά μου,
στην παγωνιά η ζεστασιά μου.
Και από τότε ταξιδεύω…
Ταξιδεύω μέσα στης φαντασίας σου το άπειρο,
στα δάκρυα σου, στο χαμόγελο σου, στον πόνο,
στη χαρά σου, στην πίκρα, στα όνειρα σου.
Και ρωτάς κάθε φορά που ο ουρανός σου συννεφιάζει.
Που είσαι;
Κι’ εγώ σ’ ακούω, θύελλες περνώ και καταιγίδες, 15
αστροπελέκια και τυφώνες.
Τα χρυσά τα μαλλιά μου να χαϊδέψεις, τα πράσινα τα μάτια μου να διαβάσεις, από τα χείλη μου ν’ ακούσεις, σ’ αγαπώ.
Να σου θυμίσω λίγες από τις αμέτρητες φορές που ήρθα κοντά σου.
Στο θερινό το σινεμά δίπλα στο αγιόκλημα σε είχα δει μια αυγουστιάτικη βραδιά και ήσουν μόνος, πάλι για μένα έγραφες…
Που να’ σαι τώρα;
Και είπα να σου θυμίσω πως είμαι πάντα κοντά σου.
Το πρόσωπο σου χάιδεψα, ξαφνιάστηκες, κοίταξες τον ουρανό με απορία.
Θα βρέξει είπες μέσα σου, μα πως, βροχή από ένα λευκό συννεφάκι;
Τότε κατάλαβες, το δροσερό το χάδι δικό μου ήταν, το μαντήλι που με σκούπισες κοίταξες
κι’ ύστερα το φίλησες.
Το δάκρυ σου με συγκίνησε, μα τι θα μπορούσα να κάνω;
Μια σταγόνα της βροχής μονάχα είμαι.
Κυριακή βράδυ, στο ραντεβού δεν πήγες, γιατί;
Δεν φαινόταν πω θα βρέξει κι’ όμως…
Τρίτη θέση στο τρένο, μόνος στο ταξίδι του χρόνου, πάλι για μένα στίχους έγραφες
κι’ εγώ να κρατηθώ στο τζάμι προσπαθούσα.
Λίγο πριν χαθώ με είδες και μου χαμογέλασες, σ’ αγαπώ μου είπες κι’ εγώ χάρηκα κι’ έγινα ήλιος ανέσπερο φως.
Καλοκαίριασε, κουράστηκες να ρίχνεις τις πέτρες στη θάλασσα μέχρι που τ’ αστροπελέκια έφεραν σταγόνες βροχής.
Εμένα θυμήθηκες, τη δική σου σταγόνα, τη δική σου σταλαγματιά της βροχής.
Και τότε την νοτισμένη άμμο βάλθηκες να πλάθεις.
Ένα κάστρο για την πριγκίπισσα σου.
Θα είχες πιει δυο ποτηράκια παραπάνω.
Απόκριες ήταν, φαινόσουν χαρούμενος, γλεντούσες τη «μασκαρεμένη» βραδιά κι’ όμως τ’ αστέρια θωρούσες, ή μήπως τα γκρίζα σύννεφα που ετοιμάζονταν τα δάκρυα
τους ν’ αφήσουν;
Βράχηκες μα δεν σ’ ένοιαζε, είχες εμένα δίπλα σου και με καμάρωνες, όμορφη βραδιά…
Κουράστηκες από τις κακοτοπιές κι’ είπες να ξαποστάσεις.
Δίπλα στης μοναξιάς σου τ’ ακρογιάλι, την άμμο σκαλίζεις και είσαι μόνος.
Το φθινόπωρο έφτασε και το δάκρυ σου κατηφορίζει αργά για να χαθεί «αμίλητο» στο χώμα.
Με απορία με κοιτάζεις, λες και με θωρείς πρώτη φορά,
θέλω κάτι ακόμα να σου πω μου λες…
Μ’ ένα απ’ τα πέπλα σου χαρά μου μαγικό,
σαν χάδι στο μεθύσι μου απόψε σκέπασε με
κι’ απ’ τη δροσιά σου κέρνα με ποτό νοσταλγικό,
μείνε γλυκό μου όνειρο και αποκοίμισε με.
Δεν τελειώνει μ’ ένα ψέμα η ζωή.
Φύσα βοριά και παίξε μπαλοτιές
για μια αγάπη που την έκανε κομμάτια
φύσα μαΐστρο σβήσε τις φωτιές
που άναψαν δυο καστανά μεγάλα μάτια.
Δεν τελειώνει μ’ ένα ψέμα η ζωή
έχει ο χρόνος ο σοφός βοτάνια
μ’ ένα του βλέμμα ένα χάδι μια πνοή
σ’ άλλης αγάπης θα περάσεις τα λιμάνια.
Άγλυκο είναι ένα κάλπικο φιλί
θα λιώσει η ζάχαρη η άχνη ως το βράδυ
μα είναι όμως η αρχή λίγο πολύ
για κάτι άγνωστο που θα ‘ρθει απ’ το σκοτάδι.
Δεν τελειώνει μ’ έναν έρωτα η ζωή
με μια ζαριά σημαδεμένη
έχει ο καιρός γυρίσματα θα δεις ένα πρωί
στο σ’ αγαπώ της τη ματιά σου κεντημένη.