Διάλογοι εταιρών - Εταιρικοί διάλογοι
Λουκιανός
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1. Γλυκέρα και Θαΐδα

Γλυκέρα: Εκείνον τον στρατιώτη, Θαΐδα, από τη δυτική Αιτωλοακαρνανία που είχε σχέση με την Αβρότονον πριν ερωτευτεί εμένα, τον θυμάσαι καθόλου ή τον έχεις ξεχάσει; Λέω για κείνον με τα πολυτελή ενδύματα και τη χλαμύδα.

Θαΐδα: Όχι, δεν τον ξέχασα, Γλυκέρι! Μάλιστα, καθόταν κι έπινε μαζί μας πέρσι στα Αλώα. Αλλά, γιατί ρωτάς; Θες να μου πεις κάτι για αυτόν;

Γλυκέρα: Ε, λοιπόν, μου τον πήρε η κουτοπόνηρη η Γοργόνα, με δόλο. Και να φανταστείς πως τη θεωρούσα φίλη μου.

Θαΐδα: Άρα, αν κατάλαβα σωστά, έχει τη Γοργόνα για εταίρα του κι εσένα σταμάτησε να σε επισκέπτεται;

Γλυκέρα: Έτσι ακριβώς, Θαΐδα. Ακόμα δεν μπορώ να το ξεπεράσω.

Θαΐδα: Είναι πράγματι άσχημο, Γλυκέρι, αλλά και αναμενόμενο. Άλλωστε, εμείς οι εταίρες είμαστε συνηθισμένες σε τέτοιες συμπεριφορές. Γι’ αυτό, δεν χρειάζεται ούτε να λυπάσαι ούτε να κατηγορείς τη Γοργόνα. Μην ξεχνάς ότι η Αβρότονον, που τότε ήταν φίλη σου, ποτέ δεν να σε κατηγόρησε που της πήρες τον άντρα. Ένα μόνο μου κάνει εντύπωση, τι της βρήκε εκείνος ο στρατιώτης. Εκτός κι αν είναι εντελώς τυφλός και δεν βλέπει πως τα μαλλιά της είναι αραιά και το μέτωπό της ζαρωμένο. Ούτε τα χείλη της τα μελανιασμένα όπως των νεκρών, τον λαιμό της τον λεπτό με τις φλέβες που ξεχωρίζουν και τη μύτη της τη φαρδιά. Ένα μόνο είναι ωραίο σ’ αυτήν, είναι ψηλή με ωραία κορμοστασιά. Και χαμογελά σαγηνευτικά.

Γλυκέρα: Έχεις την εντύπωση, Θαΐδα, πως την αγάπησε για τα κάλλη της; Ξεχνάς πως η μάνα της, η Χρυσάριον, είναι μάγισσα και ξέρει καλά κάμποσες θεσσαλικές ωδές, και πως μπορεί να κατεβάσει ακόμα και το φεγγάρι, αν το θέλει; Λένε, μάλιστα, πως την είδαν να πετάει τη νύχτα. Εκείνη είναι που έκανε τον άνθρωπο να χάσει τα λογικά του, δίνοντάς του να πιει τα ερωτικά της φίλτρα, και τώρα τον «τρυγάνε» από κοινού!

Θαΐδα: Κοίτα κι εσύ λοιπόν, Γλυκέρι, να «τρυγήσεις» κανέναν άλλον και άσε τον, αυτόν, να πάει στο καλό!


2. Μύρτι, Πάμφιλος και Δωρίδα

Μύρτι: Έμαθα, Πάμφιλε, πως παντρεύεσαι την κόρη του Φείδωνα, του πλοιοκτήτη. Ήδη σε λογαριάζουν για παντρεμένο. Όλοι οι όρκοι που έδωσες και όλα τα δάκρυα που έριξες χάθηκαν σε μια στιγμή, και τώρα ξέχασες το Μύρτι. Και όλα αυτά, ενώ εγώ είμαι στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης μου. Μονάχα αυτό κέρδισα εγώ από τον έρωτά σου, μου φούσκωσες την κοιλιά και σε λίγο θα πρέπει να μεγαλώνω ένα παιδί, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο για μια εταίρα. Δεν θα εγκαταλείψω όμως το παιδί μου και μάλιστα, αν είναι αγόρι, θα του δώσω το όνομά σου. Η ύπαρξή του θα είναι παρηγοριά για μένα και τον έρωτά μου. Να ξέρεις όμως πως, κάποια μέρα, το ίδιο σου το παιδί θα σε κάνει να ντραπείς για το πόσο άπιστος υπήρξες απέναντι στη δύσμοιρη τη μάνα του. Πάντως, δεν παντρεύεσαι καμιά όμορφη κοπελίτσα. Την είδα από κοντά στα Θεσμοφόρια, μαζί με τη μητέρα της. Τότε δεν ήξερα ακόμη πως εξαιτίας της δεν θα σε ξαναδώ. Αλλά δες την καλύτερα μόνος σου και κοίταξε το πρόσωπο και τα μάτια της. Μην στεναχωρηθείς όμως αν είναι λευκά και αλλήθωρα και κοιτάει το ένα το άλλο! Αλλά μάλλον έχεις δει τον Φείδωνα, τον πατέρα της νύφης, και θυμάσαι καλά το πρόσωπό του. Άρα δεν υπάρχει καμία ανάγκη να δεις την κόρη του. Είναι φτυστοί, οι δυο τους!

Πάμφιλος: Για πόσο ακόμα θα σε ακούω να παραληρείς, Μύρτι, μιλώντας για κόρες, γάμους και πλοιοκτήτες; Από πού κι ως πού γνώρισα εγώ κάποια μέλλουσα νύφη, είτε όμορφη είτε με πλακουτσωτή μύτη; Νομίζεις πως ήξερα ότι ο Φείδωνας από τον δήμο Αλωπεκής, γιατί νομίζω πως γι’ αυτόν μιλάς, είχε θυγατέρα σε ηλικία γάμου; Αυτός δεν είναι καν οικογενειακός μας φίλος. Θυμάμαι κιόλας πως έχουν υπάρξει αντίδικοι με τον πατέρα μου, με αφορμή ένα ναυτικό δάνειο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, χρώσταγε στον πατέρα μου ένα τάλαντο και αρνούνταν να το αποπληρώσει. Έτσι, ο πατέρας τον οδήγησε στο ναυτοδικείο και μόνο τότε του το έδωσε, όχι όμως ολόκληρο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λόγια του πατέρα μου. Αν λοιπόν εγώ ήθελα να παντρευτώ, θα άφηνα την κόρη του Δήμεου, συγγενή της μητέρας μου, που μάλιστα πέρσι ήταν και στρατηγός, και θα παντρευόμουν αυτή του Φείδωνα; Πού τα άκουσες εσύ αυτά; Ή μήπως μόνη σου εφηύρες αυτές τις ζηλοτυπίες, επειδή σου αρέσει να πολεμάς σκιές;

Μύρτι: Οπότε, δεν παντρεύεσαι, Πάμφιλε;

Πάμφιλος: Τα ’χεις χάσει, Μύρτι, ή όλο αυτό είναι αποτέλεσμα κραιπάλης; Αν και, χθες, δεν ήπιαμε πολύ.

Μύρτι: Αυτή εδώ, η Δωρίδα, με αναστάτωσε. Την έστειλα, να μου αγοράσει μαλλί, για να το βάλω πάνω στην κοιλιά μου, ώστε να έχω την εύνοια της Άρτεμης κατά τον τοκετό. Όταν γύρισε, μου είπε πως συνάντησε τυχαία τη Λεσβία. Αλλά καλύτερα πες του εσύ η ίδια, Δωρίδα. Πες όλα όσα άκουσες, εκτός και αν τα έβγαλες απ’ το μυαλό σου.

Δωρίδα: Να αφανιστώ από προσώπου γης, αφέντρα μου, αν είπα κάποιο ψέμα! Όταν έφτασα κοντά στο πρυτανείο, έπεσα πάνω στη Λεσβία, που μου είπε χασκογελώντας τo εξής: «Ο εραστής σας, ο Πάμφιλος, παντρεύεται την κόρη του Φείδωνα». Και καθόλου δεν θα την πίστευα, αν δεν πήγαινα στο στενό του σπιτιού σας και δεν έβλεπα τα πάντα στολισμένα, και τριγύρω αυλητρίδες, κι αν δεν άκουγα φασαρία και γαμήλια τραγούδια.

Πάμφιλος: Τι λες; Τα είδες όλα αυτά, Δωρίδα;

Δωρίδα: Αμέ, με τα μάτια μου τα είδα, όλα όσα λέω.

Πάμφιλος: Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω την παρεξήγηση. Ούτε η Λεσβία σου είπε ψέματα, Δωρίδα, αλλά ούτε και εσύ είπες ψέματα στο Μύρτι. Τζάμπα ταραχθήκατε όμως. Οι γάμοι δεν ήταν δικοί μας. Τώρα θυμήθηκα τι μου είπε η μητέρα μου, όταν γύρισα σπίτι χθες. Μου είπε λοιπόν: «Πάμφιλε, ο συνομήλικός σου, ο Χαρμίδης, γιος του Αρισταίνοντα, του γείτονα, παντρεύεται και σοβαρεύεται. Εσύ, μέχρι πότε θα συνευρίσκεσαι με εταίρες;». Αφού άκουσα με το ζόρι τον εξάψαλμο, αποκοιμήθηκα. Την επόμενη μέρα έφυγα από το σπίτι πρωί πρωί και, άρα, δεν είδα τίποτα από όσα είδε η Δωρίδα. Αν ακόμα δεν με πιστεύεις, ξαναπήγαινε, Δωρίδα, αλλά μη δεις μόνο το στενό, πρόσεξε και ποια ακριβώς είναι η πόρτα με τα στεφάνια. Θα διαπιστώσεις ότι είναι αυτή των γειτόνων.

Μύρτι: Πάνω στην ώρα με έσωσες, Πάμφιλε. Θα έβαζα θηλιά στο λαιμό μου, αν γινόταν κάτι τέτοιο.

Πάμφιλος: Δεν υπήρχε περίπτωση. Δεν έχω χάσει ακόμα το μυαλό μου ώστε να ξεχάσω το Μύρτι, πόσο μάλλον όταν κυοφορεί το παιδί μου.