Βερολίνο
Τι βρήκες πίσω απ’ την κουρτίνα Χανς;
Ένα τρύπιο παλτό
με μια σύριγγα στη τσέπη.
Μια δωδεκάχρονη πόρνη
στην Αλεξάντερ Πλατς.
Ένα κίτρινο τραμ στο Βουλεβάρτο του λαού
που σε κοιτάει με οίκτο καθώς ξεκινά
για το λαμπρό Κούρφιρστενταμ.
Ο ουρανός πάνω απ’ το Ράιχσταγκ
γέμισε πάλι μαυροπούλια
κι εσύ περιφέρεσαι
ανάμεσα σε «ανδράποδα
φιλοδέσποτα και άδρηστα».
Σε ταΐζουν σκουπίδια και ψέματα
για να μηδενίσουν τις αντιστάσεις σου.
Βλέπεις τη Πολίτσια και σωπαίνεις.
Ακούς τη καμπάνα και σωπαίνεις.
Δεν βρήκες τον παράδεισο πίσω απ’ το τείχος
και σ’ αυτόν που τώρα περιμένεις να πας
δεν θα ’ναι κανείς που σε καταλαβαίνει.
Εκλογές
Τα φώτα έσβησαν στα δημόσια κτίρια.
Τα μνημεία γύρισαν στη μοναξιά τους.
Πρεζόνια και άστεγους γέμισε πάλι η πλατεία.
Η πόλη ψήφισε και τώρα τι να πεις;
Μια αέναη πτήση είναι ο πόθος μου
πάνω από το γέρικο σώμα
αυτής της κουρασμένης χώρας.
Σκέπασε σκόνη τα θλιμμένα αγάλματα.
Σκέπασε πάγος τους αδικαίωτους τάφους.
Άλλοι ψάχνουν ένα μπαρ για να ζεσταθούν.
Άλλοι μια αγκαλιά για να κρυφτούν.
Η πόλη ψήφισε και τώρα τι να πεις;
Σαν τον Αινεία στέκομαι και δακρύζω
δίπλα στο θεόρατο ξύλινο άλογο.
Το όνειρο κάθε ανθρώπου είναι o αετός.
Η αλήθεια κάθε ανθρώπου είναι ο πίθηκος.
Η πόλη ψήφισε και τώρα τι να πεις;
Μόνο ένας μαύρος κόκορας
κρώζει σαν Κασσάνδρα.
Η μπαλάντα της νέας ήττας
Είκοσι οκτώ πολύχρωμα λάβαρα
στο ανθισμένο λιβάδι
ανέμιζαν υποσχέσεις
για γλυκούς καρπούς το χειμώνα.
Ο αέρας μύριζε κουφέτα και χαρά
σαν σε βάφτιση ή σε γάμο.
Ένας ποιμένας γητευτής
σαλαγούσε φοβισμένες σκιές ανθρώπων
σαν πρόβατα εν μέσω αιμοβόρων λύκων
που με μαύρα κοστούμια και λευκά χαμόγελα
έκρυβαν την πείνα τους για πλούτο.
Παρηγοριά στο ποίμνιο ήταν ο Σταγειρίτης
που μίλαγε για μια δεύτερη φύση
σμιλεμένη με νόμους από τον άνθρωπο,
ικανή -λέει- να νικήσει τη φύση
που μας θέλει αρπακτικά.
Μια ξαφνική καταιγίδα χάλασε τη γιορτή.
Σώριασε τις σημαίες. Μαύρισε τα χρώματα.
Λάσπωσε την ύβρη του Αριστοτέλη.
Τώρα απλανή μάτια κοιτούν αδιάφορα
το ανεπίδοτο μήνυμα των Μηλίων
στο πόδι ενός μαύρου περιστεριού
που τσιμπολογά τα περισσεύματα
στα ρείθρα της λαϊκής.
Βιαστικά, για να προλάβει
καθώς καταφθάνουν πεινασμένοι οι άστεγοι
«Αδελφοί,
ο παράδεισος κάηκε
στις μεγάλες φωτιές το καλοκαίρι»
δηλώνει τώρα ο παπάς
με το τατού κάτω απ’ το ράσο.
«Οι καρδιές μας δεν αντέχουνε
να φτιάξουνε καινούργιο.
Άρα οι κόποι μας σε τούτη τη ζωή
θα μείνουν τώρα χωρίς ανταμοιβή».
Οι πιστοί κλείστηκαν στα γυάλινα καταφύγια.
Άλλοι έφυγαν με καράβια και τρένα.
Άλλοι με ένα φαρμάκι στις φλέβες.
Τα παιδιά ξύρισαν τα κεφάλια
κι άρπαξαν τα ρόπαλα.
Εσύ ξεχάστηκες στο σκοτεινό Μουσείο
όπου φυλάγονται οι αναμνήσεις.
Ακούς αγγέλους να σου τραγουδούν
αντάρτικα του σαράντα.
Μέχρι ο ήλιος να δύσει οριστικά
πίσω από τις Κυνός Κεφαλές.
Αυτός ο κόσμος δεν θα γίνει ποτέ
τόσο όμορφος όσο τα όνειρά σου.
Ναι…
Νιώθουν βαριά τη σκλαβιά οι σύντροφοι.
Μα την ευθύνη της ελευθερίας
ακόμα πιο βαριά.