Πιάνοντας Μεγάλα Ψάρια
Ο Κάπτεν Τζέιμς κοιτούσε σκεπτικός από το μικρό, στρογγυλό παράθυρο της μικρής του καμπίνας. Τα νερά ήταν ήσυχα, ασυνήθιστα ήσυχα, μετά τις φουρτούνες των τελευταίων ημερών. Έβαλε την καφέ πίπα στο στόμα του και άρχισε να βγάζει καπνό, λόγω της κλεισούρας όλη η καμπίνα πότισε με τη μυρωδιά του καπνού. Τον Μάιλο δεν τον ενοχλούσε πια αυτή η μυρωδιά, πάνε χρόνια που την είχε συνηθίσει, καθόταν εκεί, ξαπλωμένος στη γωνία του, πάνω στο γαλάζιο μαξιλάρι του και κοιτούσε τον καπετάνιο, με βαρεμάρα και μια αφόρητη πλήξη. Το πλοίο είχε μείνει δεμένο στην προβλήτα τέσσερις μέρες λόγω της κακοκαιρίας και του έλειπε η δράση αφάνταστα. Πόση πια δράση να υπάρχει σε ένα δεμένο πλοίο για ένα σκύλο σαν κι αυτόν; Ο καπετάνιος γύρισε, έβγαλε την πίπα από το στόμα του και σιγά σιγά, κουτσαίνοντας, πλησίασε τον κατάλευκο σκύλο. «Ξέρω ότι βαρέθηκες, αρκετά να είμαστε δεμένοι, το ίδιο και εγώ... Μη νομίζεις, Μάιλο, μπορεί να άρχισα να γερνάω, αλλά η καρδιά μου χτυπάει για τη θάλασσα και τα κύματα, τα πλοία και οι ναυτικοί δεν κάνουν για να μένουν στις προβλήτες πολύ καιρό...», είπε ο Κάπτεν Τζέιμς και χάιδεψε το κεφάλι του Μάιλο. Ο Μάιλο κούνησε ελαφρά την ουρά του και σήκωσε το κεφάλι του από το μαξιλάρι. «Λοιπόν, τι κάθεσαι κάτω σαν πεθαμένο καβούρι; Πάμε στο χωριό να βρούμε τον αδερφό μου, να πάρουμε φαγητό και νερό και να κάνουμε τα σχέδιά μας για την αυριανή μέρα!», είπε ο καπετάνιος και ο Μάιλο πετάχτηκε πάνω όλο χαρά και ζωντάνια, έτοιμος να βγει από τη μικρή καμπίνα του πλοίου.
Λίγα λεπτά μετά, αφού βγήκαν από το πλοίο, η καινούργια πινακίδα δίπλα στο λιμάνι έδειχνε τον ανηφορικό δρόμο προς τα πάνω: «Καλώς ήρθατε στο νησί Λιτλ Κέιμαν, πληθυσμός 344 κάτοικοι, σε 300 μέτρα το Μπλόσομ Βίλατζ». Ο Μάιλο στάθηκε δίπλα στην πινακίδα, σήκωσε το πόδι του και σημάδεψε την περιοχή του, άλλωστε ήταν δική του περιοχή, ο μόνος σκύλος πλέον σε όλο το Λιτλ Κέιμαν. Αλλά γάτες άφθονες από την άλλη, σχεδόν κάθε οικογένεια είχε και μία, ήταν πιο χρήσιμες σε σχέση με τα σκυλιά, γι' αυτό και οι κάτοικοι τις προτιμούσαν. Ο καπετάνιος αναδίπλωσε τα μανίκια από την μπλέ πλεκτή μπλούζα του, έβαλε τη σβησμένη πίπα στο στόμα του και ξεκίνησε να περπατάει προς το χωριό. Λίγο πιο κάτω, ένας άλλος θαλασσοπόρος τον χαιρέτησε, «Κάπτεν Τζέιμς! Επιτέλους έφτιαξε ο καιρός! Εγώ σήμερα κιόλας θα βγω στα ανοιχτά με την οικογένειά μου... Θα βγείτε εσείς;», ρώτησε ο άνθρωπος με περιέργεια.
«Όχι, φίλε μου, όχι... Αύριο όμως, σίγουρα... Θα είναι η αρχή μιας καλής εβδομάδας, πιστεύω...», είπε με σιγουριά ο καπετάνιος. «Αν μου επιτρέπετε, Κάπτεν, ήθελα να ρωτήσω κάτι για τον σκύλο σας... Έχω ακούσει ιστορίες στο χωριό για το σκυλί σας, ότι το βρήκατε στην θάλασσα, στην μέση του πουθενά, πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο; Είναι αλήθεια; Κάποιοι λένε ότι το σκυλί σας το έστειλε ο ίδιος ο Ποσειδώνας για να σας καθοδηγήσει σε μια τρικυμία!», είπε με θαυμασμό ο άντρας, καθώς κοιτούσε τον άσπρο Μάιλο να κόβει βόλτες δεξιά και αριστερά. Ο καπετάνιος σιγογέλασε, «Δεν ξέρω αν την μέρα που τον βρήκα μου τον έστειλε ο Ποσειδώνας ή ο Δίας, αλλά σίγουρα έχει κερδίσει αξία τη θέση του στο πλοίο μου! Σας χαιρετώ, αγαπητέ, και καλή ψαριά!», είπε ο καπετάνιος στον άντρα και συνέχισε την πορεία του. Ο καιρός σήμερα ήταν αρκετά ζεστός και στον καπετάνιο δεν άρεσε καθόλου η ζέστη, αλλά με τη ζέστη συνήθως έρχεται και η μπονάτσα στη θάλασσα. Ο Μάιλο πάντα πήγαινε μπροστά και γρήγορα, ο καπετάνιος ήταν αδύνατο να τον προφτάσει, αλλά δεν τον ενοχλούσε καθόλου που ο Μάιλο προπορευόταν. Άλλωστε, εκτός του ότι είχε αρχίσει να μεγαλώνει, δεν του ήταν και πολύ ευχάριστο να περπατάει γρήγορα με ένα ξύλινο πόδι.
Έσμιξε μαζί με τον αδερφό του στο κέντρο του χωριού, ο αδερφός του ο Μάικλ δεν κοιμόταν ποτέ μέσα στο πλοίο, αν είχε φουρτούνες και το πλοίο ήταν δεμένο, πάντα θα προτιμούσε τη στεριά, σε αντίθεση με τον καπετάνιο, που προτιμούσε εδώ και πολλές δεκαετίες το γλυκό νανούρισμα της θάλασσας. «Λοιπόν, τελικά θα βγούμε στα ανοιχτά σήμερα;», ρώτησε ο Μάικλ, πριν καν πει καλημέρα στον καπετάνιο. «Όχι, Μάικλ, όχι σήμερα, θα βγει στον ύφαλο όλο το χωριό σαν τους μανιακούς μετά από τόσες μέρες, δε θέλω να μπαίνει στο δρόμο μου κανένας, ούτε και να μου χαλάνε τα σχέδια... Άσε τους σήμερα να βγουν όλοι μαζί... Οι ψαράδες για τα ψάρια τους και οι δύτες για να βουτήξουν ανάμεσα στον ύφαλο... Και αύριο... αύριο θα είναι η μέρα μας! Ελπίζω να βρούμε μερικά μεγάλα κομμάτια τόνο αργότερα για δόλωμα...», είπε ο καπετάνιος και έξυσε σκεπτικός τα μούσια του. «Έλα λοιπόν τότε, Τζέιμς! Πάμε να αράξουμε έξω από την αυλή του σπιτιού μου, να πιούμε καφέ και αργότερα να ανοίξουμε καμία κονσέρβα με χοιρινό, να φάμε και, αν είμαστε τυχεροί... Ίσως βρούμε και πατάτες...», είπε ο Μάικλ που διαρκώς είχε το νου του στο φαγητό. Ο Μάιλο περνούσε και χαιρετούσε τον κάθε άνθρωπο έξω από τα γύρω σπίτια με τον δικό του γοητευτικό τρόπο, όλοι τον χαιρετούσαν και όλοι τον αγαπούσαν, ήταν πιο διάσημος και αγαπητός ακόμα και από τον πρόεδρο του χωριού. Και ο Μάιλο το ήξερε ότι τον θαύμαζαν, περιφερόταν στο χωριό καμαρωτά, με το κεφάλι ψηλά σαν αθλητικό άλογο, αλλά οι κάτοικοι σπάνια τον φώναζαν με το όνομα του, οι πιο πολλοί τον φώναζαν με το όνομα «Καρχαριόσκυλο». Και η φήμη του Μάιλο είχε φτάσει μακριά, πολύ πιο μακριά από το Λιτλ Κέιμαν, πολλοί ήξεραν και είχαν ακούσει το όνομα «Μάιλο το Καρχαριόσκυλο», αλλά δεν είχαν ιδέα, ποιος ήταν ο καπετάνιος Τζέιμς Φάλκον. Όχι όμως ότι αυτό ενοχλούσε τον καπετάνιο, ίσα ίσα, του άρεσε να καμαρώνει συνέχεια που το σκυλί αυτό ήταν δικό του.
Το μεσημέρι είχε έρθει και τα δύο αδέρφια είχαν κάτσει έξω από το άσπρο, μικρό, ξύλινο σπιτάκι του Μάικλ. Ο καπετάνιος πλέον είχε βγάλει την μπλούζα του, γιατί η ζέστη τού ήταν πλέον αφόρητη και έτρωγαν τις κονσέρβες με το χοιρινό κρέας, ενώ συζητούσαν το σε ποια περιοχή θα ήταν καλύτερα να πήγαιναν την επόμενη μέρα. «Κοίτα, Τζέιμς! Οι γλάροι, οι γλάροι βγαίνουν στα ανοικτά και πετάνε χαμηλά... Συνέχεια τους βλέπω και βουτάνε μέσα στο νερό... Θα έχει πολύ ψάρι σήμερα!», είπε ο Μάικλ. «Ναι... Ναι, όντως, το πιστεύω και εγώ...», είπε ο καπετάνιος και λίγο μετά πέταξε ένα μεγάλο κομμάτι χοιρινό στον Μάιλο. Ο Μάιλο έτρεξε και το έκανε μια χαψιά, σχεδόν δεν το μάσησε από τη βιασύνη του. «Είχες κανένα γράμμα από την κόρη σου;», ρώτησε ο καπετάνιος τον Μάικλ. «Ναι, ναι, μου είχε γράψει πριν μια εβδομάδα, είναι πολύ καλά, οι σπουδές τις πάνε καλά, είμαι πολύ περήφανος για αυτήν και μου λείπει μου λείπει πολύ... Τη βλέπω μια με δύο φορές τον χρόνο... Αλλά δε θα μπορούσα να στηρίξω αλλιώς τα όνειρα της και το ξέρεις...», είπε λίγο θλιμμένος ο Μάικλ και σταμάτησε να τρώει από την κονσέρβα του, σταύρωσε τα χέρια του και κοιτούσε σκεπτικός το έδαφος. Ο καπετάνιος κατάλαβε ότι έκανε βλακεία που του θύμισε την κόρη του, ήξερε ότι είναι δύσκολο να έχεις αυτούς που αγαπάς μακριά, ακόμα και αν αυτός ο ίδιος δεν είχε κανέναν.
«Ο χρόνος ξέρεις, ο χρόνος περνάει γρήγορα, αδελφέ μου, και πάει μόνο μπροστά... Σύντομα, πολύ σύντομα, θα έρθει ξανά η στιγμή που θα τη συναντήσεις και θα την κρατήσεις πάλι στην αγκαλιά σου...», είπε ο καπετάνιος θέλοντας να τον παρηγορήσει και ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Μάικλ.
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από παντού και πλήθος κόσμου άρχισε να τρέχει προς την προβλήτα του μικρού λιμανιού. Ο καπετάνιος σηκώθηκε όρθιος και προσπαθούσε να δει από μακριά το τι γίνεται, αλλά η όραση του δεν ήταν πια όπως όταν ήταν είκοσι χρονών. Έβαλε την παλάμη του πάνω από τα μάτια του, για να κρύψει τον ήλιο, μήπως και δει λίγο καλύτερα. Ο Μάιλο έστρεψε την προσοχή του και αυτός προς το μέρος που βρισκόταν ο κόσμος συγκεντρωμένος. «Τι; Τι γίνεται, Τζέιμς; Τι είναι όλος αυτός ο χαμός;», ρώτησε ο Μάικλ. «Δεν φαίνεται καλό...
Είναι ένα μικρό πλοίο, ο Μπλέ Αστερίας... Μπορώ να διακρίνω το πλήρωμα του σε πανικό, κάτι κακό πρέπει να τους συνέβη και γύρισαν πίσω, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω από εδώ...», είπε ο καπετάνιος, ενώ συνέχισε να κοιτάει το μικρό πλοίο που είχε φτάσει πίσω στο Λιτλ Κέιμαν. Ο Μάικλ σηκώθηκε και αυτός με τη σειρά του όρθιος και, σαν πιο νέος, προσπάθησε να καταλάβει το τι έχει συμβεί. «Βγάζουν κάποιον από το πλοίο Τζέιμς... Νομίζω... Νομίζω, ότι βλέπω αίμα...», είπε ο Μάικλ και χλόμιασε. Ο καπετάνιος άρπαξε την μπλούζα του και τη φόρεσε, έβαλε την πίπα του στο στόμα και ξεκίνησε να πηγαίνει, όσο πιο γρήγορα, προς τον κόσμο, για να δει τι έχει συμβεί. «Μάιλο, μαζί μου!», είπε και ο σκύλος έτρεξε στο πλευρό του καπετάνιου. Ο Μάικλ δεν κουνήθηκε από την θέση του, δεν τα πήγαινε καλά με τα αίματα, έβαλε τα χέρια στη μέση του και περίμενε κοιτώντας από μακριά.
Ο καπετάνιος ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά από το πλοίο και το πλήρωμα του, άκουγε ουρλιαχτά και κλάματα από τους κατοίκους του μικρού νησιού. Χρειάστηκε να σπρώχνει τους ανθρώπους και να κάνει χώρο με τα χέρια του, για να περάσει μπροστά και να πλησιάσει πιο κοντά στο πλοίο. Τελικά, αντίκρισε δύο μέλη του πληρώματος, δύο μέτρα από εκεί που είχαν δέσει, είχαν βγάλει έξω τον έναν δύτη τους, τον Τσάρλι Λοκ, έναν νεαρό δύτη, ούτε τριάντα χρόνων και κάτοικο του χωριού τα τελευταία δύο χρόνια. Ο Τσάρλι ήταν νεκρός, τα δύο άλλα μέλη του πληρώματος κρατούσαν τα χέρια και το κεφάλι του. Τα μάτια του είχαν χάσει κάθε σπίθα ζωής σαν άψυχο δελφίνι, το δέρμα του είχε γίνει άσπρο σαν τον αφρό της θάλασσας και η λαδί στολή κατάδυσης που φορούσε ήταν καλυμμένη με αίματα. Η αιτία θανάτου δεν ήταν δύσκολη να διαγνωστεί· στο πλάι της κοιλιακής του χώρας υπήρχε μια τεράστια δαγκωματιά. Τα σπλάχνα του άτυχου νεαρού άντρα – ή έστω ό,τι είχε μείνει από αυτά – είχαν βγει έξω, προκαλώντας το αίσθημα του φόβου σε όλους τους κατοίκους. «Καρχαρίας...», ψιθύρισε ο καπετάνιος και πλησίασε το πτώμα του Τσάρλι. Έσκυψε δίπλα του και επεξεργάστηκε λίγο τη δαγκωματιά με τα χέρια του, δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να καταλάβει το είδος του καρχαρία που είχε προκαλέσει το θάνατο στον νεαρό Τσάρλι, άλλωστε ήταν αυθεντία πάνω σε αυτό το θέμα. «Κάπτεν Τζέιμς, είναι ο δεύτερος κάτοικος του νησιού που χάνεται μέσα σε ένα μήνα από καρχαρία, τα είδαμε όλα, η θάλασσα έγινε κόκκινη και τον τραβούσε δεξιά και αριστερά και τον ξέσκιζε μέχρι να τον τραβήξουμε πάνω... Δεν... Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα... Ήταν πολύ αργά... Ήταν πολύ αργά...», είπε ο ναύτης που βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση σοκ, ενώ έσφιγγε το χέρι του Τσάρλι σαν να ήταν ακόμα ζωντανός και να ήθελε να του δώσει κουράγιο.