ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η παιδεία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που
επιδρούν και επηρεάζουν την κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική
ανάπτυξη μιας χώρας. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου η είσοδος των
τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας και η έντονη
κινητικότητα ανθρώπων αλλά και κεφαλαίου, αναδεικνύονται σε κρίσιμα
πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό σχολείο βρίσκεται μπροστά σε
μια σύγχρονη πραγματικότητα που το αναγκάζει να διευρύνει το
χαρακτήρα του και το πεδίο δράσης του, ώστε να μπορέσει να
ανταποκριθεί στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Το ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα πλέον, θα πρέπει να λειτουργεί στο πλαίσιο της
Ενωμένης Ευρώπης, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που διαπιστώνονται
και να καλύψει την απόσταση που το χωρίζει από τα εκπαιδευτικά
συστήματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Όλες οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, που έχουν σαν κύριο
στόχο την προσαρμογή του σχολείου στις σύγχρονες ανάγκες, έχουν
επηρεασθεί από άλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της Ευρώπης και της
Αμερικής. Το μεγάλο ζητούμενο των προσπαθειών αυτών είναι το
«ποιοτικότερο» και «αποτελεσματικότερο» σχολείο.
Εξάλλου, οι εκπαιδευτικές καινοτομίες των τελευταίων ετών, όπως
η εισαγωγή του προγράμματος «Μελίνα», της Περιβαλλοντικής
Εκπαίδευσης, της Ευέλικτης Ζώνης, του Ολοήμερου Σχολείου, της Αγωγής
Υγείας και άλλων, αποβλέπουν στην ποιοτική και αποτελεσματική
αναβάθμιση του σχολείου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σημαντική καινοτομία για το εκπαιδευτικό σύστημα είναι η
θεσμοθέτηση του Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου. Αν και το Ολοήμερο
Δημοτικό Σχολείο θεσμοθετήθηκε τα τελευταία χρόνια, παρουσίασε μια
δυναμική και προβάλλεται ως η καινοτόμος λύση που αποσκοπεί στον
εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών
αναγκών των μαθητών και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών της
οικογένειας. Συγχρόνως ασκείται και κριτική η οποία πηγάζει κυρίως
από το πολυσύνθετο σκοπό του και τη μεταστροφή που σημειώθηκε
κυρίως εξαιτίας των γνωσιοκεντρικών αντιλήψεων των γονέων γύρω από
το ρόλο και το σκοπό του σχολείου. Έτσι, το τελευταίο διάστημα έχει
αρχίσει μια συζήτηση, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και σε
ελληνικό, σχετικά με το Ολοήμερο Σχολείο. Η βασική άποψη που επικρατεί
γύρω από το Ολοήμερο Σχολείο δεν περιορίζεται μόνο στην ανάγκη του
να ανταποκριθεί το σχολείο στις σύγχρονες απαιτήσεις της οικογένειας
και της αγοράς εργασίας, αλλά να αποτελέσει το μια ολοκληρωμένη
παιδαγωγική παρέμβαση προς το μαθητή, προκειμένου να αναπτύξει
ολόπλευρα την προσωπικότητά του.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας επιχειρείται η θεωρητική προσέγγιση
του θεσμού του Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου. Στο πρώτο κεφάλαιο
προσδιορίζεται η έννοια του Ολοήμερου Σχολείου, γίνεται η διάκριση
μεταξύ των «ανοικτών» και «κλειστών» Ολοήμερων Σχολείων» που
λειτουργούν στη χώρα μας, παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη του θεσμού
στη χώρα μας αλλά και στις ευρωπαϊκές χώρες και αναλύονται οι λόγοι που
επέβαλαν τη λειτουργία του.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται οι σκοποί, οι στόχοι και το
πρόγραμμα τόσο των 28 Ολοήμερων Δημοτικών Σχολείων «κλειστού
τύπου», όσο και των Ολοήμερων Δημοτικών Σχολείων «ανοιχτού τύπου».
Στο τρίτο κεφάλαιο του Α΄ μέρους γίνεται προσπάθεια εντοπισμού
και περιγραφής της σημερινής κατάστασης του Ολοήμερου Δημοτικού
Σχολείου, σύμφωνα με τις πρόσφατες θεωρητικές και ερευνητικές
προσεγγίσεις και εκφράζονται προβληματισμοί σχετικά με τις αδυναμίες του
αλλά και προτάσεις που θα συνέβαλαν στη ποιοτική αναβάθμιση της
λειτουργίας του. Αναδεικνύεται επίσης η κτιριακή υποδομή των Ολοήμερων
Δημοτικών Σχολείων σήμερα και κατατίθενται προτάσεις για την κτιριακή
υποδομή του Ολοήμερου Σχολείου του μέλλοντος.
Στο Δεύτερο Μέρος της εργασίας μου παρουσιάζεται η ερευνητική
προσπάθεια καταγραφής των απόψεων των εκπαιδευτικών για το Ολοήμερο
Δημοτικό Σχολείο. Στο πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους δίνονται όλες
οι απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν την αναγκαιότητα, τους σκοπούς
και στόχους της έρευνας, αναφέρονται τα ερευνητικά ερωτήματα, το δείγμα
και τα δεδομένα της έρευνας.
Στο Δεύτερο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους περιγράφονται και
αναλύονται τα ευρήματα της έρευνας και παρουσιάζονται τα συμπεράσματα
που προκύπτουν από αυτή. Σύμφωνα με αυτή, και όπως προκύπτει από την
εργασία μας, το Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο εξακολουθεί να έχει την
αποδοχή των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, παρά τα
προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Όπως προκύπτει από την εργασία μας, το Ολοήμερο Σχολείο
συνεχίζει να αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για το εκπαιδευτικό μας
σύστημα, ώστε αυτό να μεταρρυθμισθεί εσωτερικά και εξωτερικά,
ξεπερνώντας τις αδυναμίες και τις αρρυθμίες του παραδοσιακού σχολείου.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ:
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΟΛΟΗΜΕΡΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
1.1. Η έννοια του Ολοήμερου Σχολείου
Το Ολοήμερο Σχολείο λειτουργεί πολλά χρόνια κυρίως στις χώρες της
Ευρώπης. H καθιέρωση ενός γενικότερου θεωρητικού πλαισίου είναι δύσκολη
εξαιτίας των πολλών τύπων Ολοήμερου Σχολείου που λειτούργησαν και
λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο, με ιδιαίτερες γεωγραφικές, εθνικές,
κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες, με διαφορετικούς στόχους και
προσανατολισμούς. Το Ολοήμερο Σχολείο επιχειρεί την υπέρβαση του
παραδοσιακού σχολείου με την αναδιάρθρωση και τον εμπλουτισμό των
προγραμμάτων, αλλά και την ανανέωση των μεθόδων διδασκαλίας σε
συνδυασμό με τη ριζική αλλαγή του παιδαγωγικού κλίματος και των
επικοινωνιακών σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα από την ίδια τη σχολική
κοινότητα στο περιβάλλον ενός διαφορετικά δομημένου χώρου (Πυργιωτάκης,
2002). Το Ολοήμερο Σχολείο προσπαθεί να συνδυάσει την παιδαγωγική
προστασία και καλλιέργεια του παιδιού με την προσφορά νέων μαθημάτων. Για
να επιτευχθεί αυτό, ο χρόνος του σχολείου παρατείνεται έως τις
μεταμεσημβρινές ώρες. Στα πλαίσια της παραμονής των παιδιών στο σχολείο
καταβάλλεται προσπάθεια ολοκλήρωσης όλων των εργασιών των παιδιών, ενώ
προβλέπεται μεσημβρινή ανάπαυση και γεύμα (Πυργιωτάκης, 2002).
Τα Ολοήμερα Σχολεία μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με δύο βασικά
στοιχεία, το χρόνο παραμονής των μαθητών στο σχολείο και την υποχρεωτική
ή μη παρακολούθηση του προσφερόμενου προγράμματος. Με βάση τη διεθνή
εμπειρία, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους ολοήμερων σχολείων, που
φαίνεται να κυριαρχούν περισσότερο (Πυργιωτάκης, 2002):
α. τα κλειστά Ολοήμερα Σχολεία, στα οποία εντάσσονται εκείνα που
εργάζονται ως αργά το απόγευμα με πρόγραμμα δεσμευτικό για όλους τους
μαθητές και
β. στα ανοιχτά Ολοήμερα Σχολεία, στα οποία εντάσσονται εκείνα που
εργάζονται κανονικά ως το μεσημέρι και στη συνέχεια ακολουθεί ένα πρόσθετο
προαιρετικό πρόγραμμα. Τα μαθήματα της υποχρεωτικής φοίτησης
πραγματοποιούνται για όλους τους μαθητές στις προμεσημβρινές ώρες του
σχολείου.
Έτσι, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα χαρακτηριστικά των Ολοήμερων
σχολείων, τις ταξινομήσεις και την ελληνική πραγματικότητα μπορούμε να
πούμε ότι Ολοήμερο σχολείο είναι το σχολείο που λειτουργεί σε όλο το
διάστημα της ημέρας και καλύπτει όχι μόνο την τυπική διδασκαλία σύμφωνα
με το αναλυτικό πρόγραμμα, αλλά και άλλες σχολικές δραστηριότητες με
παιδαγωγική ωφέλεια για τα παιδιά. Είναι το σχολείο που εξυπηρετεί
κοινωνικούς, γνωστικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι στην
ολόπλευρη ανάπτυξη και αγωγή των παιδιών.
1.2. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού
1.2.1. Ιστορική εξέλιξη του θεσμού στην Ελλάδα
Η πρωινή και μεταμεσημβρινή μορφή σχολικής οργάνωσης κυριάρχησε και
στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα σχεδόν αμέσως μετά τη θεσμοθέτησή του.
Ήδη από το 1836 το σχολείο λειτουργούσε και πρωί και απόγευμα, με ένα
ενδιάμεσο διάλειμμα δύο ωρών. Παρόμοιο πρόγραμμα πρωινής και
απογευματινής λειτουργίας ίσχυε το 1894 για τα 4/θ τότε δημοτικά σχολεία, αλλά και αργότερα, το 1913, για τα 6/θ δημοτικά σχολεία.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα λίγο μετά την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου
πολέμου (1941) καταργήθηκε η απογευματινή ζώνη σε 2.500 σχολεία, εξαιτίας
του μεγάλου αριθμού των μαθητών - αποτέλεσμα της αστυφιλίας - και συνεπώς
της έλλειψης επαρκών αιθουσών. Την περίοδο που θα ακολουθήσει και κυρίως
στις δεκαετίες του '50 και '60 αναπτύχθηκε στην Ελλάδα έντονος
προβληματισμός και αντιπαραθέσεις στην εκπαιδευτική κοινότητα σχετικά με την ορθότητα ή μη της λειτουργίας του σχολείου σε ολοήμερη βάση. Από τη μία
πλευρά υποστηρίχθηκε η άποψη πως θα έπρεπε να διατηρηθεί το ολοήμερο
σχολικό πρόγραμμα και να μετεξελιχθεί σταδιακά το δημοτικό σε ένα σύγχρονο
ολοήμερο σχολείο, όπως δηλαδή έγινε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Από την
άλλη πλευρά οι εκπαιδευτικοί λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας (60 ώρες την
εβδομάδα) εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή την προοπτική,
δείχνοντας σαφή προτίμηση στην κατάργηση της απογευματινής ζώνης. Ωστόσο,
άφηναν κάποια περιθώρια αποδοχής της πρότασης για ολοήμερο σχολείο στην
περίπτωση που η Πολιτεία θα προσλάμβανε το απαραίτητο διδακτικό προσωπικό
(Θωίδης, 2006).
Το 1965 η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος σε συνεργασία με την
Συνομοσπονδία Γονέων Ελλάδος έθεσε το θέμα της κατάργησης των
απογευματινών μαθημάτων στο Υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση της
μεταμεσημβρινής σχολικής εργασίας, αν και εγκρίθηκε το 1966 από το
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, εφαρμόστηκε στην πράξη το 1971.
Δύο δεκαετίες αργότερα το «ολοήμερο λαϊκό 9χρονο βασικό σχολείο»
συγκαταλέγεται στα βασικά αιτήματα της Δ.Ο.Ε. και των Συλλόγων Γονέων και
Κηδεμόνων. Στην εισηγητική έκθεση του Ν. 1566/85 το Υπουργείο Παιδείας,
αναγνωρίζοντας την ύπαρξη ιδιαίτερων εκπαιδευτικών και κοινωνικών αναγκών,
ιδίως των παιδιών με εργαζόμενους και τους δύο γονείς, πρότεινε νέους θεσμούς με σκοπό την εναρμόνιση της αγωγής και της κοινωνικής μέριμνας.
Κατά το σχολικό έτος 1986-87 το Υπουργείο Παιδείας, λαμβάνοντας
υπόψη το μέγεθος του προβλήματος, αποφάσισε τη δοκιμαστική λειτουργία
τμημάτων απασχόλησης μαθητών-παιδιών εργαζόμενων γονέων (10 Ολοήμερα
στο Λεκανοπέδιο Αττικής).
Οι πρώτες προσπάθειες για την εφαρμογή του Ολοήμερου Δημοτικού
Σχολείου έγιναν με τη δράση των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων και τη
στήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το Υπουργείο Παιδείας, αφού αναγνώρισε
την ανάγκη, αυτή έθεσε σε δράση τα Προγράμματα Δημιουργικής
Απασχόλησης Μαθητών - Παιδιών Εργαζομένων Γονέων (ΠΔΑΜΕΓ) (Απόφαση
Υπουργού Παιδείας Γ1/98/265/2-3-1989). Το 1993, με Υπουργική απόφαση Φ.
13/452/Γ1/1126/ /15-9-1993, διατυπώνεται η αδυναμία του Κράτους για την
καταβολή πιστώσεων στα τμήματα αυτά και εγκρίνεται η δυνατότητα
οικονομικής στήριξης από τους Συλλόγους Γονέων και κηδεμόνων.
Το 1994 αποτελεί χρονιά ορόσημο γιατί το Υπουργείο με την εγκύκλιο
Φ. 13/1225/Γ1/1145/12/12/1994 θέτει σε δοκιμαστική επιλογή Προγράμματα
Δημιουργικής Απασχόλησης για τα παιδιά των εργαζόμενων γονέων σε 322
Δημοτικά Σχολεία. Όπως αναφέρεται στην σχετική εγκύκλιο, σκοπός των
Προγραμμάτων Δημιουργικής Απασχόλησης παιδιών των εργαζομένων γονέων
είναι «η συστηματική παιδαγωγική αντιμετώπιση από το ίδιο το σχολείο, σε
στενή συνεργασία με τους γονείς και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, των
εκπαιδευτικών και κοινωνικών αναγκών των μαθητών – παιδιών εργαζόμενων
γονέων μέσα στο οικείο σχολικό περιβάλλον με ένα πρόγραμμα δημιουργικής
απασχόλησης που αποσκοπεί στην ελεύθερη έκφραση και δημιουργία των
παιδιών και συγχρόνως στην διευκόλυνση των γονέων να διεκδικούν ισότιμα
το δικαίωμα της εργασίας». Βασικός χρηματοδότης των προγραμμάτων ήταν το
ΥΠΕΠΘ. Τα προβλήματα που είχαν να ξεπεράσουν ήταν πολλά, με
βασικότερη την αντίληψη των εκπαιδευτικών και των γονέων ότι εξυπηρετούν
μόνο κοινωνικούς σκοπούς και λειτουργούν σαν παιδοφυλακτήρια. Επίσης η
ελλιπής υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων δυσχέραινε την εφαρμογή των
προγραμμάτων.
Το 1997 με το νόμο 2525 θεσπίζεται το Ολοήμερο Σχολείο στο οποίο
προβλέπονται και οι σκοποί του. Με τη Φ.13.1/767/884/Γ1/ 3-9-1998
Υπουργική Απόφαση ορίζονται 1000 Δημοτικά Σχολεία ως «Ολοήμερα Δημοτικά
Σχολεία – Σχολεία Διευρυμένου ωραρίου» και ο θεσμός εφαρμόσθηκε το
Σχολικό Έτος 1998-1999 με τη δημιουργία τάξεων δημιουργικών
δραστηριοτήτων στα χίλια σχολεία που είχαν οριστεί ως Ολοήμερα.
Ταυτόχρονα ξεκίνησε η πιλοτική εφαρμογή σε 28 σχολεία, που ονομάζονται
«Πιλοτικά Ολοήμερα Σχολεία», με κύριο χαρακτηριστικό το υποχρεωτικό
πρόγραμμα για όλους τους μαθητές. Τα πιλοτικά ολοήμερα σχολεία εντάχθηκαν
στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Εκπαίδευση και Αρχική
Επαγγελματική Κατάσταση (ΕΠΕΑΕΚ) του 2ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης
στην ενέργεια 1.1. α. «Προγράμματα – Βιβλία» και στο έργο «Σχολεία
Εφαρμογής Πειραματικών Προγραμμάτων – Εκπαίδευσης» (Σ.Ε.Π.Π.Ε.) με
στόχο τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού Σχολείου και τη βελτίωση της
παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Και οι δύο τύποι ολοήμερων σχολείων τέθηκαν υπό την εποπτεία και
καθοδήγηση επιστημονικής επιτροπής και εντάχθηκαν στο δεύτερο και τρίτο
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Αν και στις προθέσεις του ΥΠΕΠΘ ήταν η
επέκταση των Πιλοτικών Ολοήμερων, ωστόσο το 2002 παρουσιάστηκε μία
αιφνίδια μεταστροφή της εκπαιδευτικής πολιτικής, η οποία προσανατολίστηκε
στη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των Σχολείων Διευρυμένου Ωραρίου και
συνακόλουθα στο «πάγωμα» των Πιλοτικών. Έτσι, από το σχολικό έτος 2002-03
επήλθαν αλλαγές στο οργανωτικό πλαίσιο, ο θεσμός επεκτάθηκε με τον ορισμό
και λειτουργία Δημοτικών Σχολείων ως Ολοήμερων, εισήχθησαν τα μαθήματα
ειδικοτήτων στα «Ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία - Σχολεία Διευρυμένου Ωραρίου»
και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε παιδαγωγικές κατευθύνσεις. Η λειτουργία τους
εντάχθηκε στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Εκπαίδευση και
Αρχική Επαγγελματική Κατάσταση (ΕΠΕΑΕΚ) του 2ου Κοινοτικού Πλαισίου
Στήριξης και τα Δημοτικά Σχολεία που ορίστηκαν και λειτούργησαν ως και το
Σχολ. Έτος 2005- 2006 χρηματοδοτήθηκαν για την αγορά του αναγκαίου
μικροεξοπλισμού, την αγορά γραφικής ύλης και τη κάλυψη των επιπλέον
λειτουργικών δαπανών. Το ανοιχτό ή προαιρετικό ολοήμερο σχολείο, όπως θα
μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο τύπο σχολείου, «σχεδιάστηκε
για να εξυπηρετήσει υψηλούς παιδαγωγικούς στόχους» και ταυτόχρονα να
ανταποκριθεί σε εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες της εποχής.