ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Βοαδίκεια (ή Boudicca, ή Βουδουίκα) ήταν σύζυγος του Πρασούταγου, του πλούσιου βασιλιά της ισχυρής βρεττανικής φυλής των Ικένων, στα ΝΑ της νήσου. Αν και εκείνος είχε ορίσει συγκληρονόμο του βασιλείου του τον Αυτοκράτορα Νέρωνα μαζί με τις δυο του κόρες, με το θάνατό του (61 μ.Χ.) η χώρα του λεηλατήθηκε και μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, οι κόρες του βιάστηκαν και η Βοαδίκεια μαστιγώθηκε. Αρνούμενη τότε να υποταχθεί, εξώθησε τη φυλή της και άλλες βρεττανικές φυλές σε μια άγρια επανάσταση.
Η επανάσταση έφερε τους Ρωμαίους σε απελπιστική θέση, Οι επαναστάτες κατέστρεψαν τρεις εξέχουσες πόλεις, το Καμουλόδουνο (την ίδια την πρωτεύουσα τότε της ρωμαϊκής
Βρεττανίας), το Λονδίνιο και το Βερουλάμιο, και έτρεψαν την Ενάτη λεγεώνα σε ατιμωτική φυγή με φοβερές απώλειες. Σκότωσαν εβδομήντα ή ογδόντα χιλιάδες αμάχους, ένα τεράστιο αριθμό για τα δεδομένα της εποχής, και προέβησαν σε τρομακτικές θηριωδίες. Φαινόταν τότε ότι η Βρεττανία είχε χαθεί για την Αυτοκρατορία.
Αλλά ο Ρωμαίος κυβερνήτης της επαρχίας Γάιος Σουητώνιος Παυλίνος ήταν ένας λαμπρός στρατιωτικός, που στη λαϊκή φημολογία συναγωνιζόταν σε επιδεξιότητα τον περιφημότερο στρατηγό της εποχής Δομίτιο Κορβούλωνα. Ανασύνταξε τις δυνάμεις του και στην τελειωτική μάχη, παρά την τεράστια αριθμητική διαφορά, νίκησε τη Βοαδίκεια και η εξέγερση τελείωσε.
Η ιστορία της Βοαδίκειας συνδυάζει τον ηρωισμό με τη θηριωδία. Ηρωική γιατί αυτή και οι επαναστάτες της δεν δίστασαν να τα βάλουν με ένα πανίσχυρο κατακτητή, θηριώδης ωστόσο λόγω της μανιασμένης εκδίκησής τους. Ακόμα και για τα άγρια δεδομένα των πολέμων εκείνης της εποχής, οι φρικαλεότητες της επανάστασης ήταν τόσο ξεχωριστές, ώστε κρίθηκαν άξιες μνείας από τον Τάκιτο και το Δίωνα Κάσσιο, κορυφαίους ιστορικούς που τόσους πολέμους περιέγραψαν στα γραπτά τους. Δεν μπορούμε ίσως να βρούμε πιο μεστή περιγραφή της επανάστασης της Βοαδίκειας από αυτή που δίνει ο Τάκιτος στη βιογραφία του Αγρικόλα, του πεθερού του και κατοπινού κατακτητή της νήσου, που εκείνες τις κρίσιμες μέρες ξεκινούσε τη λαμπρή σταδιοδρομία του υπηρετώντας στο πλευρό του Ρωμαίου κυβερνήτη. Ποτέ, λέει o ιστορικός, δεν είχε υπάρξει η Βρεττανία πιο ανάστατη ή σε κρισιμότερη κατάσταση. Βετεράνοι στρατιώτες είχαν σφαγιαστεί, ρωμαϊκές αποικίες είχαν παραδοθεί στο πυρ, στρατιές είχαν αποκοπεί. Ο αγώνας των Ρωμαίων τότε ήταν για τη σωτηρία. Σύντομα όμως θα γινόταν αγώνας για τη νίκη και η δόξα της επανάκτησης της επαρχίας θα ανήκε στο Σουητώνιο Παυλίνο και την εμπνευσμένη ηγεσία του.
Στα Χρονικά του ο Τάκιτος αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι υπέστησαν μια βαριά καταστροφή - gravis clades. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη clades χρησιμοποιείτο από τους Ρωμαίους για οδυνηρές συμφορές, όπως η περίφημη συντριβή των λεγεώνων του Βάρου από τους Γερμανούς στον Τευτοβούργειο Δρυμό το 9 μ.Χ. Τότε η Γερμανία είχε χαθεί οριστικά για την Αυτοκρατορία και τώρα το μέγεθος της καταστροφής θα έκανε πολλούς να υποθέσουν προς στιγμήν ότι και η Βρεττανία θα ξέφευγε από το ρωμαϊκό έλεγχο.
Αλλά και ο Δϊων Κάσσιος χαρακτηρίζει τα γεγονότα τρομερή καταστροφή, στο βαθμό μάλιστα ότι, πέρα από την αιματοχυσία, το νησί εκείνη τη στιγμή ήταν χαμένο για τους Ρωμαίους. Ανάλογα και ο Σουητώνιος ομιλεί για όλεθρο. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει ότι καταστράφηκαν δυο πόλεις, εννοώντας το Καμουλόδουνο, πρωτεύουσα τότε της ρωμαϊκής Βρεττανίας, και το Βερμουλάμιο, που απολάμβαναν καθεστώς προνομιούχων πόλεων (ήταν αποικία και μουνικίπιο αντίστοιχα, πρώτος και δεύτερος βαθμός σπουδαιότητας μιας ρωμαϊκής πόλης). Το ίδιο και ο Σουητώνιος, που προσθέτει τη σφαγή πολυάριθμων πολιτών και συμμάχων των Ρωμαίων. Δεν αναφέρουν το Λονδίνιο, το μελλοντικό Λονδίνο, καθώς αυτό, αν και ήδη αναγνωρισμένο οικονομικό κέντρο, δεν είχε ακόμα τιμηθεί με τα προνόμια της αποικίας και τον τίτλο της πρωτεύουσας, που θα λάμβανε αργότερα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Δίων Κάσσιος, γράφοντας σε μια έντονα ανδροκρατική κοινωνία, όπως ήταν η ρωμαϊκή, τονίζει ότι ο ψυχολογικός αντίκτυπος της καταστροφής γινόταν ακόμα μεγαλύτερος, καθώς την είχε επιφέρει στους Ρωμαίους μια γυναίκα, ‘κάτι που από μόνο του τους προκαλούσε τη μεγαλύτερη ντροπή.
Πόσο αξιόπιστα είναι όσα μας παραδίδουν οι αρχαίοι ιστορικοί για την επανάσταση της Βοαδίκειας; Σίγουρα σε ένα γενικό πλαίσιο συμφωνούν μεταξύ τους για τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ευρύτερη πορεία των γεγονότων. Καλό είναι ωστόσο να έχει υπόψη ο αναγνώστης μερικές γενικότερες επιφυλάξεις για τον καθένα τους, ειδικότερα αν επιθυμεί μια περαιτέρω έρευνα της αξιοπιστίας τους, και θα επισημάνουμε εν τάχει μερικές από αυτές.
Κατ’ αρχάς, όλες οι κύριες ιστορικές πηγές μας για αυτήν είναι αρκετά μεταγενέστερες, με ό,τι αυτό ενδέχεται να ενέχει για την ιστορική ακρίβεια. Ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος έγραψαν σαράντα χρόνια και πλέον αργότερα, και ο Δίων Κάσσιος πολύ μετά, στα τέλη του Β΄ και στις αρχές του Γ΄ αιώνα.
Εστιάζοντας στα γραπτά του Τάκιτου, ο Grant επισημαίνει ότι υπάρχουν σφάλματα διάσπαρτα στο έργο του, ακόμα και αν δεν είναι άμεσα ή εκ προθέσεως. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που επισημαίνει είναι η παραποίηση που επιφυλάσσει στη βρεττανική εξέγερση χάριν μιας ζωντανής εξιστόρησης. Πραγματικά, ο Τάκιτος δεν είναι αθώος στη χρήση του inuentio, και η διάκριση ανάμεσα στον Τάκιτο τον ιστορικό και τον Τάκιτο το φιλολογικό καλλιτέχνη είναι θολή. Ο Τάκιτος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του περισσότερο στην ατμόσφαιρα παρά στα γεγονότα. Επίσης, η χρονολόγησή του μερικές φορές βρίσκεται λανθασμένη και η περίπτωση της βρεττανικής επανάστασης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όπως ο Σουητώνιος, έτσι και ο Τάκιτος παραλείπει, επιλέγει μονομερώς και περικόπτει, καθώς όπως ο ίδιος ομολογεί ‘ορισμένα γεγονότα δεν είναι άξια αναφοράς’. Οι παραλείψεις του και η επιλεκτική παρουσίαση στην εξιστόρηση της επανάστασης της Βοαδίκειας είναι τελείως εσκεμμένες και στοχεύουν κατά
σημαντικό μέρος στη συντομία, την ταχύτητα του λόγου και την επιλεκτική συγκέντρωση.
Ο Δίων Κάσσιος παρουσιάζει προβλήματα στη χρονολόγηση και είναι ένοχος αναχρονισμών και ‘μοντερνοποιημένων’ περιγραφών. Συχνά αποφεύγει την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια, καθώς δεν επιθυμεί να εμποδίσει τη ροή της διήγησής του. Και όταν συμπεριλαμβάνει λεπτομέρειες, κάποιες φορές αυτές είναι φανταστικές.
Όσο για το Σουητώνιο, οι αναφορές του στη βρεττανική επανάσταση είναι αποσπασματικές, λιτές και περιορισμένες. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί προέρχονται από το περίφημο έργο του Οι Δώδεκα Καίσαρες που, σε αντίθεση με τα εξιστορηματικά έργα των δυο κύριων πηγών μας, ανήκει στο είδος της βιογραφίας. Έτσι από τη φύση του εστιάζει αυστηρά στην περιγραφή της ζωής, των πεπραγμένων και του χαρακτήρα των ηρώων του και δεν ενδιαφέρεται για την εξιστόρηση γεγονότων περισσότερο από όσο αυτά καταδεικνύουν ή επηρεάζουν την πολιτεία τους. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η αυθεντικότητά του αμφισβητείται, καθώς θεωρείται από πολλούς συνειδητός πολέμιος του αυτοκρατορικού συστήματος και ότι το έργο του βρίθει ανακριβειών, παραποιήσεων ή και χαλκεύσεων προκειμένου να στηρίξει τις κατηγορίες του.
Όλες μας οι πηγές για την επανάσταση της Βοαδίκειας προέρχονται από τη ρωμαϊκή πλευρά και απευθύνονται σε ένα ανάλογο κοινό, συνήθως Ρωμαίους των καλών τάξεων. Έτσι επικεντρώνονται περισσότερο στη ρωμαϊκή σκοπιά, καθώς το κοινό τους ταυτιζόταν βέβαια με αυτήν.
Είναι ενδεικτικό ότι η κύρια πηγή μας, ο Τάκιτος, εστιάζεται στα Χρονικά του κυρίως στις αντιδράσεις του κυβερνήτη της ρωμαϊκής επαρχίας, του Γάιου Σουητώνιου Παυλίνου, και στον χειρισμό της αναπάντεχης κρίσιμης εκείνης κατάστασης από αυτόν. Ο δραστήριος και άξιος στρατιωτικός αναδεικνύεται έτσι στην πραγματικότητα ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Η ρωμαιοκεντρική αυτή προσέγγιση είναι εμφανής από την πρώτη στιγμή της διήγησης, όταν ο Τάκιτος αναφέρει ότι η Βρεττανία, υπονοώντας τη ρωμαϊκή επαρχία που έφερε το όνομα αυτό (Provincia Britannia), υπέστη μια σοβαρή καταστροφή (gravis clades). Φυσικά καμιά αναφορά σε μια χαμένη ευκαιρία για ελευθερία ή ηρωική επανάσταση, όπως θα παρουσιαζόταν η διήγηση από την πλευρά των ηττημένων. Στο ρωμαιοκεντρικό αυτό πλαίσιο ακόμα και η ευθύνη της έκρηξης της επανάστασης φροντίζεται να αποδοθεί κατά πολύ όχι στους Βρεττανούς και σε μια άσβεστη λαχτάρα τους για την ελευθερία, αλλά στη ρωμαϊκή πλευρά και συγκεκριμένα στον προκουράτορα Κάτο Δεκιανό, το δεύτερο τη τάξει στη ρωμαϊκή επαρχιακή ιεραρχία, που με την απληστία και την αναίτια αλαζονική αυθαιρεσία του ωθεί ακόμα και τους ειρηνικούς μέχρι τότε αυτόχθονες να πάρουν τα όπλα. Ακόμα και για το κακό, οι Ρωμαίοι είναι οι πρωταγωνιστές.
Στα πλαίσια της ρωμαιοκεντρικής προσέγγισης συγκαταλέγεται και ο διδακτικός χαρακτήρας της αρχαίας ιστορίας. Αντικείμενό της δεν ήταν μόνο η πληροφόρηση ή η ψυχαγωγία, αλλά αντίθετα με τη σημερινή θεωρητική επιστήμη επιζητούσε πρακτικά αποτελέσματα.
Ο αναγνώστης παρακινούταν να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και να τα αποφύγει. Κι αυτό δεν ήταν γενικόλογο, καθώς μεταξύ του κοινού των πηγών μας περιλαμβάνονταν μέλη των ανώτατων ρωμαϊκών τάξεων, κάποιοι από τους οποίους θα αναλάμβαναν αρχηγικές θέσεις στο στρατό και τη γραφειοκρατία, και θα δοκιμάζονταν στην πράξη. Έτσι ο Τάκιτος χρησιμοποιεί τη συμπεριφορά του Κάτου Δεκιανού σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγήν για τους μελλοντικούς κυβερνήτες. Η επισήμανση του Δίωνα Κάσσιου για τη μέγιστη ντροπή της ήττας από μια γυναίκα αποσκοπεί και στο κέντρισμα των μελλοντικών, ανδροκρατών διοικητών. Όλα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο του ρωμαιοκεντρισμού και της ωφέλειας που θα έχει η ρωμαϊκή πλευρά από αρχηγούς ικανούς να αξιοποιήσουν τα διδάγματα της ιστορίας.
Από την άλλη βέβαια πλευρά η Βοαδίκεια αντιμετωπίζεται γενικά με σεβασμό από τις πηγές. Αντί να αποδεχθεί μοιρολατρικά την κατάφορη αδικία, αντιδρά με σθένος και αποφασιστικότητα. Ειδικά ο Δίων Κάσσιος χρησιμοποιώντας ποιητική και θεατρική πέννα την παρουσιάζει σαν μια ισχυρή παρουσία, ζοφερή και ακατάβλητη, σχεδόν μια υπερφυσική φιγούρα. Άγγελος εκδίκησης, ξεσηκώνει τους υπόδουλους σε μια θηριώδη και παλλαϊκή επανάσταση, που βαδίζει από επιτυχία σε επιτυχία και οδηγεί τους Ρωμαίους στην απελπισία.