Γεννήθηκα μετά τη δυστυχία σ’ ένα προάστιο των Αθηνών πριν από μισό αιώνα. Τα σπίτια που έμεινα ήταν πολλά, δεν πρόλαβα να γνωρίσω τους ανθρώπους. Κάθε γειτονιά είχε τα δικά της, χαμόγελα έξω, φωνές μέσα, καλημέρες, γροθιές.
Στον εθνικό ύμνο έστεκα προσοχή, στην προσευχή σταυροκοπιόμουν. Κανονικά πράγματα σε μια χώρα που έτσι τα ήθελε.
Μια μέρα πήδηξα πάνω σε ένα μπαλόνι που ξέφυγε από μια πλατεία. Από εκεί, είδα τον κόσμο χωρισμένο στα δύο. Κι έτσι κατάλαβα πως δεν γεννήθηκα μετά τη δυστυχία. Και πως αυτή η τελευταία έχει μεζούρα. Ξεκινάει από τη μια άκρη της γης και καταλήγει στην άλλη. Δεν είναι δράμα ανθρώπινο να μην σημάδεψε ετούτη τη μεζούρα.
Δύσκολα πράγματα.
Πιο εύκολο είναι να ρίξεις λίγο φως, σε μια γωνία σκοτεινή του δρόμου.
Να πανικοβληθούν τουλάχιστον οι κατσαρίδες και οι βρικόλακες.