Στη δεκαετία του 1920 το ελληνικό κράτος των πέντε περίπου εκατομμυρίων κατοίκων αντιμετωπίζει πρόβλημα ένταξης στην κοινωνική του δομή περισσοτέρων από 1.250.000 προσφύγων (Hirschon, 1989). Οι πρόσφυγες αποτελούν πληθυσμούς με ελληνική εθνική ταυτότητα, οι οποίοι κατά την περίοδο 1912-1924 μεταναστεύουν εθελουσίως ή βιαίως από τον εκτός των συνόρων τού ελληνικού κράτους γεωγραφικό χώρο καταγωγής τους και δεν τους επιτρέπεται πλέον να επιστρέφουν μαζικά σ' αυτόν (Βεργέτη, 1992). O ελληνισμός του Πόντου, ως πληθυσμός αγροτικός στο μεγαλύτερο ποσοστό του, αποκαθίσταται κυρίως αγροτικά. Οι περισσότερες προσφυγικές ομάδες εγκαθίστανται στη Βόρεια Ελλάδα, με μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση στις περιοχές Μακεδονίας και Θράκης (Τσακιρίδης, 1973-1974).
Μία εξ αυτών αποτελεί και το Θρυλόριο, ένα χωριό της περιφερειακής ενότητας Ροδόπης στη Θράκη, μόλις 7 χιλιόμετρα ανατολικά της Κομοτηνής, όπου από το 1923 συμβιώνουν δύο ομάδες προσφύγων από διαφορετικές περιοχές του Πόντου. Είναι οι Ποντιώτ'/Ποντιώτες καταγόμενοι από χωριά δύο ευρύτερων περιοχών, της Κερασούντας και της Σαμψούντας, και οι Καρσλήδες/Καυκάσιοι που κατάγονταν από χωριά της περιοχής του Καρς στον Καύκασο (Σέργης, 2010). Η μίξη των προσφύγων που προέρχονταν από διάφορες περιοχές του Πόντου και η διαδικασία προσαρμογής τους στους νέους τόπους εγκατάστασης δημιούργησε αρχικά ποικίλες δυσκολίες. Οι δύο αυτές διαφορετικές ομάδες, που τα μέλη τους συνδέονται με διαφορετικούς συναισθηματικούς δεσμούς και ξεχωριστές εμπειρίες, μέχρι την εγκατάστασή τους στο Θρυλόριο, διαμορφώνουν ίδιες συμπεριφορές και συλλογικό ήθος, γίνονται τελικά μία (Σέργης, 2010:252). Είναι εντέλει δύο «δυνάμει» αντίπαλες ομάδες, αφού η καθεμιά αποτελεί για την άλλη έξω-ομάδα κατ' αντίθεση με την ενδο-ομάδα (Χρυσοχόου, 2005:151).
Σύμφωνα με τη Μαυρίδου-Αποστολίδου (2009), «Οι Καρσλήδες ήταν οι περισσότεροι μορφωμένοι, τουλάχιστον οι άντρες, και με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο απ΄ ότι ήταν οι Ποντιώτες, οι οποίοι κατάγονταν από μια κοινωνία με πιο σκληρούς όρους διαβίωσης στα ορεινά χωριά της Κερασούντας». Οι Ποντιώτες ήταν άνθρωποι εργατικοί, ολιγαρκείς, ενδοστρεφείς, μια πιο «κλειστή ομάδα», που λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης είχαν άλλες συνήθειες και τρόπο ζωής. Ο τρόπος με τον οποίον ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό τους βίο ή οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική τους ζωή και που καθορίζονται από κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς είναι τα ήθη (Abercrombie, Hill & Turner, 1992:145). Ωστόσο, η συμβίωση αλλά και η συνειδητή στάση διαφοροποίησης από τους Άλλους-Θρακιώτες γηγενείς αλλά και μουσουλμάνους-
λειτούργησε ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ των μελών της κοινότητας. Ο Άλλος αποτελεί σημαντικό στοιχείο αυτοπροσδιορισμού, αφού η ετερότητα είναι συστατικό του (Σέργης, 2006:26). Η σκληρή ζωή και η εργατικότητα των Ποντιωτών σε συνδυασμό με τη διορατικότητα και τη μόρφωση των Καρσλήδων, όλων, μελών της κοινότητας και προσφύγων, οδήγησαν σταδιακά-υπό τους όρους της κοινής καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας και συνείδησης-ανεξαρτήτως του τόπου προέλευσης, στη συγκρότηση μιας ομογενοποιημένης παν-ποντιακής ταυτότητας με κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά (Τυροβολά, Καρεπίδης & Κάρδαρης, 2007). Έτσι, ανέπτυξαν κοινούς τρόπους συμπεριφοράς, που διαμορφώθηκαν από τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και το σύνολο των ποντιακών πολιτισμικών προτύπων. Αυτοί μάλιστα οι κοινοί τρόποι συμπεριφοράς αποτελούν έναν από τους πλέον ξεκάθαρους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται η ποντιακή ταυτότητα.
Οι Πόντιοι, παρά τις αντιξοότητες, τις αναγκαστικές μετοικεσίες και τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στους αιώνες που προηγήθηκαν, διατήρησαν την τοπική μουσικο-χορευτική τους ιδιομορφία. Πρόκειται για το, κατά περιοχές, μουσικο-χορευτικό ρεπερτόριο που μετέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς στους τόπους εγκατάστασής τους μετά τη γενοκτονία του 1918, αλλά κυρίως μετά την Καταστροφή του '22 (Tυροβολά, κ. συν., 2007).
Στο πλαίσιο της προσφυγικής αλληλεγγύης και της επικύρωσης της ποντιακής ταυτότητας ιδρύθηκαν τοπικοί ποντιακοί σύλλογοι, οι οποίοι κυρίως μέσω του χορού και της μουσικής, ενεργοποίησαν, παράλληλα με τη διασκέδαση και τη διάδοση της ποντιακής κουλτούρας, αισθήματα ευθύνης, διατήρησης και προστασίας των πολιτιστικών αγαθών που αποτελούν αντικείμενο κοινοκτημοσύνης των μελών της εθνοτοπικής ομάδας (Tυροβολά, κ. συν., 2007).
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ποντίων Θρυλορίου, όπως όλοι οι ποντιακοί πολιτιστικοί σύλλογοι, ανεξαιρέτως του τόπου ίδρυσης και λειτουργίας τους, επιδιώκει να ενισχύσει το συναίσθημα ταύτισης των Ποντίων της κοινότητας, προκειμένου να ισχυροποιήσει τη συλλογική τους ταυτότητα μέσω της διαφύλαξης και προβολής της ποντιακής παράδοσης και ιστορίας, και ταυτόχρονα να βοηθήσει στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας της κοινότητας. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Θρυλορίου «Η Κερασούντα και το Γαρς» ιδρύθηκε αρχικά το 1983 υπό την ονομασία «Μορφωτικός Σύλλογος Αγροτικής Νεολαίας Θρυλορίου» από μια ομάδα νέων του χωριού. Το 1986 έγινε η πρώτη τροποποίηση του καταστατικού του Συλλόγου αναφορικά με την επωνυμία, ο οποίος μετονομάστηκε σε «Πολιτιστικό Όμιλο Ποντίων Θρυλορίου». Στις 3 Απριλίου 2005 αποφασίστηκε η δεύτερη τροποποίηση όπου συμπληρώθηκε η επωνυμία με τον τίτλο «Η Κερασούντα και το Γαρς», δηλωτικό του τόπου καταγωγής των κατοίκων του χωριού.