Βρισκόταν μακριά από την πρωτεύουσα, στη μέση του πουθενά, απέναντι από αγνώστους. Οι άνθρωποι που στέκονταν μπροστά της, όμως, δεν είχαν απειλητικές διαθέσεις. Όλοι τους ήταν ντυμένοι λιτά με κάτι απλοϊκά υφάσματα, παλιά τρυπημένα ρούχα. Ο άνδρας ήταν ψηλός στο ανάστημα και είχε πλατύ μέτωπο και παχιά χείλη. Του έλειπε ο δεξής κυνόδοντας. Η γυναίκα είχε μια δυσεύρετη ομορφιά, εξωτική, παρά την ηλικία της. Είχε μάτια μεγάλα σαν αμύγδαλα στο χρώμα της ελιάς. Οι δυο τους είχαν δημιουργήσει μια αγαπημένη οικογένεια με πολλά παιδιά. Το βλέμμα της Ευγενίας στάθηκε μόνο στο ένα από αυτά.
Ήταν ίσαμε πέντε χρόνων, υπολόγισε. Τα μαλλιά της, σγουρά και καστανοκόκκινα, τονίζονταν περισσότερο κάτω απ’ το έντονο φως του ήλιου. Είχε το χρώμα του εβένου. Το κοριτσάκι καθόταν ήσυχο στο χώμα δίπλα από την τροφή των ζώων. Είχε μάτια καλοσυνάτα και στρόγγυλα όπου ήταν φωλιασμένη μια αγιάτρευτη μελαγχολία. Η Ευγενία δεν είχε αντικρίσει παρόμοια. Την κοίταζε σάμπως τη βασάνιζε κάποια δυστυχία μεγάλου ανθρώπου. Μα η έκφραση αυτή δεν διήρκησε πολύ. Ορθώθηκε απ’ το έδαφος και μ’ ένα διαπεραστικό ηχόχρωμα φώναξε τα υπόλοιπα αδέρφια της για να παίξουν.
Η Ευγενία την παρατηρούσε σχολαστικά από μακριά, ενώ ξέσπασε σ’ ένα γέλιο αυθόρμητο. Μόλις έπαψε πια να κινείται, εστίασε στα χαρακτηριστικά της. Γύρω από τα μάτια και στα κάτω της βλέφαρα κάθονταν μύγες. Το θέαμα ίσως να ήταν αποκρουστικό. Ίσως με δαύτη την εικόνα ο νους να ταξιδεύει στα φτωχά παιδιά της μαύρης ηπείρου. Ωστόσο, το μικρό κορίτσι εξακολουθούσε να παίζει αμέριμνα και τότε την είδε που χαμογέλασε. Μια σειρά από λευκά δόντια φάνηκε και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Δεν είχε ούτε χρήματα, ούτε παιχνίδια. Τα μάτια της, βρώμικα και γεμάτα τσίμπλες, είχαν μια λάμψη που δεν είχε ξαναδεί σ’ άλλον άνθρωπο. Δεν είχαν ανάγκη από κανέναν πλούτο.