Σαγόνια και Οργή
Μαρινάκης Μιχαήλ
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ο άντρας έφτασε στο κέντρο της πόλης. Αυτός ο θό-
ρυβος και η μυρωδιά στην ατμόσφαιρα δεν του είχαν λείψει
καθόλου. Αν είχε την επιλογή, δεν θα πήγαινε, αλλά ήταν
απαραίτητο για να προμηθευτεί όλα τα αγαθά που χρειαζό-
ταν, μαζί με άλλες δουλειές που είχε να κάνει. Περπατούσε
ανάμεσα στους ανθρώπους και ένιωθε σαν εξωγήινος. Ένας
γέρος άνθρωπος, καθώς είχε αλλού το βλέμμα του, έπεσε
πάνω του και συγκρούστηκαν ώμο με ώμο. Ο άντρας δεν μί-
λησε, τον κοίταξε με ένα κενό βλέμμα λίγα δευτερόλεπτα,
μέχρι που ο γέρος ζήτησε συγνώμη αγχωμένος και συνέχισε
να περπατάει.
Η ώρα ήταν κιόλας 12 και ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρα-
νό. Ο άντρας είχε σηκωθεί από νωρίς το πρωί, πριν καν φανεί
ο ήλιος. Φορούσε ένα χακί χοντρό σακάκι και μπότες, είχε
αρχίσει να ιδρώνει και ζεσταινόταν πολύ. Έβγαλε το σακάκι
και το κρέμασε στον ώμο του, για να νιώσει λίγο πιο άνετα.
Το ταχυδρομείο ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά. Προχωρούσε
και ένιωθε άβολα, τόσο από την παρουσία των ανθρώπων
όσο και από το συναίσθημα ότι τα βλέμματα έπεφταν πάνω
του. Δύο παιδιά έπαιζαν μπάλα σε ένα στενό, το ένα σταμά-
τησε και έπιασε την μπάλα, καθώς είδε τον άντρα να περνάει
από μπροστά.
«Τον βλέπεις; Πάλι ήρθε! Πέρασαν κιόλας 10 μέρες»,
είπε ο πιτσιρικάς που κρατούσε την μπάλα στο άλλο παιδί
και έδειξε τον άντρα.
«Ο πατέρας μου λέει ότι είναι μουγκός και ότι δεν έχει
ακούσει ποτέ τη φωνή του», είπε ο άλλος πιτσιρικάς βάζο-
ντας τα χέρια στις τσέπες του. Το παιδί που κρατούσε την
μπάλα ξεκίνησε να τη γυρίζει στα χέρια του και χαμογέλασε:
«Ο δικός μου πατέρας μού έχει πει ότι είναι ήρωας πολέ-
μου. Κάποιοι λένε ότι έχει σκοτώσει δεκάδες Ναζί στον πό-
λεμο. Κάπου άκουσα ότι είχε φάει 37 στρατιώτες μόνος του».
Ο άντρας μπήκε στο ταχυδρομείο και έψαξε τις τσέπες
στο σακάκι του. Μίλαγε ψιθυριστά μόνος του και έβαζε τα
χέρι του μέσα σε κάθε τσέπη που είχε το σακάκι του μέχρι
που βρήκε αυτό που έψαχνε. Έβγαλε δύο γράμματα από την
εσωτερική του τσέπη και πλησίασε στον πάγκο του ταχυ-
δρομείου. Ο γέρο-Μπομπ, ο υπάλληλος του ταχυδρομείου,
τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Άργησες!» είπε στον άντρα. Ο
άντρας άφησε τα γράμματα πάνω στον πάγκο και άπλωσε το
χέρι του προς τον υπάλληλο.
«Ευτυχώς, σε πρόλαβα πριν τα τινάξεις, παλιόγερε!»
είπε ο άντρας και χαιρέτησε τον γέρο-Μπομπ.
«Θα τα τινάξω, όταν στερέψει το νερό από το ποτάμι!
Μα τι βλέπω! Μου έφερες δωράκια πάλι. Κι εγώ έχω ένα για
εσένα. Έρχεται από μακριά!» είπε ο Μπομπ και άρχισε να ψά-
χνει τα συρτάρια κάτω από τον πάγκο.
«Ορίστε! Ήρθε χτες το πρωί από τη Νέα Ζηλανδία».
Ο άντρας πήρε το γράμμα από τον γέρο-Μπομπ και το
γύρισε από την άλλη μεριά να δει τον αποστολέα. Ξαφνιά-
στηκε και χαμογέλασε: «Τελικά, πολλοί είναι ακόμα ζωντα-
νοί. Είναι από έναν φίλο που έχω να δω χρόνια. Ευχαριστώ,
γέρο!».
Ο άντρας βγήκε από το ταχυδρομείο και έβαλε το
γράμμα στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Πήρε μια
βαθιά ανάσα και κοίταξε δεξιά και αριστερά τον δρόμο. Η
ώρα είχε πάει 2 και είχε ήδη γεμίσει ένα μεγάλο τσουβάλι
με τα πράγματα στη λίστα του. Επιτέλους, είχε έρθει η ώρα
να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Όπως προχωρούσε στον δρό-
μο του γυρισμού, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα πλήθος
παιδιών που κοιτούσαν με ενθουσιασμό τη βιτρίνα ενός κα-
ταστήματος. Τα παιδιά φώναζαν και γελούσαν, ακούγονταν
από μακριά οι φωνές τους. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει την
περιέργειά του και πήγε προς τη βιτρίνα του καταστήματος,
για να δει και αυτός τι προκαλούσε τόσο ενθουσιασμό στα
παιδιά. Κουτάβια. Μα, φυσικά, και θα ήταν κουτάβια! Όλα τα
παιδιά τα λατρεύουν. Μια μεγάλη επιγραφή στη βιτρίνα του
καταστήματος έγραφε: «Καθαρόαιμα κουτάβια. Θα γίνουν
μεγαλόσωμα και εξαιρετικοί φύλακες. Ευκαιρία!». Ο άντρας
κοιτούσε λίγο τα κουτάβια αφηρημένος, καθώς αυτά έκλαι-
γαν και πατούσαν το ένα πάνω στο άλλο μέσα στο ξύλινο
κουτί που βρίσκονταν.
«Ποιο θα διάλεγες εσύ;» άκουσε μια φωνή να έρχεται
από κάτω του. Καθώς κοίταξε κάτω, είδε ένα μικρό κοριτσάκι
με καταπράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά να τον κοιτάει περι-
μένοντας μια απάντηση.
«Δεν ξέρω. Όλα μου φαίνονται όμορφα, αλλά δεν είμαι
άνθρωπος για σκυλιά. Εσύ;»
Το κοριτσάκι έδειξε με το δάχτυλό της ένα κουτάβι στη
γωνία του κουτιού: «Να, αυτό εκεί! Το βλέπεις; Είναι σαν μι-
κρή αγελάδα. Είναι άσπρο και έχει μαύρες βούλες. Λες να
είναι μοσχαράκι και όχι σκύλος;».
Ο άντρας χαμογέλασε: «Είναι όντως όμορφο και είναι
ένα πανέμορφο κουταβάκι, όχι μοσχαράκι. Χαχαχα! Πώς σε
λένε;» ρώτησε το κοριτσάκι.
«Είμαι η Κλειώ!» είπε το κοριτσάκι και έκανε μια μικρή
υπόκλιση.
Εκείνος πάγωσε για λίγο και έμεινε σιωπηλός.
«Αυτό είναι σπάνιο όνομα. Έτσι έλεγαν και τη μητέ-
ρα μου. Και είχε και αυτή πράσινα μάτια σαν εσένα» είπε ο
άντρας στο κοριτσάκι. «Θα μου κάνεις μια χάρη; Θα προ-
σέχεις λίγο το τσουβάλι με τα πράγματά μου;» ρώτησε ο
άντρας το κοριτσάκι και άφησε το τσουβάλι του κάτω. Το
κοριτσάκι συμφώνησε και ο άντρας μπήκε μέσα στο κατά-
στημα. Η μικρή Κλειώ τον παρακολουθούσε καθώς μιλούσε
με τον υπάλληλο. Μετά από ένα λεπτό έδειξε με το δάχτυλό
του τα κουτάβια στη βιτρίνα του μαγαζιού και ο υπάλληλος
κατευθύνθηκε προς την κούτα. Έβαλε μέσα τα χέρια του,
έβγαλε ένα κουτάβι, πήγε προς τον άντρα και του το έδωσε.
Ο άντρας πλήρωσε και με το κουτάβι αγκαλιά βγήκε έξω και
πλησίασε τη μικρή Κλειώ:
«Ορίστε, το μοσχαράκι σου!» της είπε και έσκυψε να της
δώσει το κουτάβι. Η μικρή Κλειώ δεν είχε καταλάβει ακόμα
τι γίνεται. Είχε μπερδευτεί.
«Τι όμορφο που είναι! Και είναι και βαρύ! Σαν αγελάδα!
Χαχαχα! Γιατί μου το δίνεις;» ρώτησε η Κλειώ με απορία τον
άντρα.
«Είναι δικό σου, τώρα. Να το προσέχεις!»