Πριν λίγο καιρό, ήρθε και με βρήκε, ο παιδικός μου φίλος, ο Αργυράκος. Αν και οι δύο, είχαμε περάσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας μας, για μένα, παραμένει ακόμη, ο Αργυράκος των παιδικών μου χρόνων. Είχαμε χαθεί, για
μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο χρόνος κύλισε και η ζωή μας απομάκρυνε. Η παιδική παρέα που είχαμε δημιουργήσει στο Κακοσούλι, είχε σκορπίσει κάτω από την πίεση της ζωής. Ενώ πίναμε καφέ, αναρωτιόμουν τον λόγο, της ευχάριστης μεν, αλλά τελείως ανεπάντεχης επίσκεψης του. Δεν με άφησε και πολύ να αναρωτιέμαι. Χωρίς περιστροφές ο Αργυράκος, μου πρότεινε να κάνουμε κάτι, για την παλιά μας γειτονιά, το Κακοσούλι. Έτσι λεγόταν η παλιά
μας γειτονιά, που ήταν ανάμεσα στην Μητρόπολη και στην εκκλησία της Κυριώτισσας, από την μια πλευρά και από τους Λαδόμυλους, μέχρι το Οθωμανικό λουτρό από την άλλη. Πριν προλάβω να τον ρωτήσω, τι ακριβώς εννοούσε, άρχισε να μου εξιστορεί την ζωή μας, τότε στη γειτονιά. Ήταν τόσο καλός
στις περιγραφές, που, για μια στιγμή, έκλεισα τα μάτια μου και μεταφέρθηκα νοερά, στην εποχή των παιδικών μας χρόνων. Μια ευφορία κυριάρχησε μέσα μου, μια νοσταλγία, που δεν μπορούσα να την διαχειριστώ. Τον άκουγα να μιλάει, να μου αναπτύσσει τα σχέδια του, μα εγώ ήμουν αλλού. Ήμουν εκεί,
που με καμία δύναμη στον κόσμο, δε θα μπορούσα να είμαι. Είχα φθάσει στην παιδική μου ηλικία, τότε, που αμέριμνος, δεν νοιαζόμουν για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το παιχνίδι και την διασκέδαση. Ξαφνιάστηκα, όταν ο Αργυράκος, σηκώθηκε και με αποχαιρέτησε. Συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε και να
οργανώσουμε, σε μια επόμενη συνάντηση μας, τις λεπτομέρειες, για την εκδήλωση, που είχε στο μυαλό του. Ο Αργυράκος έφυγε, αλλά εγώ, είχα αναστατωθεί σε τέτοιο βαθμό, που μου ήταν αδύνατο, να επικοινωνήσω με την
πραγματικότητα. Πήρα το ποτήρι με τον κρύο καφέ, έγειρα στην πολυθρόνα μου και έκλεισα τα μάτια μου. Από τη μνήμη μου ξεχύθηκαν εικόνες, που κυριάρχησαν στο μυαλό μου, εικόνες, που ήταν αρκετές, για να θυμηθώ ιστορίες, που ήταν θαμμένες. Ιστορίες, που με έκαναν, ασυναίσθητα να χαμογελάσω.Θα ήμουν περίπου οκτώ χρονών. Ήταν αρχή καλοκαιριού, τα σχολεία είχαν κλείσει προ πολλού και όλα τα παιδιά στην γειτονιά, είχαμε τον νου μας μόνο στο παιχνίδι. Μαζευόμασταν, όπως κάθε μέρα, στην αλάνα, τα καμένα,
όπως τα λέγαμε, που ήταν ανάμεσα στην Κυριώτισσα και την εκκλησία του Άγιου Βλάση. Εκεί ήταν η έδρα, των κάθε λογής παιγνιδιών μας. Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, τζαμί, μπίλιες. Παίζαμε επίσης, διάφορα παιγνίδια με την μπάλα και πολλά χωρίς αυτήν. Ένα πρωινό, αφού είχαμε εξαντλήσει, όλα τα πιθανά και απίθανα παιχνίδια, που ξέραμε και παίζαμε συνήθως, είχαμε πια βαρεθεί με τα ίδια και τα ίδια. Είχαμε φθάσει σε αδιέξοδο. Ψάχναμε για κάτι καινούριο, κάτι που να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον και να μας δώσει νέες συγκινήσεις.
Τότε ο Αργυράκος είχε μια φοβερή ιδέα. «Πάμε στο χωράφι μας, να καβαλήσουμε το άλογο μας;». Το είπε, και εμείς όλοι, γοητευτήκαμε με την ιδέα του.
Μας άρεσε ιδιαίτερα, και χωρίς κανένας να φέρει αντίρρηση, συμφωνήσαμε όλοι, να πάμε στο χωράφι που ήταν το άλογο.
Ο πατέρας του Αργυράκου, ήταν αγρότης. Καλλιεργούσε τα χωράφια του, λίγο έξω από την Βέροια, με την βοήθεια δύο αλόγων και ενός γαιδάρου. Για την ηλικία μας, η απόσταση του χωραφιού, από την γειτονιά μας, ήταν τεράστια, και σε καμία περίπτωση, κανείς από τους γονείς μας, δε θα μας έδινε την άδεια του, να πάμε. Το ότι το χωράφι ήταν μακριά και οι πιθανότητες να
χαθούμε μεγάλες, ούτε που μας πέρασε από το μυαλό. Εκείνη την στιγμή, προτεραιότητα μας ήταν το άλογο και μόνο αυτό. Εκείνο όμως, που σκεφτήκαμε, μέσα στην παιδική μας αφέλεια ή στην παιδική πονηριά, ήταν να μην πούμε σε κανέναν, από τους γονείς μας. αυτό που είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε.
Χωρίς να το συζητήσουμε ή να το σκεφτούμε πολύ καλά, ξεκινήσαμε. Εγώ πήρα από το χέρι, τον μικρό μου αδελφό, τον Γιώργο, που μου τον είχε εμπιστευτεί η μάνα μου. Έτσι μαζί με τον Αργυράκο, ήρθαν ο μεσαίος αδελφός μου, ο
Στέφανος, ο αδερφός του Αργυράκου, ο Μέρκος, τα αδέλφια Αδάμος και Δήμος, ο Μάκης, ο Αντώνης, ο Μανώλης, ο Τάκης και ο Ζησάκος. Κάναμε τον γύρω της Κυριώτισας, περάσαμε μπροστά από τον Αγ. Ανδρέα, κατηφορίσαμε μπροστά από τον Αγ. Μανδήλιο και φθάσαμε στους Λαδόμυλους. Εκεί, σταματήσαμε για λίγο. Με μεγάλη προσοχή, διασχίσαμε το δημόσιο δρόμο, φοβούμενοι για τα αυτοκίνητα, που κυκλοφορούσαν, αν και λίγα. Περάσαμε μπροστά από τα πευκάκια, με το υπαίθριο γήπεδο του μπάσκετ, και αφού αφήσαμε πίσω μας τους μπαξέδες, φθάσαμε στη παλιά σιδηροδρομική γραμμή, που σήμερα είναι ο περιφερειακός δρόμος.
Δεξιά και αριστερά από το δρόμο, η βλάστηση ήταν τόσο πυκνή, που στα μάτια μας φάνταζε, σαν άγρια ζούγκλα. Στην πραγματικότητα, ήταν πυκνά βάτα, με κληματσίδες και διάφορα άγρια φυτά, σε μια τόσο άναρχη πληρότητα, που μόνο
η φύση, είναι σε θέση να συνθέσει. Βλέπαμε, κάποιες φορές, χελώνες ή σαύρες, που ενοχλημένες από την παρουσία μας, έτρεχαν να κρυφτούν.
Δεν αργήσαμε, να φθάσουμε στο χωράφι, του πατέρα του Αργυράκου του κυρ-Στέργιου. Ήταν καταπράσινο, από κάτι μικρά φυτά, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω την ονομασία τους. Κάτω από μια καρυδιά, ήταν δεμένο ένα από
τα άλογα του. Βασικά, ήταν ένα άλογο, για αγροτικές δουλειές. Είχε στην ράχη του, το ξύλινο σαμάρι, που ήταν ειδικό, για να δέχεται φορτώματα. Στα παιδικά μας μάτια όμως, φάνταζε, σαν ένα υπέροχο άλογο ιππασίας. Όταν φθάσαμε κοντά του, το λύσαμε από το δέντρο, και διαπιστώσαμε ότι, ήταν πολύ ψηλό για το μπόι μας, και σε καμία περίπτωση, δε θα μπορούσαμε να το καβαλήσουμε. Αμήχανοι, μπροστά στο ξαφνικό πρόβλημα, που μας
παρουσιάστηκε, αρχίσαμε τις διαβουλεύσεις, προσπαθώντας να βρούμε μια κάποια λύση. Δοκιμάσαμε διάφορους τρόπους, για να το καβαλήσουμε. Όλοι απέτυχαν. Το άλογο ήταν ιδιαίτερα ήρεμο. Μας κοίταζε με τα πελώρια υγρά μάτια του, μασουλώντας το χορτάρι, αδιαφορώντας για την επιμονή μας.
Στο τέλος, ο Αργυράκος είχε μια καταπληκτική ιδέα. «Να βάλουμε, δίπλα στο άλογο, πέντε - έξι τελάρα, το ένα πάνω στο άλλο, έτσι ώστε, να δημιουργήσουμε κάτι σαν σκάλα και να ανέβουμε στην ράχη του αλόγου». Η ιδέα του μας άρεσε και αμέσως την βάλαμε σε εφαρμογή. Όλοι μαζί κουβαλήσαμε τα τελάρα, που υπήρχαν στην άκρη του χωραφιού, τα στήσαμε με τέτοιο τρόπο, που να μοιάζει με ράμπα, ώστε να καταφέρουμε να ανέβουμε στο άλογο. Πρώτος κατάφερε να ανέβει ο Αργυράκος. Με ένα ελαφρύ πήδημα, από την ράμπα με τα τελάρα που είχαμε φτιάξει, βρέθηκε, στη ράχη του αλόγου, πάνω στο σαμάρι, και κρατήθηκε από τα ξύλινα χερούλια. Αμέσως, έγειρε το σώμα του προς τα μπρος και έπιασε την χαίτη του αλόγου, το οποίο, εξακολουθούσε να βόσκει το γρασίδι, αδιαφορώντας τόσο για την παρουσία μας, όσο και για τον αναβάτη. Εμείς με κραυγές και επιφωνήματα χαράς, για την επιτυχία μας, απολαμβάναμε
το κατόρθωμα μας.
Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού, έπιασα το σκοινί, με το οποίο ήταν δεμένο το άλογο και άρχισα να το οδηγώ, περιμετρικά στο χωράφι, χωρίς να δίνω σημασία, στα φυτά που υπήρχαν. Με την περιφορά του αλόγου, τόσο τα πόδια μου, όσο και τα πόδια του αλόγου, τα τσαλαπατούσαν, καταστρέφοντας τα.
Κανείς μας δεν έδωσε σημασία, σε ένα τόσο ασήμαντο γεγονός. Γεμάτοι έξαψη απολαμβάναμε το κατόρθωμα μας. Οι ιαχές και τα επιφωνήματα όλων μας, για πολλή ώρα κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα, γεμίζοντας μας, με μια περίεργη έξαψη. Ο Αργυράκος, κάποια στιγμή, γλίστρησε από την πλάτη του ζώου και προσγειώθηκε με τα πόδια στο χωράφι. Στα μάτια μας, ήταν ήρωας, σαν αυτούς που ακούγαμε στα παραμύθια ή ακόμη, σαν αυτούς, που σπάνια βλέπαμε στον κινηματογράφο.
Αμέσως μετά, ανέβηκε ο Αδάμος, με το ίδιο τρόπο. Μόνο, που αυτή την φορά, οδηγούσε το άλογο ο Αργυράκος, με μεγαλύτερη ταχύτητα και επιδεξιότητα από την δική μου. Όπως ήταν φυσικό, το άλογο διέσχισε, σε όλο το μήκος και το
πλάτος, το καλλιεργημένο χωράφι. Οι κραυγές μας, ξεσήκωναν και πιθανώς τρόμαζαν, το ζώο, που σταδιακά, ανέβαζε ταχύτητα. Μετά από μερικές βόλτες, ο Αδάμος κατέβηκε και ήρθε η σειρά μου να ανέβω. Ο Αργυράκος ηρέμησε το άλογο, μιλώντας του χαμηλόφωνα και χαϊδεύοντας το λαιμό του. Ακολουθώντας το παράδειγμα των δύο προηγούμενων καβαλάρηδων, ανέβηκα, χωρίς δυσκολία, στη πλάτη του ζώου. Η πρώτη αίσθηση, που ένιωσα σαν καβαλάρης, ήταν
υπέροχη. Με μιας αισθάνθηκα σαν ήρωας των παραμυθιών. Για μια στιγμή νόμισα, πως ήμουν ο Μέγας Αλέξανδρος, καβάλα στον Βουκεφάλα. Ο Αργυράκος, άφηνε χαλαρά το σχοινί, και ο καλπασμός του αλόγου γινόταν, όλο και πιο
γρήγορος, όλο και πιο εντυπωσιακός. Στα αυτιά μου, έφταναν οι φωνές των φίλων μου, οι οποίες, στην φαντασία μου, είχαν γίνει επευφημίες, και εγώ νόμιζα, πως ήμουν ένας ήρωας, ένας βασιλιάς, που με χειροκροτούσε το κοινό. Το άλογο, άρχισε να δυστροπεί, προφανώς, γιατί δεν το αφήναμε, να βοσκήσει αρκετά. Στο τέλος αγρίεψε, και με μια απότομη κίνηση, με πέταξε από την ράχη του. Προσγειώθηκα μεγαλοπρεπώς, στο κέντρο περίπου του χωραφιού, με την πλάτη, χωρίς να πάθω τίποτα, εκτός αν εξαιρέσει κανείς, τον τρόμο, που πήρα και τον τσαλακωμένο μου εγωισμό.
Οι φίλοι μου, έτρεξαν γρήγορα κοντά μου, ανήσυχοι για την κατάστασή μου. Εγώ, έκανα την ανάγκη φιλότιμο, χαμογέλασα βεβιασμένα, προσπαθώντας να δείξω πως δεν έπαθα τίποτα και πως όλα ήταν καλά. Σηκώθηκα με κόπο. Όλο
μου το σώμα ήταν μουδιασμένο. Έτριβα τον ώμο μου, πάνω στον οποίο είχα προσγειωθεί και τίναζα τα ρούχα μου, που είχαν λερωθεί από την λάσπη του χωραφιού. Μου μιλούσαν συγχρόνως όλοι μαζί και έτσι δεν καταλάβαινα, τι ακριβώς έλεγε ο καθένας. Εκείνη την στιγμή, ακούστηκε μια βαριά
φωνή, να σκεπάζει τις φωνές όλων μας. “Τι γυρεύετε εδώ, ρε κερατάδες;”
Παγώσαμε όλοι μας, από φόβο. Ήταν η φωνή του κυρίου Στέργιου, του πατέρα του Αργυράκου. Πριν προλάβω, να αντιληφθώ τι συμβαίνει, ο Αργυράκος με τον Μέρκο, το έβαλαν στα πόδια και εξαφανίστηκαν με μιας από το χωράφι.
Προφανώς ήξεραν, πως δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν, τον θυμό του πατέρα τους. Ο κύριος Στέργιος, με γρήγορες δρασκελιές, μας πλησίασε με μια βέργα, από βατσινιά και μπρος στα έκπληκτα μάτια μας, άρχισε να μας κτυπάει
αλύπητα. Η παρέα των φίλων μου, έντρομη, με μιας σκόρπισε, προς όλες τις κατευθύνσεις, βγάζοντας κραυγές τρόμου και απελπισίας. Εγώ, μουδιασμένος από το πέσιμο, και ίσως ζαλισμένος, προσπάθησα να αποφύγω τον κύριο Στέργιο, προχωρώντας γρήγορα προς τον δρόμο. Για μια στιγμή κοντοστάθηκα, γιατί είδα τον μικρό μου αδελφό, τον Γιώργο, να πέφτει στις λάσπες και να αρχίζει τα κλάματα. Αυτή η στιγμή, ήταν μοιραία για μένα. Με δύο τρεις δρασκελιές ο κύριος Στέργιος, με έφτασε και η βέργα που κρατούσε στο χέρι
του, έπεσε αλύπητα στο κορμί μου. Το φανελάκι που φορούσα και το κοντό παντελονάκι μου, δεν με προστάτευσαν από τον θυμό του. Γρήγορα τα πόδια μου και τα χέρια μου, μάτωσαν και μελάνιασαν. Ο πόνος που ένιωσα ήταν πρωτόγνωρος. Όπου έπεφτε η βέργα με τα αγκάθια, άφηνε σημάδια και σε
μερικά σημεία, έσχιζε το δέρμα μου. Εγώ, με κλάματα και κραυγές προσπαθούσα να γλυτώσω από τον κύριο Στέργιο, που με άφησε μόνο, όταν στράφηκε να κυνηγήσει τους υπόλοιπους. Δεν θυμάμαι με ακρίβεια, πόσοι από τους φίλους
μου, είχαν την ίδια τύχη με μένα. Σηκώθηκα με κόπο, έπιασα από το χέρι τον αδελφό μου, τον Γιώργο, που με κοίταζε έντρομος, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Μαζεύοντας, όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει, οδήγησα τον Γιώργο στο δρόμο, προσπαθώντας, να κρυφτούμε από τον κύριο Στέργιο και να επιστρέψουμε, πιο γρήγορα στη γειτονιά μας.
Ο δρόμος, μου φάνηκε ατελείωτος. Σε όλη την διαδρομή, προσπαθούσα να κρύψω τους λυγμούς που με έπνιγαν, κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, γιατί ο Γιώργος ήταν τρομαγμένος. Ο Αργυράκος με τον Μέρκο, γνώριζαν τον εκρηκτικό χαρακτήρα του πατέρα τους, και μόλις άκουσαν την φωνή του, φρόντισαν να εξαφανιστούν. Ο Αδάμος με τον Δήμο, ήταν κοντά τους και τους ακολούθησαν, χωρίς πολλές κουβέντες. Το ξύλο το πολύ, βασικά, το έφαγα εγώ και λιγότερο μερικοί άλλοι.
Η απόσταση μέχρι την γειτονιά μας, μου φάνηκε ατελείωτη. Ίσως να έφταιγε η ανηφόρα, αλλά το πιο πιθανό ήταν, πως το πονεμένο μου κορμί, από την πτώση και από το ξύλο που έφαγα, δεν με βοηθούσε. Σε όλη την διαδρομή, ο
Γιώργος με κοίταζε απορημένος. Το παιδικό μυαλό του, ήταν αδύνατον να εξηγήσει, την συμπεριφορά του κυρίου Στέργιου. Η αλήθεια είναι, πως ούτε και εγώ μπορούσα να καταλάβω, γιατί έφαγα τόσο ξύλο. Ήμουν σίγουρος, πως τελείως άδικα με έδειρε ο πατέρας του Αργυράκου, και στο παιδικό μυαλό μου,
έψαχνα τρόπους, να τον εκδικηθώ. Τίποτα δεν ήταν δυνατόν, να με κάνει να ηρεμήσω, αν δεν έβρισκα, κάποιον τρόπο, για να τιμωρήσω τον βασανιστή μου. Ρουφώντας την μύτη μου και κρατώντας σφικτά από το χέρι τον Γιώργο, άφησα στα δεξιά μου τον Άγιο Μανδήλιο και ανηφόρησα, προς το μπακάλικο που διατηρούσε ο πατέρας μου, στη συμβολή των οδών Πατριάρχου Ιωακείμ και Περδίκα, απέναντι από την εκκλησία του Άγιου Βλάση. Εκείνη την στιγμή, νόμισα πως βρήκα την λύση, στο πρόβλημα που με απασχολούσε. «Βέβαια» σκέφτηκα, «αυτή είναι η λύση, ο πατέρας μου, αυτός θα τιμωρούσε τον κύριο Στέριο». Ήμουν σίγουρος, πως αν με έβλεπε ο πατέρας μου, στην κατάσταση που ήμουν και αφού του εξηγούσα, τίποτα δεν θα γλίτωνε τον βασανιστή μου, από την μανία του πατέρα μου. Ικανοποιημένος με τις σκέψεις μου, έφτασα μπροστά στο μπακάλικο μας. Εκεί έξω, ήταν ο πατέρας μου και κουβέντιαζε με τον κύριο Γιάννη ,που είχε τον φούρνο, απέναντι από το μαγαζί μας. Εγώ τους
πλησίασα με δάκρυα, ιδρώτα, αίμα και μύξες, αφήνοντας τους λυγμούς μου ελεύθερους, να βγουν από το στήθος μου. Ο πατέρας μου μόλις με είδε, γούρλωσε τα μάτια του, με έπιασε από τον ώμο και με ρώτησε.
«Ποιος σε κατάντησε έτσι;» Κλαίγοντας όλο και πιο πολύ, του εξήγησα στο βαθμό που μπορούσα, ποιος και γιατί με χτύπησε. Ο πατέρας μου, με κοίταξε για λίγο αγριεμένος και μετά μπήκε στο σπίτι, που ήταν πίσω από το μπακάλικο. «Πάει να βγάλει τις παντόφλες του και να βάλει τα παπούτσια του», σκέφτηκα, ικανοποιημένος με την εξέλιξη των γεγονότων. Γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία του πατέρα μου και την αδυναμία που μας είχε, ήμουν σίγουρος, πως ο κύριος Στέργιος, στην καλύτερη περίπτωση, θα λογοδοτούσε
στον πατέρα μου.
Δεν πέρασαν ούτε δύο λεπτά και βγήκε ο πατέρας μου, από το σπίτι μας, κρατώντας τον πλάστη, με τον οποίο η μάνα μου έκανε πίτες. Πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε, άρχισε να με δέρνει αλύπητα. Ο πλάστης, έπεφτε με δύναμη στο σώμα μου. Ο πόνος και η έκπληξη μου, ήταν τόσο μεγάλη, που μέχρι να συνειδητοποιήσω, την κατάσταση και να το βάλω έντρομος στα πόδια, ο πλάστης, πρέπει να έσπασε στην πλάτη μου. Έφυγα τρέχοντας από το σπίτι μας, έστριψα την γωνία αριστερά και κρύφτηκα, μέσα στην εκκλησία του Άγιου
Βλάση. Εκεί, στο μισοσκόταδο της εκκλησίας, κλαίγοντας σιωπηλά, προσπαθούσα να εξηγήσω, γιατί έφαγα και πάλι τόσο ξύλο. Όλη την μέρα άκουγα την μάνα μου και τα αδέλφια μου να με ψάχνουν, αλλά εγώ δεν τολμούσα να βγω από τον
κρυψώνα μου. Μάλιστα κάποια στιγμή η μάνα μου μπήκε, από τον πρόναο, στον κυρίως ναό, αλλά εγώ πρόλαβα και κρύφτηκα βαθιά μέσα στο ιερό του ναού, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Όλη την ημέρα, άκουγα να με ψάχνουνε και να
φωνάζουν το όνομα μου, αλλά εγώ, μετά από τόσο ξύλο που έφαγα, δεν τολμούσα να φανερωθώ. Το μεσημέρι, μπήκε στην εκκλησία ο θείος μου ο Αντώνης, φώναξε δύο τρεις φορές το όνομα μου, αλλά εγώ λούφαξα ακόμη πιο βαθιά, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Ήμουν πλέον πολύ δύσπιστος. Έφαγα άδικα ξύλο, από τον κύριο Στέργιο και από τον πατέρα μου. Σε καμία περίπτωση δε θα έβγαινα από την κρυψώνα μου, να με δείρει και ο θειος μου.
Το ίδιο απόγευμα, αφού πείνασα, έπεισα τον εαυτό μου πως δεν θα φάω άλλο ξύλο. Γύρισα, ελπίζοντας στην κάλυψη της μητέρας μου, στο σπίτι. Εκεί, βρέθηκα μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Έξω από το μπακάλικο, σε ένα τραπεζάκι, ο πατέρας μου και ο κύριος Στέργιος, έπιναν ουζάκι, κουβεντιάζοντας φιλικά.
Για μένα, ήταν μια αδιανόητη και εξωφρενική σκηνή. Νόμιζα πως όλα και όλοι, συνωμότησαν ενάντια στην λογική μου. Ο πατέρας μου, ήρεμος πια, με φώναξε και άρχισε να μου εξηγεί, γιατί με έδειρε τόσο αυτός, όσο και κύριος Στέργιος. Στο παιδικό μου το μυαλό, άρχισε να διαφαίνεται, μια νέα
εικόνα των γεγονότων. Τότε κατάλαβα, ότι από τον πατέρα του Αργυράκου, έφαγα ξύλο, βασικά, για την ζημιά που κάναμε στο καλλιεργημένο χωράφι. Υπήρχαν φυτά ντομάτας που μόλις είχαν αρχίσει να ξεπετάγονται από το έδαφος. Ο δε πατέραςμου, με έδειρε, γιατί απομακρύνθηκα, τόσο πολύ μακριά από την γειτονιά μας, βάζοντας σε κίνδυνο, τόσο τον εαυτό μου,
όσο και τα αδέρφια μου.
Η χαριστική βολή για μένα, ήρθε την επομένη. Στην αλάνα που συγκεντρωθήκαμε για να παίξουμε, έμαθα, ότι ο Αργυράκος, αυτός που μας ξεσήκωσε, γλίτωσε τελικά το ξύλο και μάλιστα παινευόταν, για το πόσο γρήγορες αντιδράσεις
είχε. Ήταν, από τα πρώτα γεγονότα στην ζωή μου, που μου έδειξαν, πόσο άδικη μπορεί να είναι κάποιες φορές η ζωή.