ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΛΑΙΣΙΩΣΗ
Η χαρισματικότητα θα ήταν σφάλμα εκ προοιμίου να ειδωθεί ως ένα αντικειμενικά παρατηρήσιμο φαινόμενο με ισχύ σταθερή και διαχρονική. Κάθε ερμηνευτική έμφαση και κάθε απόπειρα προσέγγισης θα πρέπει πρωτίστως να είναι τοποχρονικά «τοποθετημένη και πολιτισμικά «φορτισμένη».
Οι εκάστοτε κοινωνικές ιδιαιτερότητες και πολιτισμικές αντιλήψεις καθορίζουν το είδος ανάδειξης της δράσης και το βαθμό αξιοποίησης των επιτευγμάτων των χαρισματικών ατόμων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι η παραγωγή, η τεκμηρίωση και η εφαρμογή νέας γνώσης στο πεδίο της χαρισματικότητας και η οριοθέτηση, η αναγνώριση και η εκπαίδευση των χαρισματικών παιδιών δεν συνδέονται τόσο με τη «διαφορετικότητα» των αναγκών τους, αλλά εκπορεύονται πρωτίστως από κοινωνικούς, πολιτισμικούς, οικονομικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς παράγοντες.
Κάθε κοινωνία, σε κάθε χρονική περίοδο της εξέλιξής της οριοθετεί μια σειρά από ιδεατά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς και ένα σύνολο κριτηρίων, σχετικά με ποια ταλέντα και ποιες ικανότητες αμείβονται περισσότερο και κατά συνέπεια έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλωθούν και να αναπτυχθούν. Σε συνάρτηση με αυτά τα κριτήρια ρυθμίζονται και παράλληλα αξιολογούνται κοινωνικά, τόσο οι ατομικές, όσο και οι συλλογικές ιδέες και μορφές συμπεριφοράς. Έτσι, κάθε μορφή σκέψης ή/και κάθε έκφανση συμπεριφοράς χαρακτηρίζεται ως χαρισματική, εάν συγκλίνει προς τα ταλέντα και τις ικανότητες, που αναζητά και επικροτεί η κάθε κοινωνία σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Όπως επισημαίνει ο Terman (στο Passow, 1991, σελ. 4103) «είναι η εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία, που αποφασίζει μέσα από τις αμοιβές που δίνει ή κατακρατεί ποια είδη ταλέντων θα αναπτυχθούν».
Εμφανώς δηλωτικά της παραπάνω παραδοχής είναι μια πληθώρα παραδειγμάτων, που αναδύονται κατά την διαχρονική πορεία και εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Στην αρχαία Αθήνα για παράδειγμα, η ρητορική ικανότητα και ο φιλοσοφικός-πολιτικός στοχασμός αποτελούσαν δείκτες χαρισματικής συμπεριφοράς, γεγονός, που δεν ίσχυε στην αρχαία Σπάρτη. Στην σπαρτιάτικη κοινωνία τα χαρίσματα, που κατείχαν πρωτεύοντα ρόλο, ήταν η φυσική ρώμη και η στρατιωτική ικανότητα. Ένα άλλο ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό παράδειγμα με διαχρονική και σταθερή αναφορά είναι η θέαση του μπαλέτου από τις δυτικές κοινωνίες ως μορφή υψηλής τέχνης, σε αντίθεση με την ακροβασία, που αποτελεί μέσο «εκλαϊκευμένης» ψυχαγωγίας και θεάματος. Αντίληψη, που σε ανατολικές κουλτούρες παρουσιάζεται σαφώς διαφοροποιημένη.
H χαρισματικότητα δεν αποτελεί μια ετικέτα. Η σχέση της με το υποκείμενο δεν είναι νομοτελειακή. Δεν αποτελεί από μόνη της ένα τέρμα, αλλά ένα καθήκον, τόσο του ατόμου, όσο και της κοινωνίας προς ανάπτυξη του χαρίσματος επωφελεία και των δύο πλευρών.
Τα χαρισματικά παιδιά δεν συγκροτούν μια ομοιογενή πληθυσμιακή ομάδα, που αποτελεί τον αντίθετο πόλο των μη χαρισματικών παιδιών. Κάθε χαρισματικό παιδί είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, με τα δικά του μοναδικά και ιδιαίτερα γνωστικά, συναισθηματικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.
1.1. ΠΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1850-1900)
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα παρατηρούμε μια γενικευμένη ενασχόληση με την πορεία του ανθρώπινου γένους και την εξέλιξη της ζωής. Η θεωρία του Δαρβίνου, που προσδιόριζε τη ζωή μέσα από τη φυσική της εξέλιξη, αποτέλεσε την κορύφωση αυτής της ενασχόλησης.
Ειδικότερα, το επιστημονικό...