Οκτώ Ημέρες Έρωτα
Παύλου Αλέξανδρος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ο Φίλιππος

Ο Φίλιππος, ήρωας της ιστορίας μας, ζούσε στα Πετράλωνα, καλό παιδί σε γενικές γραμμές, με διάφορα προβλήματα συμπεριφοράς κατά καιρούς, αλλά και ποιος δεν έχει στο φινάλε; Δεν μπορείς να τον κακολογήσεις γι’ αυτό,
φίλους είχε αρκετούς, ήταν κοινωνικός κι ακόμα πιο κοινωνικός με το γυναικείο φύλο. Ίσως να έπαιξε ρόλο, πως είχε μεγαλώσει μόνο με τη μητέρα του, την οποία λάτρευε κι έτσι απέκτησε πολύ καλή γνώμη για τις γυναίκες, τις θεωρούσε
λουλούδια που το μόνο που χρειάζονται είναι φροντίδα. Όταν άκουγε άλλους να μιλούν άσχημα για τις γυναίκες, γινόταν έξαλλος, δεν μπορούσε να χωρέσει στον εγκέφαλό του πως μια γυναίκα θα έκανε μεγάλο κακό σ’ έναν άντρα, γιατί η συναισθηματική της φύση ήταν πολύ δυνατότερη από τη λογική του άντρα. Ο
άντρας, όπως έλεγε, βρίσκεται συναισθηματικά σε πρωτόγονη εποχή. Ο Φίλιππος όμως, δεν ήταν έτσι. Είχε έντονη θηλυκή πλευρά, ξεχείλιζε ρομαντισμό και συναίσθημα, όμορφο πράγμαγια τις συντρόφους του αλλά και για εκείνον.

Όταν ένας άνθρωπος ξεχειλίζει από αισθήματα, κάνει τη ζωή του και των άλλων ευχάριστη.Εκτός της πνευματικής δοτικότητας, ήταν και της υλικής, δώρα, ταξίδια, ιδιαίτερα εστιατόρια, καλοπέραση και γενικά μια ζωή που κάθε
άνθρωπος θέλει, μακριά από μίζερες καταστάσεις και θλιβερές υποχρεώσεις. Το ζήτημα είναι, πως όλα τα παραπάνω είχαν ημερομηνία λήξης. Μια κληρονομιά που είχε εισπράξει από έναν μακρινό συγγενή, κάποια στιγμή θα τελείωνε
κι ο Φίλιππος θα αναγκαζόταν να μπει σ’ αυτό που λέμε κοινωνικό συμβιβασμό. Μια θλιβερή δουλειά -μιας και δεν είχε σπουδάσει κάτι- με λίγα χρήματα, βαρετό περίγυρο και αυστηρή λιτότητα. Μια ξένη ζωή στα μάτια του, για
να μπορέσει να επιβιώσει. Αυτή η σκέψη τον τρόμαζε, περισσότερο κι απ’ το θάνατο. Η στιγμή της προσωπικής κατάπτωσης και το γκρέμισμα του ονείρου που είχε φτιάξει -με μεγάλη επιτυχία ομολογουμένως-.

Η ζωή του Φίλιππου μέσα στο ροζ σύννεφο κράτησε από τα είκοσι δύο του μέχρι και τα τριάντα ένα, δεν το λες και λίγο, εννέα χρόνια διασκέδασης και μάλιστα στην καλύτερή του ηλικία, εκεί που υπάρχει μόνο όρεξη. Απ’ τα τριάντα ένα και μετά, αναγκάστηκε να παλέψει για να βρει δουλειά, που θα του προσέφερε χρήματα για να κάνει τουλάχιστον τις μισές δραστηριότητες από αυτές που έκανε στο παρελθόν. Η εύρεση εργασίας για κάποιον άνθρωπο στην ηλικία του, ο
οποίος δεν είχε δουλέψει ποτέ ξανά, δεν θα ήταν και πολύ εύκολη υπόθεση. Γυρνούσε σαν την άδικη κατάρα από μαγαζί σε μαγαζί και πέρναγε ώρες ατελείωτες μπροστά στον υπολογιστή στέλνοντας το βιογραφικό του σε μεγάλες εταιρείες, που πιθανότατα θα είχαν περισσότερες θέσεις εργασίας, άρα και περισσότερες πιθανότητες πρόσληψης.
Πέρασε αρκετός καιρός και δεν υπήρχε κανένα αποτέλεσμα, η μόνιμη υποστήριξη της μητέρας του, άρχισε να φθίνει σιγά σιγά, είχε έρθει κι αυτή η κακομοίρα σε απόγνωση. Μπορεί να ήταν η αδυναμία της ο Φίλιππος, ούτε άλλα παιδιά είχε κι ο άντρας της είχε πεθάνει εδώ και χρόνια, αλλά κάποια στιγμή έφτασε στα όρια της, δεν ήταν και καμιά εύπορη γυναίκα, μια σύνταξη λίγο καλύτερη απ’ το μέσο όρο είχε και μ’ αυτή προσπαθούσε να ζήσει δύο ανθρώπους.
Άγρια πράγματα. Υπήρχαν εντάσεις στο σπίτι, φωνές, ώσπου τελικά μια μέρα, χτύπησε το κινητό του από μια εταιρεία. Επιτέλους κάποιος ανταποκρίθηκε.
Ήταν μια μεγάλη αλυσίδα ρούχων που τον είχε επιλέξει για συνέντευξη. Ο Φίλιππος έβαλε τα καλά του και με μεγάλο άγχος, αλλά και πίστη στον εαυτό του, έφτασε στο προκαθορισμένο ραντεβού για τη δουλειά. Όταν άκουσε τα χρή-
ματα που θα παίρνει και τη θέση που του έδιναν, κόντεψε να κάνει εμετό απ΄ την πίεση που ένιωσε. Θα κουβαλούσε τις κούτες με τα ρούχα απ’ τα φορτηγά στην αποθήκη, θα τις άνοιγε και θα ταξινομούσε τα ρούχα σε κρεμάστρες, για να τα παίρνουν οι πωλήτριες και να τα τοποθετούν στο κατάστημα. Μισθός τετρακόσια ογδόντα ευρώ καθαρά. Ομολογουμένως, για έναν τύπο σαν το Φίλιππο, το σοκ ήταν μεγάλο, σκεπτόμενος όμως την μάνα του, είπε αμέσως το ναι.