Πιερέτ
Μπαλζάκ Ονορέ Ντε - Balzac Ono
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Τον Οκτώβριο του 1827, την ώρα που χάραζε, ένας
νεαρός γύρω στα δεκάξι που η εμφάνισή του φανέρωνε
αυτό που η σύγχρονη φρασεολογία αποκαλεί τόσο προ-
κλητικά προλετάριο2, στάθηκε σε μια μικρή πλατεία που
βρίσκεται χαμηλά στην Προβάν. Εκείνη την ώρα μπόρεσε
να παρατηρήσει, χωρίς να γίνει αντιληπτός, τα διαφορετι-
κά σπίτια που βρίσκονταν σ’ αυτή την μακρόστενη πλα-
τεία. Οι νερόμυλοι στις όχθες των ποταμιών της Προβάν
ήδη γύριζαν. Ο αντίλαλός τους, που απαντούσε μέσα από
την πόλη σε αρμονία με τον τσουχτερό αέρα και με το
δροσερό φως του πρωινού, τόνιζε τη βαθιά σιωπή επιτρέ-
ποντας ν’ ακουστεί ο μεταλλικός ήχος μιας άμαξας που
βρισκόταν σε απόσταση μιας λεύγας, στην κεντρική οδό.
Οι δυο μακρύτερες σειρές σπιτιών που χωρίζονταν από
μια συστάδα φλαμουριές, αποτελούνταν από απλές κα-
τασκευές που φανέρωναν τη φιλήσυχη και καθορισμένη
ζωή των αστών. Σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχε ίχνος
κοινωνικής ζωής. Μετά βίας μπορούσαμε να δούμε πολυ-
τελείς αμαξωτές πύλες! Και αν υπήρχαν, σπάνια λειτουρ-
γούσαν, με εξαίρεση εκείνη του κυρίου Μαρτενέρ, ενός
γιατρού που όφειλε να διαθέτει και να χρησιμοποιεί μια
μικρή άμαξα. Μερικές προσόψεις ήταν διακοσμημένες με
αναρριχώμενες κληματαριές κι άλλες με τριανταφυλλιές
που σκαρφάλωναν μέχρι τον πρώτο όροφο όπου τα άνθη
τους αρωμάτιζαν τα παράθυρα με τα μεγάλα τους διά-
σπαρτα μπουκέτα. Η μία άκρη αυτής της πλατείας φτάνει
σχεδόν μέχρι το δρόμο χαμηλά της πόλης. Η άλλη άκρη
διακόπτεται από ένα δρόμο παράλληλο αυτής της κεντρι-
κής οδού με κήπους που εκτείνονται μέχρι το ένα από τα
δυο ποτάμια που ποτίζουν την κοιλάδα της Προβάν.
Σ’ αυτό το άκρο, το πιο ήσυχο της πλατείας, ο νεα-
ρός εργάτης αναγνώρισε το σπίτι που του είχαν υποδείξει:
μια πρόσοψη από λευκή πέτρα, χαραγμένη με αυλακω-
τές εσοχές που καταλήγουν στη βάση, όπου τα παράθυρα
με τα στολισμένα με κίτρινες ροζέτες σιδερένια κάγκελα
ήταν κλεισμένα με γκρίζες περσίδες. Πάνω απ’ αυτή την
πρόσοψη που υψώνεται από το ισόγειο μέχρι τον πρώ-
το όροφο, τρεις φεγγίτες σοφίτας τρυπούν μια στέγη από
σχιστόλιθο σε ένα από τα αετώματα όπου γυρνά ένας και-
νούριος ανεμοδείκτης. Αυτός ο σύγχρονος ανεμοδείκτης
απεικονίζει έναν κυνηγό που πιάνει ένα λαγό. Για να μπεις
από τη μεσαία πόρτα πρέπει ν’ ανέβεις τρία πέτρινα σκα-
λοπάτια. Από τη μια πλευρά της πόρτας, τα βρώμικα νερά
που χύνονται από το στόμιο μιας μολυβένιας σωλήνας
τοποθετημένης πάνω από ένα μικρό ρείθρο φανερώνουν
την ύπαρξη της κουζίνας. Από την άλλη, δυο παράθυρα
επιμελώς κλεισμένα με γκρίζα παραθυρόφυλλα απ’ όπου
τρύπες σε σχήμα καρδιάς αφήνουν να περάσει λίγο φως,
του φάνηκε πως ανήκαν στην τραπεζαρία. Στο υπερυψω-
μένο τμήμα που αντισταθμίζεται από τα τρία σκαλοπάτια
και κάτω από κάθε παράθυρο, φαίνονται οι φεγγίτες του
υπογείου, κλεισμένοι με μικρές βαμμένες πόρτες από λα-
μαρίνα, με διάτρητα επιτηδευμένα σχέδια. Έτσι όλα ήταν
καινούρια. Σ’ αυτό το πρόσφατα ανακαινισμένο σπίτι
όπου η πολυτέλεια ερχόταν σε αντίθεση με τις παλιές εξω-
τερικές όψεις όλων των άλλων, ένας παρατηρητής αμέσως
θα μάντευε τις φτηνές ιδέες και την απόλυτη ικανοποίηση
του συνταξιούχου μικροεμπόρου. Ο νεαρός κοίταξε αυτές
τις λεπτομέρειες με μια έκφραση χαράς ανάμικτης με θλί-
ψη. Τα μάτια του κοιτούσαν από την κουζίνα στη σοφίτα
με μια κίνηση που φανέρωνε περίσκεψη. Οι ρόδινες λάμ-
ψεις του ήλιου έκαναν να ξεχωρίζει σε ένα από τα παράθυ-
ρα της σοφίτας μια κουρτίνα από φτηνό ύφασμα που δεν
υπήρχε στους άλλους φεγγίτες. Τότε, η φυσιογνωμία του
νεαρού έγινε εύθυμη, έκανε λίγα βήματα πίσω, στηρίχτηκε
με την πλάτη σε μια φλαμουριά και τραγούδησε με τον
συρτό χαρακτηριστικό τρόπο των ανθρώπων της Δύσης
αυτό το ρομαντικό τραγούδι της Βρετάνης που γράφτηκε
από τον Μπρυγκέρ, ένα συνθέτη στον οποίο οφείλουμε
πολλές γλυκές μελωδίες. Στη Βρετάνη, οι νεαροί από τα
χωριά έρχονται να τραγουδήσουν αυτό το τραγούδι στους
νεόνυμφους την ημέρα του γάμου τους.
Να σας ευχηθούμε ήρθαμε, έναν ευτυχισμένο γάμο
σε σας αγαπητέ γαμπρέ
μα και σ’ εσάς τη νύφη
Να σας ενώσουμε ήρθαμε αγαπημένη νύφη
μ’ εκείνο το χρυσό δεσμό
που ο χάρος μόνο λύνει
Τελειώνουν πια για σας τα γλέντια κι οι γιορτές
όσο χορεύουμε εμείς
το σπίτι θα φυλάτε εσείς
Όπως βέβαια ξέρετε οφείλετε στο εξής
να είστε στο σύζυγο πιστή
με μια αγάπη τρυφερή
Δεχθείτε μια ανθοδέσμη απ’ το δικό μου χέρι
Αχ! η μάταιή σας η τιμή
σαν τ’ άνθη του θα μαραθεί.
Αυτή η εθνική μελωδία, εξίσου γλυκιά με το “Αδελ-
φή μου, ακόμη σε θυμάται εκείνος” του Σατωμπριάν,
τραγουδισμένη στο κέντρο μιας μικρής πόλης του Μπρι
της Σαμπάνι, είναι για μια Βρετόνη αφορμή αναμνήσεων
της αυτοκρατορικής εποχής. Τόσο πιστά απεικονίζει τα
ήθη, την καλοσύνη και τις όμορφες τοποθεσίες αυτού του
αριστοκρατικού τόπου. Εκεί κυριαρχεί μια απροσδιόρι-
στη μελαγχολία καθώς απεικονίζεται μια πραγματική ζωή
που προκαλεί συγκίνηση. Όμως αυτή η δύναμη, αυτή η
ικανότητα να ξυπνούν ένα πλήθος σκέψεων, γλυκών και
θλιβερών, με έναν οικείο και συχνά εύθυμο ρυθμό, μή-
πως δεν είναι το χαρακτηριστικό αυτών των λαϊκών τρα-
γουδιών, των δεισιδαιμονιών της μουσικής, αν δεχθού-
με τη λέξη “δεισιδαιμονία” σαν σημαδούρα που επιπλέει
ανάμεσα σε όσα μένουν έπειτα από την καταστροφή των
λαών από τις επαναστάσεις τους; Τελειώνοντας την πρώτη
στροφή, ο εργάτης που δεν είχε σταματήσει να κοιτά την
κουρτίνα της σοφίτας, δεν είδε καμία κίνηση. Όσο τρα-
γουδούσε τη δεύτερη, το ύφασμα αναδεύτηκε. Όταν είπε:
“Δεχθείτε μια ανθοδέσμη” η μορφή μιας κοπέλας φάνηκε.
Ένα λευκό χέρι άνοιξε προσεκτικά το παράθυρο και η κο-
πέλα χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού τον ταξιδιώτη,
τη στιγμή που τέλειωνε την μελαγχολική σκέψη που εκ-
φράζεται μ’ αυτούς τους τόσο απλούς στίχους:
Αχ! η μάταιή σας η τιμή
σαν τ’ άνθη του θα μαραθεί.
Ο εργάτης εμφανίστηκε ξαφνικά βγάζοντας κάτω από
το σακάκι του ένα χρυσοκίτρινο λουλούδι, πολύ κοινό
στη Βρετάνη, που αναμφίβολα είχε βρει στους αγρούς του
Μπρι όπου είναι σπάνιο, το άνθος του σχοίνου.
«Εσείς είστε, Μπριγκώ;» είπε χαμηλόφωνα το κορί-
τσι.
«Ναι, Πιερέτ, ναι. Ζω στο Παρίσι, τριγυρνάω στη
Γαλλία όμως μπορώ να εγκατασταθώ εδώ, αν θέλετε να
είμαι κοντά σας».
Εκείνη τη στιγμή, ένα μάνταλο έτριξε από το παρά-
θυρο του πρώτου ορόφου, κάτω από εκείνο της Πιερέτ.
Η Βρετόνη έδειξε πολύ φοβισμένη και είπε στον Μπρι-
γκώ: «Κρυφτείτε!» Ο εργάτης πήδηξε σαν τρομαγμένος
βάτραχος στη γωνιά ενός μύλου, στη στροφή που βγάζει
σ’ εκείνο το δρόμο που καταλήγει στην κεντρική οδό, την
κεντρική αρτηρία της κάτω πόλης. Όμως παρά τη βιασύνη
του, τα σιδερένια τακούνια του που αντηχούσαν στο στε-
νό λιθόστρωτο της Προβάν, έβγαζαν έναν ήχο που εύκολα
ξεχώριζε από τη μουσική του μύλου και που το πρόσωπο
που άνοιγε το παράθυρο κατάφερε να διακρίνει.
Αυτό το πρόσωπο ήταν μια γυναίκα. Κανένας άνδρας
δεν αφήνει τη γλύκα του πρωινού ύπνου για ν’ ακούσει
έναν τροβαδούρο με σακάκι. Μόνο ένα κορίτσι ξυπνά
από ένα ερωτικό τραγούδι. Έτσι ξύπνησε μια κόρη και
μια γεροντοκόρη. Όταν τράβηξε τις περσίδες με μια κίνη-
ση νυχτερίδας, κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις και δεν
άκουσε παρά τον αόριστο ήχο των βημάτων του Μπριγκώ
που χανόταν. Υπάρχει κάτι πιο αποκρουστικό από το να
βλέπεις την πρωινή εμφάνιση μιας άσχημης γεροντοκόρης
στο παράθυρο; Απ’ όλα τα γελοία θεάματα που προσφέ-
ρουν χαρά στους ταξιδιώτες όταν διασχίζουν μικρές πό-
λεις, δεν είναι το πιο δυσάρεστο; Είναι τόσο θλιβερό, τόσο
απεχθές για να γελάσει κανείς. Αυτή η γεροντοκόρη με το
τόσο σβέλτο αυτί, εμφανιζόταν απογυμνωμένη από κάθε
είδους τέχνασμα καλλωπισμού. Δεν είχε ούτε την κορδέλα
με τα ψεύτικα μαλλιά της ούτε την δαντελένια κολαρίνα
της. Φορούσε εκείνο το φρικτό σακούλι από μαύρο ταφτά
που χρησιμοποιούν οι γριές για να καλύπτουν τα μαλλιά
μέχρι τον αυχένα, το οποίο φαινόταν μέσα από τον σκού-
φο της νύχτας που είχε μετακινηθεί από τον ύπνο. Αυτή η
αφροντισιά προσέδιδε σ’ αυτό το κεφάλι μια όψη απειλη-
τική σαν αυτή που αποδίδουν οι ζωγράφοι στις μάγισσες.
Οι κρόταφοι, τα αυτιά και ο αυχένας που ελάχιστα κα-
λύπτονταν, φανέρωναν χαρακτηριστικά άκαμπτα και στε-
γνά. Οι τραχιές ρυτίδες κατέληγαν σε κοκκινωπές κηλίδες
όχι και τόσο ευχάριστες να τις βλέπεις, κάνοντας ακόμη
πιο έντονη αντίθεση με το σχεδόν λευκό χρώμα της νυ-
χτικιάς της που έδενε στο λαιμό με στριφτά κορδόνια. Τα
ανοίγματα αυτής της νυχτικιάς άφηναν σε κοινή θέα ένα
στήθος όμοιο με γριάς αγρότισσας που λίγο νοιάζεται για
την ασχήμια της. Το λιπόσαρκο μπράτσο της έμοιαζε με
μπαστούνι που πάνω του είχαν κρεμάσει ένα ύφασμα. Κα-
θώς στεκόταν στο παράθυρο, αυτή η γεροντοκόρη έμοια-
ζε ψηλή εξαιτίας του δυνατού και μεγάλου προσώπου της
που θύμιζε το πρωτοφανές μέγεθος των προσώπων ορι-
σμένων Ελβετών.