ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Το άλλο τους μισό
Ένα χρόνο πριν…
Καλοκαίρι, αρχές Ιουνίου στο πανόραμα Θεσσαλονίκης…
Οι γονείς της Έλενας είναι πολύ χαρούμενοι. Γύρισε η μονα-
χοκόρη τους από την Αγγλία όπου σπούδαζε σε ιατρική σχολή στον
τομέα της καρδιολογικής χειρουργικής.
Στην ορκωμοσία της παρευρεθεί και ο πατέρας της, ο οποίος την
καμάρωνε με μάτια βουρκωμένα. Η μοναχοκόρη του ήταν πλέον
γιατρός και η συγκίνηση του ήταν μεγάλη.
Η μητέρα της δεν μπόρεσε να ταξιδέψει γιατί τον τελευταίο και-
ρό δεν αισθανόταν και πολύ καλά, την ταλαιπωρούσαν κάτι ζαλά-
δες, έτσι περίμενε με αγωνία την επιστροφή της κόρης της. Οι ώρες
της φαίνονταν ατελείωτες, επειδή για ένα μεγάλο χρονικό διάστη-
μα δεν είχαν ιδωθεί.
Η στιγμή της συνάντησης τους ήταν συναισθηματικά φορτι-
σμένη. Όταν η Βέρα αντίκρισε τη μοναχοκόρη της, με δακρυσμένα
μάτια, γεμάτη λαχτάρα την έσφιξε στην αγκαλιά της. Δε χόρταινε
να τη φιλάει και να κοιτάει τα μεγάλα σμαραγδένια μάτια της, ενώ
χάιδευε τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της.
- Καρδούλα μου, πόσο σε έχω επιθυμήσει! Μου έλειψες πολύ.
- Εγώ να δεις μανούλα μου πόσο σε επιθύμησα! Απάντησε εκεί-
νη σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας της.
Η αγαπημένη τους κόρη ήταν πλέον κοντά τους και θα έκανε ότι
καλύτερο περνούσε από το χέρι της για να βοηθήσει τους γονείς της.
Η Έλενα ήταν εύπορη, λόγω της μεγάλης ακίνητης περιουσίας
του πατέρα της, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος αλλά και από την πε-
ριουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Λίγο έξω από
τη Θεσσαλονίκη είχε ένα κτήμα στο οποίο δημιούργησε τις εγκα-
ταστάσεις της επιχείρησής του, μια βιοτεχνία ενδυμάτων. Στο ίδιο
κτήμα είχε χτίσει ένα πανέμορφο σπίτι διακοσμημένο εξωτερικά με
πέτρα, ενώ είχε διαμορφώσει σχεδόν το μισό σπίτι σε ατελιέ.
Ο Πέτρος Αντωνίου, ο πατέρας της Έλενας, ήταν ένας καταξιω-
μένος σχεδιαστής μόδας γυναικείων ρούχων, λάτρευε υπερβολικά
τη δουλειά του και ξημεροβραδιαζόταν καθημερινά αφιερώνοντας
πάρα πολύ χρόνο στις δημιουργίες του. Τα υπέροχα φορέματα του
φορούσε και λάνσαρε το πιο εμφανίσιμο μοντέλο, η Έλενα. Πήρε
μέρος σε αρκετές επιδείξεις που γινόντουσαν σε διάφορα μέρη της
Ελλάδος, πριν φύγει για σπουδές στο εξωτερικό.
Οι γονείς της ήταν πανευτυχείς που είχαν επιτέλους κοντά τους
την αγαπημένη τους κόρη. Η Έλενα ήταν γοητευτική, ψιλή λεπτο-
καμωμένη, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά και μεγάλα πράσινα
μάτια. ‘Ήταν γλυκομίλητη και αξιαγάπητη, όλοι τη θαύμαζαν. Από
την Αγγλία γύρισε με δυναμικότητα και στόχους, με σκοπό να βο-
ηθήσει τον πατέρα της, ο οποίος αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα
με την καρδιά του και αυτό διότι ήταν εξαιρετικά αγχώδης άνθρω-
πος και ήθελε πάντα να είναι όλα τέλεια και να πρωτοπορεί. Είχε
μεγάλη αγωνία για τη φθινοπωρινή και χειμερινή κολεξιόν. Είχε
κλείσει ήδη δύο επιδείξεις που θα γίνονταν στην Αθήνα και στη
Θεσσαλονίκη. Κοντά του ήταν πλέον η κόρη του, ο θησαυρός του,
όπως την αποκαλούσε πολλές φορές και η παρουσία της του έδι-
νε δύναμη και κουράγιο να συνεχίσει τη λαμπρή καριέρα του στον
σχεδιασμό ρούχων.
Από την ημέρα που επέστρεψε η Έλενα βρισκόταν συνέχεια κο-
ντά τους και βοηθούσε με κάθε τρόπο. Μια μέρα ενώ ήταν απασχο-
λημένη στο γραφείο της βιοτεχνίας, κάποιος της έστειλε μια πολύ
μεγάλη ανθοδέσμη με κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Η μητέρα της
βλέποντας την ανθοδέσμη χαμογέλασε και θέλησε να την πειράξει.
- Ποιανού καρδιά έχεις κάψει μικρή μου;
Εκείνη παραξενεύτηκε και κοίταξε τη μικρή καρτούλα που βρι-
σκόταν ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, υπήρχε μόνο ένα «Σ». Ένα μο-
νόγραμμα και τίποτε άλλο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος της έστειλε την ανθοδέσμη,
δεν πήγαινε κάπου το μυαλό της. Την έβαλε σε μια άκρη χωρίς να
δώσει ιδιαίτερη σημασία και επέστρεψε και στη δουλειά της. Η Έλε-
να προς το παρόν ήθελε να ξεκουραστεί και να βοηθήσει τους γο-
νείς της. Είχε όμως τα δικά της σχέδια και θα έκανε ότι χρειαζόταν
για να εργαστεί ως χειρούργος καρδιολόγος σε ένα μεγάλο νοσο-
κομείο της Θεσσαλονίκης ή σε μια ιδιωτική καρδιολογική κλινική.
Ο καιρός περνούσε και όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι,
ο πατέρας της είχε ετοιμάσει όλα τα σχέδια και η μητέρα της είχε
αναλάβει την ολοκλήρωση των ρούχων για την επίδειξη που θα γι-
νόταν τον Σεπτέμβρη.
Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας της αρρώ-
στησε και πάλι από την καρδιά του και πηγαινοερχόταν στο νοσο-
κομείο. Σαν γιατρός αλλά και ως κόρη η Έλενα αγωνιούσε και βρι-
σκόταν συνέχεια στο πλευρό του. Η καρδιά της σφίχτηκε όταν στη
σκέψη της έφερε εκείνη την εικόνα, όπου ήταν μικρή και ο πατέρας
χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο σε βαριά κατάσταση
εξαιτίας του ίδιου προβλήματος. Είχε τρομάξει πολύ, πίστεψε ότι θα
έχανε τον αγαπημένο της πατέρα και δε θα τον ξαναέβλεπε ποτέ.
Από τότε είχε βάλει σκοπό στη ζωής της να γίνει χειρούργος
καρδιολόγος για να μπορεί να τον βοηθάει οποιαδήποτε στιγμή θα
χρειαζόταν, αλλά και να σώζει τις ζωές άλλων ανθρώπων.
***
Ο πατέρας της ένιωθε καλύτερα με τη φαρμακευτική αγωγή που
ακολουθούσε τελευταία, πήγαινε στη δουλειά του ευδιάθετος. Κα-
νείς δε φανταζόταν ότι θα ερχόταν τόσο σύντομα εκείνη η μοιραία
μέρα που ο Πέτρος Αντωνίου θα πάθαινε και πάλι έμφραγμα την
ώρα που βρισκόταν στη δουλειά του. Το πρωί είχε ξυπνήσει με πολύ
καλή διάθεση και έκανε χιούμορ με τη γυναίκα του και την κόρη
του, ήταν πολύ χαρούμενος επειδή κατάφερε να δημιουργήσει και
αυτή τη φορά εξαιρετικά και μοναδικά ρούχα.
Η Έλενα χαιρέτησε τον πατέρα της και τη μητέρα της με ένα
φιλί στο μάγουλο και κατέβηκε για ένα καφέ με τη φίλη της σε μια
καφετέρια κοντά στη θάλασσα, με την προϋπόθεση να επιστρέψει
αργότερα στη βιοτεχνία.
***
Την ίδια στιγμή που η Έλενα χαλάρωνε και απολάμβανε τον
καφέ της, η μητέρα της βρισκόταν στο νοσοκομείο όπου είχε με-
ταφερθεί επειγόντως ο πατέρας της. Η μοίρα είχε αποφασίσει να
παίξει το παιχνίδι της. Η μητέρα της προσπαθούσε πανικόβλητη να
ειδοποιήσει την κόρη της, καλώντας πολλές φορές στο κινητό της,
αλλά άδικος κόπος, δεν απαντούσε.
- Αχ βρε κορίτσι μου πάλι αφόρτιστο το έχεις, μουρμούρισε
απογοητευμένη η μητέρα της και αμέσως σκέφτηκε να τηλεφω-
νήσει στη φίλη της.
Εκείνη κοίταξε με απορία το κινητό της.
- Η μητέρα σου είναι Έλενα, τι να θέλει άραγε;
Κρύος ιδρώτας έλουσε την Έλενα, άρπαξε το κινητό με τρεμάμε-
να χέρια και με αγωνία ρώτησε.
- Έλα μαμά πες μου τι συμβαίνει;
- Κορίτσι μου, έλα γρήγορα, ο πατέρας σου δεν είναι καλά, είπε
κλαίγοντας η μητέρα της.
Το κινητό έπεσε από τα χέρια της Έλενας ενώ ψιθύριζε.
- Μπαμπά μου, μπαμπάκα μου μη φύγεις, σκέφτηκε ότι έφυγε
μόνο για λίγο από κοντά του και ίσως δε θα τον προλάβαινε στη
ζωή. Αυτή η σκέψη και μόνο την έκανε να τρομάξει πολύ, όλο αυτό
δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, ένιωθε ότι βρισκόταν μέσα σε μια
μεγάλη σβούρα που στριφογύριζε ασταμάτητα, ώσπου έχασε τις αι-
σθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Η Δέσποινα, η φίλη της τρόμαξε και εκείνη, αλλά προσπάθησε
να τη συνεφέρει με τη βοήθεια του σερβιτόρου. Όταν συνήλθε, πα-
νικόβλητη μαζί με τη φίλη της έφτασαν στο νοσοκομείο. Κατάχλο-
μη έτρεξε προς το μέρος της μητέρας της, η οποία ήταν έξω από τον
δωμάτιο και έκλαιγε. Με κομμένη την ανάσα και τρεμάμενη φωνή
τη ρώτησε:
- Πες μου μαμά ότι ο μπαμπάς είναι καλά;
Η μητέρα της κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και ψελλίζο-
ντας της:
- Τον χάσαμε παιδί μου, τον χάσαμε!
Τότε η Έλενα όρμισε στο δωμάτιο όπου ο πατέρας της άφησε την
τελευταία του πνοή, ο γιατρός που έβγαινε εκείνη τη στιγμή βλέπο-
ντας την ανασήκωσε τους ώμους του λέγοντας:
- Λυπάμαι Έλενα, κάναμε ότι ήταν δυνατόν.
Τα γόνατα της Έλενας λύγισαν και ο κόσμος της γκρεμίστηκε
μόλις αντίκρισε το χλωμό πρόσωπο του λατρεμένου της πατέρα.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μέτωπο, ήταν ακόμα ζεστός. Άρ-
χισε να του μιλάει, και να του ζητάει συγγνώμη που δε βρισκόταν
κοντά του τις τελευταίες του στιγμές.
Άλλες φορές τον παρακαλούσε κλαίγοντας να ξυπνήσει και άλ-
λες φορές τον ρωτούσε χαϊδεύοντας τα καστανά του μαλλιά.
- Γιατί με άφησες γλυκέ μου πατερούλη; Γιατί δε με περίμενες;
Δεν ήθελε να τον αφήσει, τον αγκάλιαζε και ακουμπούσε το μά-
γουλο της στο στήθος του πιστεύοντας πως θα ακούσει την καρδιά
του να χτυπάει.
Οι νοσοκόμες προσπάθησαν να την ηρεμήσουν παίρνοντας τη
στο γραφείο του νοσοκομείου, η μητέρα της έκανε μεγάλη προ-
σπάθεια για να μη λιγοψυχήσει. Με σπαραγμό ψυχής αγκάλιασε τη
μονάκριβη κόρη της που ήταν και αυτή απαρηγόρητη, προσπαθώ-
ντας να της δώσει κουράγιο, αδύναμη όμως να συγκρατήσει τους
λυγμούς της.
Την επόμενη μέρα θρήνος και πόνος, η ψυχή τους χίλια κομμάτια
γιατί έπρεπε να πουν το στερνό αντίο στον πολυαγαπημένο, λα-
τρευτό πατέρα και σύζυγο.
Στο πρόσωπο της Έλενας και της μητέρας της ζωγραφισμένη η
θλίψη και ο πόνος, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την πραγματικότη-
τα. Μετά την τελετή όταν επέστρεψαν στο σπίτι η Έλενα κλείστηκε
στο δωμάτιο της και δεν ήθελε να δει κανέναν, η μητέρα της παρ’
όλη τη θλίψη της προσπαθούσε να παρηγορήσει την κόρη της.
Η Δέσποινα θέλησε να μείνει κοντά της, όμως εκείνη δεν ήθελε
κανέναν, ούτε και τη μητέρα της. Τρεις μέρες δεν άνοιγε την πόρτα
της, όσο και αν την εκλιπαρούσαν να ανοίξει για να φάει ή να πιει
λίγο νερό, ένοιωθε ότι ήταν υπεύθυνη που ο πατέρας της έφυγε από
τη ζωή, παραμιλούσε και έλεγε συνεχώς
- Αν ήμουν κοντά του ίσως να ζούσε.
***
Δύο μήνες μετά…
Οι μέρες κυλούσαν και η Έλενα κλεινόταν όλο και περισσότερο
στον εαυτό της, δεν την ενδιέφερε τίποτα, λες και είχαν σβήσει όλα
τα όνειρά της. Δεν ήθελε να βγαίνει από το σπίτι της αλλά ούτε να
βλέπει κανέναν.
Αγαπούσε υπερβολικά τον πατέρα της, ήταν η αδυναμία της και
του έλεγε όλα τα μυστικά της. Εκείνος την προστάτευε και τη συμ-
βούλευε πάντα, ήταν το κοριτσάκι του όσο εκείνη και αν μεγάλωνε.
Τη μητέρα της την αγαπούσε πολύ, αλλά ένιωθε ότι γινόταν πιεστι-
κή όταν τη συμβούλευε, ότι της έλεγε τα ίδια και τα ίδια, όπως κάθε
μητέρα.
Η Έλενα πολλές φορές έλεγε στη μητέρα της με έντονο τόνο.
- Αμάν βρε μαμά, αμάν, εσύ φοβάσαι και τον ίσκιο σου.
Η Δέσποινα η αγαπημένη φίλη της Έλενας, φίλες από το γυ-
μνάσιο, ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους σαν αδερφές, σκέφτηκε να
βοηθήσει και να βγάλει την Έλενα από τη θλίψη της με όποιο τρόπο
μπορούσε. Πήγε στο σπίτι της και της πρότεινε να κάνουν μία βόλ-
τα. Η Έλενα επέμενε ότι δεν είχε διάθεση, τότε η φίλη της έκανε μία
γκριμάτσα ζαρώνοντας τα χείλη της και της απάντησε.
- Καλά τότε και εγώ θα μείνω εδώ δίπλα σου μέχρι να γεράσουμε
μαζί.
Το είπε και το έκανε η Δέσποινα, όχι βέβαια να γεράσουν μαζί
αλλά να κάνουν διακοπές στη Χαλκιδική, σε ένα ωραιότατο και πα-
ραθαλάσσιο χωριό, βουνό και θάλασσα μαζί. Εκεί είχαν μια μεζονέτα
πάνω σε λόφο με μεγάλη αυλή και πολλά λουλούδια, ήταν το πατρι-
κό της μητέρας της Έλενας. Η θέα ήταν απερίγραπτη, φανταστική.
Μόνο η Δέσποινα με τον τρόπο της είχε καταφέρει να μαλακώσει
την ψυχή της αγαπημένης φίλης της. Την ημέρα που θα έφευγαν για
τη Χαλκιδική η Δέσποινα έστειλε ένα μήνυμα στην Έλενα. «Είσαι
έτοιμη; Έρχομαι σε λίγα λεπτά.» Όταν όμως πέρασε να πάρει την
Έλενα από το σπίτι της εκείνη της είπε ότι δεν είχε όρεξη για δια-
κοπές, τότε η Δέσποινα την πήρε σχεδόν σηκωτή και την κατέβασε
στο αυτοκίνητο. Η μητέρα της κατέβηκε κρατώντας τη βαλίτσα στο
χέρι της και συμβούλεψε την κόρη της.
- Πήγαινε καρδούλα μου. Λίγο να ηρεμήσεις και να αλλάξεις πα-
ραστάσεις. Θα σου κάνει καλό η θάλασσα, και ενώ της έλεγε όλα
αυτά έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Η Έλενα κούνησε το κεφάλι της με τη συνηθισμένη γκριμάτσα
ζαρώνοντας τα φρύδια της και απάντησε στη μητέρα της.
- Εντάξει μαμά, εντάξει με πείσατε.
Η Δέσποινα έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και έφυγαν για τη Χαλ-
κιδική. Στο δρόμο άρχισε να λέει διάφορα αστεία για να φτιάξει τη
διάθεση της φίλης της. Ξαφνικά η Έλενα ξέσπασε σε ένα δυνατό
γέλιο και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σε ατελείωτους λυγμούς, επα-
ναλαμβάνοντας τις ίδιες λέξεις.