Α΄
Οι αθίγγανοι
Επανηρχόμην την εσπέραν εκείνην του Αυγούστου εξ ευτυχούς θήρας. Κάτω παρά την ακτήν, μέσω των θερισμένων αγρών, δύο μεμονωμέναι άγριαι άπιοι εξέτεινον τους ακανθώδεις αυτών κλώνας προς τον γαλανόν αέρα. Ακριβώς περί τα δένδρα ταύτα ήτο πρότερον εσπαρμένον ρόβι, ήτοι ερυθρόκοκκον γέννημα δι’ ου τρέφουσι τους βόας κατά τα χειμερινά ψύχη. Το ρόβι είνε προσφιλής των τρυγόνων τροφή, ήρχοντο λοιπόν εκεί τα αβρόσαρκα πτηνά καθ’ ομάδας αναζητούντα τους κόκκους, όσοι είχον σκορπισθή κατά γης, ραμφίζοντα στάχυν τινά, όστις είχε διαφύγει το κυρτόν της θεριστρίας δρέπανον. Κατά το σύνηθες δε αι τρυγόνες, ερχόμεναι μακρόθεν από του δάσους, εστάθμευον πρώτον επί των προεχόντων κλάδων της ετέρας των απίων,
και εξ απόπτου τας μικράς κεφαλάς κινούσαι επεσκό-
πουν ανήσυχοι τον τόπον της βοσκής.
Η θέσις αύτη ήτο καταλληλοτάτη προς θήραν εξ
ενέδρας. Εις εκ των νέων χωρικών ίδρυσε μεταξύ των
δύο απίων κρύπτην εν σχήματι κυψέλης δια μεγάλων
κλάδων πλεγμένων, ους από του δάσους εκόμισεν. Εν
αυτή κεκρυμμένος προ της δείλης είχον φονεύση τρία
ζεύγη.
Έρριψα τα καθημαγμένα πτηνά εν τω δικτυωτώ
σάκκω μου και ετράπην την προς το χωρίον οδόν. Αλλ’
ίνα αποφύγω τον κονιορτόν δεν εβάδισα την κοινήν
οδόν, από της παραλίας προς τα μεσόγεια, επροτίμησα
ταύτης την ευρείαν κοίτην του ποταμού, ξηράν εν ώρα
θέρους κατά τας εκβολάς, λιθόστρωτον δε και σκιαζο-
μένην υπό διπλού στοίχου πλατάνων, καθ’ όλα παρεμ-
φερή προς λεωφόρον μεγαλοπόλεως.
Αλλ’ ο ποταμός δεν φέρεται ευθύς ως διώρυξ εκ
της ξηράς προς την θάλασσαν. Από των βουνών νω-
χελώς κατερχόμενος κυλίεται μυρίους ποιών ελιγμούς
ένθεν και ένθεν ανά την κοιλάδα, διστάζων, αποφεύγων
να φθάση εις τον ευρύν πόντον, ένθα ανωφελή θα εκ-
χύση τα θολά νερά του εις τα αλμυρά και αφροστεφή
κύματα.
Εβάδιζον επί μίαν ώραν και όμως ήμην έτι μακράν
του χωρίου – δια της συνήθους οδού θα είχον φθάση
προ πολλού. Αλλ’ η παράτασις της οδοιπορίας δεν με
δυσηρέστει, ουδ’ ετάχυνον το βήμα όπως συντάμω αυ-
τήν.
Κατά την ώραν καθ’ ην η πρώτη σκιά του λυκόφω-
τος απλούται εις την καταπεποημένην φύσιν, κατά την
ώραν, καθ’ ην τα άγρια άνθη αποπνέουσι μελιτώδες
άρωμα και παρ’ αυτά ο γρύλλος μεθυόμενος αρχίζει
το μονότονον αύλημα – κατά την ώραν ταύτην και η
ψυχή του ανθρώπου όστις πλανάται μόνος εις την ανα-
πεπταμένην πλάσιν, και η ψυχή του ανθρώπου κατα-
λαμβάνεται υπό παραδόξου τινός συναισθήματος. Και
είνε τούτο ελπίς άμα και ανάμνησις, ευτυχίας δίψα και
χαράς παρελθούσης πόθος, έφεσις προς μεταρσίωσιν
και τάσις προς υποταγήν, συναίσθημα πολυσύνθετον,
ανώνυμον, μυστηριώδες, ως η ώρα αύτη η προ του σκό-
τους και μετά το φως, ως τα χρώματα εκείνα, άτινα
παράγουσι κατά την δύσιν αι ακτίνες και αι σκιαί, τα
χρώματα – όπου δεν έχουν όνομα κ’ έχουν περίσσια
κάλλη, κατά τον μέγαν ποιητήν.
Αλλά το συναίσθηα τούτο το ήρεμον, όπερ από της
ψυχής μετεδίδετο και ηπλούτο ως γλυκύτατος κάματος
ανά τα μέλη μου, υπεχώρησεν αίφνης προ ετέρου όλως
αντιθέτου και ακαριαίου, της εκπλήξεως.
Κατά τινα απότομον της κοίτης ελιγμόν το ρεύμα
του ποταμού εις ημέρας καταιγίδων είχε καταφάγη τα
χώματα, η δε όχθη κατεσπαραγμένη, κοιλωθείσα, εκολ-
πούτο ως αβαθές σπήλαιον.
Ακτίνες ερυθρωπού φωτός εκπεμπόμεναι εκείθεν
εθάμβωσαν τα βλέμματά μου.
Ανέκοψα το βήμα και εκρύβην όπισθεν κορμού
πλατάνου ίνα κατοπτεύσω. Υπέθεσα ότι παίδες εκ του
χωρίου είχον κλέψη κώνους αραβοσίτου, τους οποίους
κρυφίως έτρωγον εκεί οπτούς. Και είχον αυστηρώς
απαγορεύση τούτο, διότι κατά την ξηράν ταύτην του
έτους ώραν η ελαχίστη πυρά αδεξίως αναπτομένη ηδύ-
νατο να μεταδώση το πυρ εις τας πεύκας του δάσους.
Αλλ’ ευθύς επείσθην ότι ούτε παίδες ήσαν οι παρά
την πυράν ούτε χωρικοί. Ο κανονικός ήχος σφύρας εξή-
γει το πράγμα: ήσαν Αθίγγανοι, και ήσαν δύο? ανήρ και
γυνή.
Δεν παρέτεινα επί πλέον την κατασκόπησιν και
επροχώρησα προς την πυράν. Ο ανήρ όρθιος εσφυρη-
λάτει διάπυρον τεμάχιον σιδήρου, το οποίον έσφιγγον
αι μαύραι σιαγόνες του σφιγκτήρος. Η γυνή κατά γης
καθημένη ανεκίνει ρυθμικώς τους βραχίονας, πιέζουσα
εναλλάξ τους δύο αεροπληθείς ασκούς δια των οποίων
εζωπυρούντο οι ξυλάνθρακες.
Της γυναικός ταύτης την μορφήν δεν ηδυνάμην να
διακρίνω? είχεν εστραμμένα τα νώτα και η σκιά της
απετυπούτο μακροτάτη επί των λευκών χαλίκων του
ποταμού. Πέριξ αυτής ήσαν συσσωρευμένα αναμίξ
σκεύη και ράκη δυσδιάκριτα εις το σκιόφως και δέρ-
ματα και σίδηρα και κόσκινα και μέγα τύμπανον.
Εις όνος δεδεμένος ουχί μακράν εμάσσα άνευ ορέ-
ξεως θύσσανον αραβοσίτου και οι σπινθηρίζοντες άν-
θρακες εφώτιζον ζωηρώς τους λευκούς μυκτήρας και
τους ερυθρούς οφθαλμούς του κτήνους.
— Ώρα καλή! εφώνησα, και ηναγκάσθην να επα-
ναλάβω τον χαιρετισμόν ιν’ ανεγείρη την κεφαλήν ο
Αθίγγανος.
— Καλησπέρα, αφεντικό! απήντησε και εξηκολού-
θησε το έργον.
Η γυνή ούτε έστρεψε προς εμέ το βλέμμα, ούτε τον
χαιρετισμόν απέδωκεν, ανεκίνει πάντοτε ρυθμικώς τας
χείρας και προσέβλεπε την πυράν.
Εις άνθραξ ωλίσθησε και ώθησεν αυτόν δια του
ποδός, τον οποίον εξέτεινε γυμνόν.
Περιειργαζόμην νυν εκ του πλαγίου την γυναί-
κα ταύτην. Ήτο προφανώς νέα, αλλά την ηλικίαν αυ-
τής δεν ηδύνατό τις να ορίση. Ερρακωμένον μαντίλιον
εκάλυπτε την κεφαλήν αυτής, αλλά της κόμης κροσσοί
εξεχύνοντο ένθεν και ένθεν προς τον αυχένα και τους
κροτάφους και εσκίαζον την μορφήν. Η του προσώπου
κατατομή διεγράφετο καθαρά και έντονος, η ρις ευ-
θεία και προέχουσα, του στόματος η σχισμή μικρά και
λοξή προς την σιαγόνα, το κάτω χείλος ελαφρώς κρε-
μάμενον. Η χροιά του προσώπου φύσει μελάγχρους,
καθίστατο εκ της ανταυγείας των ανθράκων μάλλον
βαθύχρους και απέστιλβεν ως ορειχαλκίνη προτομή. Η
κόγχη του οφθαλμού εφαίνετο ως οπή μελανή, σκιαζο-
μένη υπό των προσπιπτουσών τριχών της κεφαλής και
των μακρών βλεφαρίδων. Ήτο περιβεβλημένη ενδύμα-
τα, ων ηδυνάτουν να μαντεύσω την αρχικήν κατάστα-
σιν, το αρχικόν χρώμα και σχήμα. Φαίνεται ότι απε-
τελούντο εκ τεμαχίων και λειψάνων πολλών παλαιών
ενδυμάτων ομού συνερραμμένων ατέχνως και χονδρο-
ειδώς. Δια τούτων ήτο εμπλαστρωμένος του σώματος
ο κορμός? εξήρχοντο δε διά των σχισμών οι βραχίονες
γυμνοί μέχρις αγκώνων και προέβαλλον υπό τα διά-
τρητα κράσπεδα οι πόδες ελεύθεροι πάσης υποδήσεως.
Ο Αθίγγανος ήτο κάπως ευπρεπέστερον της γυναι-
κός ενδεδυμένος. Χιτών, όστις εφαίνετο δερμάτινος εκ
της ρυπαρότητος κατήρχετο μέχρι των γονάτων? ανοι-
κτός κατά τον τράχηλον και μέχρι των στέρνων εξέθε-
τεν εις θέαν το στήθος λάσιον, ολόμαυρον. Την οσφύν
έσφιγγε λωρίον ποδιάς βραχυτάτης εκ τραχέως δέρ-
ματος. Αι κνήμαι ήσαν γυμναί, στιβαραί, αιματόχροοι,
ως κορμοί πεύκης? οι πόδες υποδεδεμένοι δια τριχω-
τής δοράς ξανθού μόσχου. Την κεφαλήν του Αθιγγάνου
εκάλυπτε φέσιον μελάγχρουν, ψωριών, στιλπνόν εκ του
λίπους.
Αφήκε τέλος την σφύραν και ύψωσε την κεφαλήν.
— Αφεντικό, να με συμπαθάς, κατά πώς λέει κ’
η παροιμία, το σίδερο θέλει βάρεμα όσο είνε πυρωμέ-
νο!…
Και είπε ταύτα διά της συνήθους λιπαράς και συρ-
τής προφοράς των Αθιγγάνων προσπαθών να κατα-
στήση ευπροσήγορον την μορφήν, την ζωώδη εκείνην
μορφήν, την πλήρη τριχών, ήτις ωμοίαζεν όλη προς με-
γάλην ψήκτραν ή προς σώμα ακανθοχείρου. Και διέ-
στελλε μειδιών τα χείλη, και επεδείκνυε τους κιτρίνους
οδόντας και εκάμμυε τον αριστερόν οφθαλμόν, μικρόν,
στρογγύλον, προέχοντα ως λεπτοκάρυον – ο δεξιός
οφθαλμός ήτο κολλημένος, κλειστός, τυφλός…
Δεν είδα ποτέ μορφήν φρικωδεστέραν εκείνης,
συνενούσαν εν ταυτώ την κτηνωδίαν και την κακίαν.
Εστράφην ίνα απέλθω, αδυνατών να παρατείνω επί
πλέον την διαμονήν μου πλησίον του αλήτου αυτού,
του οποίου η ρυπαρότης ενέπνεεν αηδίαν και η φυ-
σιογνωμία αποστροφήν. Προσετίθετο δε ουδέν ήττον
αποκρουστική και η οσμή και η λαύρα της ανθρακιάς.
Τι μ’ εκράτησεν;
Εν βλέμμα της Αθιγγανίδος.
Υπό των προς εμέ λόγων του συντρόφου της απο-
σπασθείσα τέλος της διηνεκούς προσηλώσεως ανήγειρε
βραδέως, νωχελώς την κεφαλήν και έστρεψε προς εμέ
τους οφθαλμούς. Εν εκπληκτική, εν όλως απροσδοκήτω
αντιθέσει προς την μελάγχρουν μορφήν και την μαύρην
κόμην οι οφθαλμοί εκείνοι ήσαν γαλανοί.
Η ρυπαρότης, η οποία εξετείνετο από κεφαλής μέ-
χρι ποδών, κατέλειπε μόνους τους οφθαλμούς ασπί-
λους, αγνούς, και το βλέμμα έρρεεν απ’ αυτών διαυ-
γές ως ύδωρ από πηγής κρυσταλλώδους. Ακριβώς δε
η αντίθεσις των λαμπρών εκείνων φωστήρων προς την
όλην αθλιότητα της ρακενδύτου κόρης εκίνει εις θαυ-
μασμόν τον θεατήν.
Εξεπληττόμην επί τη θέα των σαπφειρίνων εκείνων
κοσμημάτων της μορφής, όσον αν έβλεπον σαπφειρί-
νους δακτυλίους περί τα δάκτυλα, άτινα επίεζον τους
ασκούς.