Μια όμορφη φωτεινή μέρα του Απρίλη, στο λιβάδι, κάτω από τα ψηλά βουνά και δίπλα σ’ ένα μικρό ρυάκι, ακριβώς την ώρα που ο ήλιος κοίταζε και θαύμαζε τις πανέμορφες παπαρούνες, ξεπρόβαλε ντροπαλά κάτω από ένα φυλλαράκι μια μικρή λευκή μαργαρίτα.
Μόλις είχε βγει από τη γη, κοίταξε περίεργη και θαύμασε τον πολύχρωμο κόσμο που την περιτριγύριζε.
Και τι δεν είδε. Ακριβώς δίπλα της υπήρχαν πολλές μαργαρίτες, μερικές μεγαλύτερες, μερικές μικρότερες από την ίδια, όμως όλες ολόλευκες. Λίγο πιο πέρα ήταν μια ολόκληρη οικογένεια από κόκκινες παπαρούνες και ανάμεσα σ’ όλα αυτά κάτι πολύ μικρά γαλάζια λουλουδάκια.
Την ώρα που η μαργαρίτα θαύμαζε γύρω της τον κόσμο έφτασε από τον ουρανό ένα πολύ όμορφο λουλούδι. Ήταν λευκό με μαύρες γραμμές και γαλάζιες και κίτρινες βούλες.
-Αχ τι ωραίο λουλούδι! αναφώνησε η μαργαρίτα και κοί-ταξε με θαυμασμό.
-Δεν είμαι λουλούδι. Είμαι πεταλούδα, γέλασε το θαυμαστό πλά-σμα, και με λένε «Πλουμιστή». Έτσι με λέει η μαμά μου γιατί έχω κίτρινες και γαλάζιες βούλες. Εσένα πως σε λένε;
-Εγώ δεν έχω όνομα, γιατί δεν έχω και μαμά, απάντησε η μαρ-γαρίτα. Γεννήθηκα σήμερα μέσα από το χώμα, από έναν σπόρο. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
-Καλά ντε, μην στεναχωριέσαι, είπε αμέσως η Πλουμιστή. Θα σου βρούμε ένα όνομα που να σου αρέσει. Τι θα έλεγες για «Ασπρούλα» ή «Χιονούλα» ή «Λευκή», αφού είσαι ολόλευκη;