ΜΕΡΟΣ Α: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: ΑΥΤΟΕΠΑΡΚΕΙΑ
Η έννοια της αυτοεπάρκειας κατέχει κεντρική θέση στην παρούσα έρευνα λόγω της τεράστιας σημασίας της για την ανάπτυξη και λειτουργία των εκπαιδευτικών οργανισμών γενικά και ειδικότερα για την ομαλή άσκηση της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Η αυτοεπάρκεια, ως έννοια, αφορά στη μελέτη και εφαρμογή των θετικά προσανατολισμένων
πηγών ανθρώπινης δύναμης και ψυχολογικών ικανοτήτων (και όχι των αρνητικών και δυσλειτουργικών), οι οποίες μπορούν να μετρηθούν, να αναπτυχθούν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά με στόχο την επαγγελματική βελτίωση και ανάπτυξη (Luthans, 2002a,b). Σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας της μακρόχρονης μελέτης του γνωστού ψυχολόγου Albert Bandura, η
έννοια της αυτοεπάρκειας έχει μία ευρέως αποδεκτή θεωρητική βάση (Bandura, 1986a, 1990), ένα εκτενές σώμα γνώσης από προηγούμενες έρευνες (Bandura, 1997? Maddux, 1995, 2002) και αποδεδειγμένη αποτελεσματική εφαρμογή σε φάσμα περιοχών, συμπεριλαμβανομένου του εργασιακού τομέα (Bandura, 2000). Οι πεποιθήσεις επάρκειας συνεισφέρουν σημαντικά στο επίπεδο της παρώθησης και του επαγγελματισμού (Bandura & Locke, 2003), ενώ πολλές φορές χρησιμοποιείται εναλλακτικά ο όρος της αυτοπεποίθησης. Ως εκ τούτου, θα ήταν χρήσιμη η παράθεση μιας σύντομης ανασκόπησης των βασικών θέσεων της θεωρίας της αυτοεπάρκειας και της προηγούμενης έρευνας στην εκπαιδευτική ηγεσία.
2.1 ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΠΑΡΚΕΙΑΣ
Η έννοια της αυτοεπάρκειας προέρχεται από την κοινωνική-γνωστική θεωρία (social cognitive theory) του Albert Bandura (1986a, 1999a), η οποία αποτελεί εξέλιξη της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης (social learning theory) (Bandura, 1976, 1977a,b, 1978). Η κοινωνική-γνωστική θεωρία ενσωματώνει τα κοινωνικά/περιβαλλοντικά και τα γνωστικά στοιχεία σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Οι τρεις αυτοί παράγοντες (περιβάλλον,
προσωπικές-γνωστικές ικανότητες και συμπεριφορές) λειτουργούν αμφίδρομα μεταξύ τους. Παράλληλα με την κοινωνική-γνωστική θεωρία και τις ανθρώπινες ικανότητες του συμβολισμού (symbolizing), της προνοητικότητας (forethought) και της μάθησης μέσω της παρατήρησης (observational learning), η έννοια της αυτοεπάρκειας είναι μια θεωρία του εαυτού (self-theory), που περιλαμβάνει την έννοια της αυτορρύθμισης ή αυτοδιαχείρισης (self-regulation)2 και του αναστοχασμού (self-reflection)
3. Η ικανότητα του αναστοχασμού είναι αυτή που προσφέρει τη θεωρητική βάση της αυτοεπάρκειας (Bandura, 1986a, 1997,
1999a). Ο Bandura (2000) τονίζει ότι η αυτοεπάρκεια είναι ο πιο διάχυτος και σημαντικός ψυχολογικός μηχανισμός της αυτοεπίδρασης (self-influence). Υποστηρίζει ότι εάν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι μπορούν να παράγουν επιθυμητά και να προλαμβάνουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα με τις πράξεις τους, τότε έχουν περιορισμένη παρώθηση για δράση. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη άλλων παραγόντων που μπορεί να λειτουργήσουν ως κίνητρα, αυτά έχουν τις ρίζες τους στη βασική πεποίθηση, ότι κάποιος έχει τη δύναμη να
παράγει επιθυμητά αποτελέσματα (Bandura, 2000). Ο τυπικός και πιο συνηθισμένος ορισμός της αυτοεπάρκειας είναι η αρχική δήλωση του Bandura (1982), που αφορά στις προσωπικές κρίσεις ή πεποιθήσεις για το πόσο καλά κάποιος μπορεί να εκτελέσει ένα σχέδιο δράσης, το οποίο απαιτείται για την ενασχόληση με μελλοντικές καταστάσεις. Σε κατοπινές μελέτες, ο Bandura διατύπωσε έναν πιο ολοκληρωμένο ορισμό, λέγοντας ότι η αυτοεπάρκεια είναι η
κρίση ενός ατόμου για τις ικανότητές του/της να οργανώνει και να εκτελεί ένα σχέδιο δράσης, το οποίο απαιτείται για την επίτευξη συγκεκριμένου επιπέδου απόδοσης (Bandura, 1986a, 1991, 1997). Ένας πιο ευρύς και εύχρηστος ορισμός της Θετικής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς προέρχεται από τους Stajkovic & Luthans (1998a, σελ. 66): «Η αυτοεπάρκεια αναφέρεται στις προσωπικές πεποιθήσεις (ή εμπιστοσύνη) που έχει κάποιος/α για τις ικανότητές του/της, με σκοπό να ενεργοποιήσει την παρώθηση, τους γνωστικούς πόρους και το σχέδιο δράσης, για να εκτελέσει με επιτυχία μια συγκεκριμένη εργασία, σε ένα δεδομένο πλαίσιο». Ο ορισμός αυτός δίνει έμφαση στη «συγκεκριμένη εργασία και το πλαίσιο». Η διαδικασία της αυτοεπάρκειας ξεκινά πριν ακόμη τα άτομα επιλέξουν την απόφαση και κινητοποιήσουν την προσπάθεια. Αρχικά, οι άνθρωποι τείνουν να ζυγίζουν, να εκτιμούν
και να ενσωματώνουν πληροφορίες για τις αντιλαμβανόμενες ικανότητές τους (Brown, Ganesan & Challagalla, 2001). Το σημαντικό είναι ότι αυτό το αρχικό στάδιο έχει μικρή σχέση με τις πραγματικές ικανότητες ή γνώσεις, αλλά μεγαλύτερη με το πώς αντιλαμβάνονται ή πιστεύουν ότι μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν για να πετύχουν ένα έργο σε δεδομένο πλαίσιο. Κατόπιν, αυτή η εκτίμηση/αντίληψη οδηγεί στις προσδοκίες προσωπικής επάρκειας, οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν (Bandura, 1993, 1997, 2000?
2 Αυτοδιαχείριση (ή αυτορρύθμιση) καλείται η ικανότητα του ατόμου να μπορεί να διαχειρίζεται (ή να ρυθμίζει) την εσωτερική του κατάσταση, τις παρορμήσεις του και τα προσωπικά του αποθέματα. Χαρακτηριστικά που συνθέτουν την έννοια της αυτοδιαχείρισης είναι: ο αυτοέλεγχος, η τάση προς επίτευξη, η πρωτοβουλία, η αξιοπιστία, η ευσυνειδησία, η προσαρμοστικότητα, η αισιοδοξία.
3 Οι άνθρωποι ανακαλούν πίσω σε πράξεις/εμπειρίες σχετικά με ένα συγκεκριμένο γεγονός ή έργο και μέσω γνωστικών διαδικασιών προσεγγίζουν συναισθήματα που αφορούν στην ένταση με την οποία πιστεύουν ότι
μπορούν να διεκπεραιώσουν με επιτυχία τα ίδια γεγονότα ή έργα και στο μέλλον.
Wood & Bandura, 1989b): (α) την απόφαση να εκτελέσουν το ειδικό έργο σε δεδομένο πλαίσιο, (β) την ποσότητα της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλουν και (γ) το επίπεδο της επιμονής που θα προβάλουν ανεξαρτήτως εμποδίων, ανεπιβεβαίωτων αποδεικτικών στοιχείων και αντιξοοτήτων. Με άλλα λόγια, από την παραπάνω διαδικασία, η αυτοεπάρκεια μπορεί άμεσα να επηρεάσει: (α) τις επιλογές συμπεριφοράς, (β) τα κίνητρα υψηλής προσπάθειας και (γ) τα επίπεδα επιμονής και θέλησης. Επιπροσθέτως, η αυτοεπάρκεια μπορεί άμεσα να προκαλέσει: (δ) διευκολυντικά μοντέλα/πρότυπα σκέψης και (ε) ευπάθεια ή αντοχή στο στρες (Mager, 1992). Αυτές οι άμεσες επιδράσεις της αυτοεπάρκειας στην ανθρώπινη λειτουργία είναι στενά συνδεδεμένες με υψηλή απόδοση. Η καλύτερη μορφή υψηλής απόδοσης στην εκτέλεση ενός δεδομένου έργου είναι όταν το υψηλά αποτελεσματικό άτομο: αναλαμβάνει πρόθυμα το έργο (καλωσορίζοντάς το και αντιμετωπίζοντάς το ως πρόκληση), δίνει την μεγαλύτερη προσπάθειά του, επιμένει όταν συναντά εμπόδια, κάνει θετικές σκέψεις για τον εαυτό του και το έργο του και τέλος είναι ανθεκτικό στο στρες κα την εξουθένωση (Stipek, 1993). Ο Bandura (2000) τονίζει ότι αυτό το προφίλ υψηλής απόδοσης έργου δεν είναι αρκετό και ότι η αυτοεπάρκεια επιδρά σε μεγάλο βαθμό και σε άλλες σημαντικές αιτίες της ανθρώπινης απόδοσης έργου, όπως: φιλοδοξίες στόχων, κίνητρα προσδόκιμων αποτελεσμάτων και αντιλαμβανόμενες ευκαιρίες ενός συγκεκριμένου έργου. Τα επίπεδα των
στόχων που επιλέγονται, η ποσότητα της προσπάθειας που θα καταβάλει το άτομο για να πετύχει τους στόχους και ο τρόπος που αντιδρά όταν εμφανίζονται προβλήματα κατά την πορεία προς το στόχο, όλα αυτά φαίνεται να επηρεάζονται από την αυτοεπάρκεια του ατόμου. Ανάλογα, επηρεάζονται και τα κίνητρα των προσδόκιμων αποτελεσμάτων. Τα άτομα με υψηλά επίπεδα αυτοεπάρκειας περιμένουν να πετύχουν και να αποκτήσουν ευνοϊκά και
θετικά κίνητρα απόδοσης, ενώ αυτοί που έχουν χαμηλά επίπεδα αυτοεπάρκειας περιμένουν να αποτύχουν και να πλάσουν αρνητικά αντικίνητρα. Τέλος σχετικά με τις αντιλαμβανόμενες ευκαιρίες, o Bandura (2000) αναφέρει ότι άνθρωποι με υψηλή επάρκεια συγκεντρώνονται στις ευκαιρίες που αξίζει να ακολουθήσουν και βλέπουν τα εμπόδια ως υπερβατά. Σύμφωνα με τους Luthans, Stajkovic & Ibrayeva (2000), οι αντιλαμβανόμενες ευκαιρίες αφορούν στη
διαμόρφωση στρατηγικής, τα επιχειρηματικά ξεκινήματα και την πάλη σε μεταβαλλόμενα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα. Για τον λόγο αυτό, άνθρωποι με τις ίδιες δεξιότητες, αλλά διαφορετικά επίπεδα προσωπικής επάρκειας, μπορεί να αποδίδουν σε διαφορετικά επίπεδα, εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου που χρησιμοποιούν και συνδυάζουν αυτές τις δεξιότητες σε μεταβαλλόμενα πλαίσια. Συνεπώς, ένα άτομο με τις ίδιες γνώσεις και
δεξιότητες ενδέχεται να αποδώσει ανεπαρκώς, επαρκώς ή εξαιρετικά, ανάλογα με τις διακυμάνσεις στη σκέψη της αυτοεπάρκειας (Gist & Mitchell, 1992). Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η αυτοεπάρκεια αποτελεί υψηλό συσχετιστικό και προβλεπτικό παράγοντα για υψηλές αποδόσεις. Μεγάλος άλλωστε, αριθμός ερευνών και μετα-αναλυτικών μελετών έχουν καταδείξει μία υψηλή θετική συσχέτιση ανάμεσα στην αυτοεπάρκεια και την απόδοση κάτω από εργαστηριακές αλλά και φυσικές/πραγματικές συνθήκες (Stajkovic & Luthans, 1998a?
Bandura, 1997, 2000? Bandura & Locke, 2003? Vancouver, Thompson, Tischner & Putka, 2002? Vancouver, Thompson & Williams, 2001? Holden, 1991? Holden, Moncher, Schinke & Barker, 1990? Multon, Brown& Lent, 1991).