Μέχρι μια σχετικά πρόσφατη περίοδο, ήταν σύνηθες να περιγράφεται η αρχαία θρησκεία της Βαβυλωνίας, της Ώσσυρίας και άλλων σύγχρονων εθνών ως ένας αισχρός πολυθεϊσμός. Ρο μεγάλο πλήθος των θεοτήτων, τα αιματηρά έθιμα, ο έξαλλος ενθουσιασμός των ιερών οργίων, οι λάγνες μυσταγωγίες της Κη-τέρας-Ζεάς, παρατίθονταν ως μια κατηγορηματική απόδειξη. Κάθε πόλη και κοινότητα είχε μία θεότητα-προστάτη· ανθρώπινα θύματα καθώς και ζώα προσφέρονταν στους διάφορους ναούς. Πε ιδιαίτερες γιορτές άνδρες και γυναίκες, στην αχαλίνωτη μέθη της θρησκευτικής έξαψης, εγκατέλειπαν τα σπίτια και τις τέχνες τους, για να γιορτάσουν ιερές τελετές και για να περιπλανηθούν, σε σημαντικές αποστάσεις, στους αγρούς και στα βουνά. Και μολονότι σε πολλά μέρη οι ασκητικές πρακτικές θεωρούνταν ως κάτι που συμβάλλουν σε μία θεία ζωή, σε άλλα, πιο φημισμένα, υπήρχε μία επιτρεπόμενη σχεδόν γενική άδεια, στις δημόσιες γιορτές, και ιδιαίτερα στους ναούς. Από αυτές τις σκηνές εξευτελισμού έχει προέλθει η λαοφιλής αντίληψη για τον χαρακτήρα της αρχαίας θρησκείας. Παρόλα αυτά, οι εξερευνήσεις έχουν τροποποιήσει πολύ τις εντυπώσεις, που προηγουμένως διατηρούν-ταν, και έδωσαν στον ‘‘φτωχό ειδωλολάτρη’’ μία πιο ισχυρή στάση απέναντι στην ειλικρίνειά μας και στον ευνοϊκό μας σεβασμό. Νι δοξασίες, που τις έχουμε θεωρήσει παράλογες και ανήθικες, επρόκειτο να είναι αναρίθμητα εκατομμύρια όπως η αναπνοή που διατηρούσε τη ζωή τους, και δεν μπορούσαν να εκτοπιστούν χωρίς κινδύνους για όσους τις είχαν αγαπήσει. Ε θρησκεία κάθε ανθρώπου συμπεριλαμβάνεται στο ιδεώδη του για το Απόλυτο Δίκαιο. Ε ιδέα της θεότητας κάθε ανθρώπου είναι το είδωλο του δικού του εσωτερικού χαρακτήρα. Ε θρησκεία του είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού του, πραγματικό στην ουσία, ανώτερο στις μορφές λατρείας, όμως απαραίτητα μολυσμένη με τα ελαττώματα της εποχής και της χώρας, όπου αυτός ζει, και της φυλής στην οποία ανήκει. Δεν φωνάζουν όλοι τις ίδιες διατυπώσεις του δόγματος. Κάθε άνθρωπος έχει ένα θείο δίκαιο για να
τιμά και να αντιγράφει το δικό του ιδεώδη. Ε ουράνια αρχή και η υπέρτατη τάξη ήταν η σταθερή πίστη των ανθρώπων, αλλά οι μορφές είναι φανερά τόσο διαφορετικές όσο οι πνευματικές συγκροτήσεις της φυλής και των ατόμων. Υπάρχει πάντοτε μία διάσταση ανάμεσα στα άτομα του συναισθηματισμού και του επιστημονικού, ανάμεσα σε εκείνα του υποθετικού και του ερευνητικού νου και του απλώς πρακτικού. Όμως ούτε μπορούσε να είναι πάρα πολύ χρήσιμο δίχως την ύπαρξη του άλλου, και η πραγματική σοφία, που δείχνει προς το καλύτερο, σε όλα τα ζητήματα της θρησκευτικής πίστης είναι να εναρμονίζεται το πιο μακρινό γεωγραφικό πλάτος και η πιο τέλεια ελευθερία, όχι ενισχύοντας την ανεκτικότητα ως ένα κακό που μπορεί να αντέξει αλλά γενναιόδωρα, ώστε ο καθένας να μπορεί να ακολουθεί αυθόρμητα το μονοπάτι που εμφανίζεται, ήτοι τον δρόμο της αλήθειας. Ο ίδιος κανόνας θα έπρεπε να ισχύει, ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό, στις θρησκείες της αρχαϊκής εποχής. Έχει γίνει μάλιστα κοινή πρακτική να τις παρεξηγούμε. Νι κλασσικοί συγγραφείς ήταν μερικές φορές πάρα πολύ επιπόλαιοι ή ελαφρόμυαλοι για να τις περιγράψουν πιστά. Νι δάσκαλοι της πίστης, που τους αντικατέστησαν, ήταν τόσο πολύ ενθουσιασμένοι στο να φανερώσουν τις διαστροφές τους, δίχως να δίνουν την οφειλόμενη πίστη και μελέτη στις ουσιώδεις αξίες τους. Εν τούτοις, έχει γίνει για μας ένα ζήτημα κατάπληξης το γεγονός ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν μια ανώτερη διάνοια θα έπρεπε να λατρεύουν θεότητες που εμφανίζονται μεθυσμένες και άπιστες, και να παραδέχονται παράλογες ιστορίες και αισχρές περιπέτειες ανάμεσα στα θρησκευτικά του δόγματα. Ώς θυμόμαστε, επίσης, πάντα ότι το ανθρώπινο πνεύμα ποτέ δεν είναι γελοίο σκόπιμα και ότι κάθε φορά που τα δημιουργήματά τους μας δίνουν την εντύπωση ότι είναι ανόητα, αυτό είναι επειδή δεν τα κατανοούμε.
Από την ανθρώπινη ψυχή γεννήθηκαν θρησκείες και όχι επινοήματα. Κε το πέρασμα του χρόνου ανέπτυξαν έναν διττό χαρακτήρα: τον εξωτερικό και τον πνευματικό. Αργότερα, ο συμβολισμός κατέστη υπηρέτης μέσα στη λατρεία, και η θεότητα, σε όλες τις ιδιότητες, απεικονιζόταν μέσω κάθε μορφής που διανοήθηκε πως έχει σημασία.