Σε ένα διαμέρισμα σε μια γωνιά του Μεταξουργείου, ο ήχος από το κομπρεσέρ σπάει την σάπια ησυχία της γειτονιάς. Ο Γιώργος σηκώθηκε με
κόπο απ’ το κρεβάτι βλαστημώντας. Έκλεισε τα αυτιά του με τα χέρια προσπαθώντας έτσι να μετριάσει αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο που του
τρυπούσε το κρανίο. Με αργά βήματα διάσχισε το δωμάτιο το οποίο του έμοιαζε σαν να γυρίζει και να δονείται στους ρυθμούς του κομπρεσέρ. Βγήκε απ’ το δωμάτιο που βρισκόταν και κατέβασε τα χέρια του. Ο θόρυβος ευτυχώς απομονώθηκε εν μέρει πίσω από την πόρτα και κατάφερε να ηρεμήσει. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν 6 η ώρα ακόμα. Αναστέναξε αγανακτισμένος και άρχισε να τρίβει με απαλές, κυκλικές κινήσεις το μέτωπό του. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει απ’ τον θόρυβο καθώς και από την μόνιμη θλίψη και αϋπνία που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια. Η αϋπνία είχε καταφέρει με το πέρασμα του χρόνου να εξουθενώσει πλήρως το κορμί και το μυαλό του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα
πολύ εύκολα να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του και από την θλίψη να πέφτει στα σκοτεινά μα και απελευθερωτικά μονοπάτια της μανίας. Οι
αλλεπάλληλες και εξοντωτικές συνεδρίες και οι ατελείωτες θεραπείες σε συνάρτηση με την φαρμακευτική αγωγή, είχαν καταφέρει να κρύψουν
για τα καλά αυτήν τα συμπτώματα της μανίας και έτσι να μπορεί να περνάει απαρατήρητος στους άλλους. Σαν αποτέλεσμα όμως αυτών είχε πετύχει τον εγκλεισμό του στο μαύρο χάος της κατάθλιψης και της μοναξιάς του.
Έρμαιο αυτής της καταραμένης του μοναξιάς, κάθε βράδυ τριγυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας από μπαρ σε μπαρ, προσπαθώντας να γνωρίσει την
‘’μία’’ που θα τον έβγαζε από αυτήν την ζοφερή πραγματικότητα που ζούσε. Μάταια όμως πάντα κατέληγε μόνος, όπως τόσα χρόνια. Το σπίτι του ήταν το κλουβί και ο καθρέφτης της ψυχής του. Ήταν χάλια και σε άθλια κατάσταση, όπως άλλωστε και ο ίδιος. Δεν είχε καμιά όρεξη να ασχοληθεί με το οτιδήποτε, το κάθε τι του προκαλούσε δυσφορία όλο και πιο πολύ.
Έσυρε το κορμί του ανάμεσα από πεταμένα ρούχα, πεταμένα πλαστικά πιάτα και ποτήρια, ως την τουαλέτα. Το περπάτημα του θύμιζε κάτι από
ζωντανό νεκρό. Με κόπο έφτασε ως την τουαλέτα και άνοιξε την πόρτα, δεν είχε καμιά όρεξη να βγει από το σπίτι όμως έπρεπε να ετοιμαστεί για την δουλεία του. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, τα μάτια ήταν κόκκινα με μαύρους κύκλους από την αϋπνία, τα σκληρά γένια και το μονίμως θλιμμένο βλέμμα, έκανε το πρόσωπο του να έχει χάσει κάθε ίχνος ανθρώπινης χροιάς. Βογκώντας έσκυψε και άνοιξε το ντουλάπι. Τα κόκαλα του έτριξαν με θόρυβο στην κίνηση αυτή,
όλο του το κορμί πόναγε και η κάθε του κίνηση θύμιζε μαρτύριο. Από το ντουλάπι έβγαλε ένα ασημένιο κουτί, το άνοιξε και από μέσα έβγαλε ένα
χάπι Eskalith και το κατάπιε με λίγο νερό. Το λίθιο του έκανε καλό, εξισορροπούσε το μυαλό και το κορμί του, τον έβγαζε από αυτή την τρομαχτική διχοτόμηση, τον έκανε να μπορεί να αντιμετωπίσει
τις φοβίες του και τις εμμονές του. Όμως το λίθιο τον έριχνε σωματικά, αισθανόταν πάντα μια τρομερή ατονία που του διέλυε το μυϊκό του σύστημα και έντονες ζαλάδες και ναυτίες. Την λύση για αυτό το πρόβλημα την είχε βρει, ήταν βέβαια αντίθετη με την γνώμη του γιατρού του, όμως δεν έβρισκε άλλο τρόπο για να κατευνάσει τον πόνο του. Απ’ το ασημένιο κουτί έβγαλε ένα σακουλάκι με άσπρη
σκόνη και προχώρησε αργά προς το τραπέζι της κουζίνας. Κάθισε σε μια καρέκλα άνοιξε το σακουλάκι και άπλωσε λίγη σκόνη στο τραπέζι. Από
το ίδιο κουτί έβγαλε και ένα κοντοκομμένο καλαμάκι και έριξε μια απότομη και βίαιη ρουφηξιά. Η κοκαΐνη του έκαψε την μύτη και τα σωθικά, αλλά και τον ταρακούνησε, δένοντας όλα τα κομμάτια του και δίνοντας του μια απίστευτη αίσθηση τόνωσης. Τώρα πια ήταν έτοιμος να βγει απ’ το σπίτι, ένιωθε ότι όλα τα γρανάζια του σώματός του είχαν μπει στην θέση τους. Έβαλε το μπουφάν του, το πιο ζεστό που είχε
μιας και έξω έκανε κρύο, και άνοιξε την πόρτα. Πριν βγει έξω κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, το πρόσωπο του είχε πάρει μια πιο ανθρώπινη και αυτάρεσκη μορφή. Έριξε ένα χαμόγελο στο είδωλο του που τον κοιτούσε με ορθάνοιχτα, κατακόκκινα και διεγερμένα μάτια και βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα.
Βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία ήρθε αντιμέτωπος με το τσουχτερό κρύο του Νοέμβρη. Ο αέρας του μαστίγωνε το πρόσωπο κάνοντας τον να
ανατριχιάσει προς στιγμήν. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν 7:30, είχε ακόμα δύο ώρες στην διάθεση του και καθόλου όρεξη να πάει στην δουλειά. Η δουλειά του δεν ήταν μακριά, όμως η σκέψη ότι θα έμενε
αυτές τις ώρες σπίτι τον τρέλαινε. Κούμπωσε ως επάνω το μπουφάν του, δεν ήθελε να αφήσει σπιθαμή του κορμιού του ακάλυπτη από το κρύο. Έβγαλε το mp3 από την τσέπη του και διάλεξε την μουσική, το
ρύθμισε έτσι ώστε να παίζει δυνατά τα αγαπημένα του τραγούδια απομονώνοντας τον από τους γύρω θορύβους και με τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες ξεκίνησε να περπατάει με αργό βήμα.