Ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά πλέον πάνω από το μοναστήρι. Οι ακτίνες του γίνονταν όλο και πιο ζεστές καθώς η άνοιξη έδιωχνε το χειμώνα πίσω σε ανήλιαγες σπηλιές και υπόγεια λαγούμια. Εκείνη την ώρα οι περισσότεροι μοναχοί βρίσκονταν στο πόδι. άλλος μαγείρευε, άλλος σκούπιζε το προαύλιο του μοναστηριού και άλλος είχε βγει έξω για να οργώσει την άγονη πεδιάδα στους πρόποδες του βουνού. Όλοι βρίσκονταν στο πόδι εκτός από έναν, τον γηραιότερο, το μοναχό Βενέδικτο. Αυτός έμενε πίσω στο δωμάτιο του και περίμενε καρτερικά το θάνατο. Τον είχε ξεγελάσει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά γνώριζε πολύ καλά πως αυτή τη φορά ο θάνατος ερχόταν από τον Κύριο και από τον Κύριό του κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Ψαχούλεψε τα συρτάρια του γραφείου του και έβγαλε έξω ένα δερμάτινο βιβλίο. Το άνοιξε και το ξεφύλλισε, ήταν άδειο. Μία μάζα από λευκές σελίδες. Τα ροζιασμένα χέρια του διέτρεξαν μία από τις σελίδες και ύστερα ξεφύσησε κουρασμένος. «Θεέ μου, επίτρεψέ μου τούτη μονάχα την κίνηση ματαιοδοξίας. Είθε τούτη να είναι η τελευταία μου αμαρτία σε αυτό τον δόλιο κόσμο. Δε μου μένει άλλος χρόνος, πρέπει να ξεκινήσω αμέσως».
O θείος μου πάντα έλεγε πως όλοι οι πόλεμοι γίνονται για τη δόξα και το χρήμα. Για κατάκτηση εδαφών και επέκταση της επιρροής βασιλιάδων και ευγενών. Έλεγε πως δεν υπήρχε τίποτε το ηρωικό στο να σκοτώνεις και να σκοτώνεσαι. «Όταν βγει από μέσα σου και η τελευταία ανάσα κανείς δεν θα σε θυμάται πια, εκτός και αν έχεις σκοτώσει μερικές ντουζίνες στρατιώτες του εχθρού», συνήθιζε να λέει. Τον θυμάμαι να με παίρνει, αμούστακο αγόρι ακόμη, και να με πηγαίνει σε διάφορα πανδοχεία για να μεθύσουμε με την μοναστηριακή μπύρα που έφερναν. Είχε πάντοτε μία θλίψη στα μάτια του, μία νεφελώδη ανησυχία που με κάθε γουλιά πιοτού μετατρεπόταν σε γλυκιά νοσταλγία. Είχε πάρει μέρος σε περισσότερες μάχες και εκστρατείες από όσες μπορούσε να θυμηθεί, αλλά περπατούσε ακόμη ανάμεσα σε ζωντανούς ανθρώπους. «Νεκρός ανάμεσα σε ζωντανούς», έλεγε και ξεσπούσε σε λυγμούς. Είχε κάνει δεκάδες φίλους και είχε δει τους περισσότερους από αυτούς να πεθαίνουν στο πλάι του. Άλλοι είχαν αποκεφαλιστεί, άλλοι είχαν παλουκωθεί και μερικοί είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός. Εκείνος όμως συνέχιζε να ζει και αυτό δεν του άρεσε. Πιστεύω ότι βαθιά μέσα του ένιωθε τύψεις που δεν είχε καταφέρει να τους σώσει ή που δεν είχε βρεθεί κάποιος εχθρός αρκετά ικανός για να τον στείλει ξοπίσω τους. Συνέχιζε να περπατά ανάμεσα σε ανθρώπους που το μόνο που είχαν γνωρίσει ήταν η βαρετή πραγματικότητα. Είχε γίνει ένας άντρας δίχως πρόσωπο μέσα σε μία θάλασσα από απρόσωπα όντα που δεν του γεννούσαν κανένα συναίσθημα. Ο πόλεμος του τα είχε πάρει όλα και είχε αφήσει το κορμί του να τυραννιέται.
Όλα άλλαξαν το σωτήριο έτος 1095. Ο Πάπας Ουρβανός ο Δεύτερος ανακήρυξε την έναρξη μίας Σταυροφορίας που είχε ως στόχο την απελευθέρωση του Οίκου του Θεού στην Ιερουσαλήμ. Πολλοί ήταν εκείνοι που σπατάλησαν αμύθητες περιουσίες για να καταταγούν στον στρατό, να εξοπλιστούν και να ταξιδέψουν σε μέρη άγνωστα με σκοπό να τιμωρήσουν τους αλλόθρησκους Άραβες. Ακόμη περισσότεροι ήταν εκείνοι που στη θέα των σπαθιών και των πανοπλιών είδαν το πρόσωπο του Θεού να τους καλεί κοντά τους. Δολοφόνοι, βιαστές και κατάδικοι είχαν την ευκαιρία τους για μία θέση στον Παράδεισο και δεν θα την άφηναν να πάει χαμένη.
Μόλις είχα μάθει τα νέα, είχα τρέξει στο θείο μου για να του τα πω. Μέχρι να τον συναντήσω, διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου για το ποια θα ήταν η αντίδρασή του. Ήμουν σίγουρος πως θα τους καταριόταν όλους αυτούς που έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία. Τα παιδιά των ευγενών που έβλεπαν την Σταυροφορία ως έναν ευγενικό αγώνα, τους βασιλιάδες και τον Πάπα που διψούσαν για δύναμη και τους απλούς ανθρώπους, την αμόρφωτη μάζα που πίστευε ότι το αίμα από τα χέρια τους θα ξεπλενόταν μονάχα με περισσότερο αίμα.
Όταν τον αντίκρισα, άρχισα να μιλάω, πολλές φορές λέγοντας ακαταλαβίστικα πράγματα. Εκείνος χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να σταματήσω. «Τα ξέρω όλα», αποκρίθηκε. «Δεν πιστεύω να νόμιζες ότι περίμενα έναν εικοσάχρονο να μου πει το λόγο που όλοι οι δρόμοι της Ευρώπης έχουν βουλιάξει από τα κουτσομπολιά και τις φήμες». Είχε πάντα έναν απότομο, αλλά ειλικρινή τρόπο, να σε σταματά και να σε κάνει να ακούσεις τη γνώμη του. Μου γύρισε για λίγο την πλάτη του και κοίταξε στον ουρανό αμίλητος, σαν έναν μαρμάρινο άγαλμα που είχε λαξευτεί για να ατενίζει στους ορίζοντες των αγώνων των ανθρώπων. «Λέω να πάρω μέρος στη Σταυροφορία», αποκρίθηκε ύστερα από λίγες στιγμές. Με κοίταξε στα μάτια και ένα πικρό χαμόγελο κηλίδωσε το καθαρό πρόσωπό του. Τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα, αλλά σπάνια έδινα σημασία στο πρόσωπό του. Είχε λεπτά χαρακτηριστικά και τα μακριά του μαλλιά τα έδενε πάντοτε κοτσίδα, λες και ήθελε να τα αναδεικνύει. «Βλέπω ότι έμεινες με το στόμα ανοιχτό», μου είπε και πρέπει να είχε δίκιο. Ποτέ μου δεν περίμενα εκείνη την απάντηση. «Βλέπεις, δεν είναι ότι δεν τον έχω σιχαθεί τον πόλεμο, αλλά δεν έχω και τι άλλο να κάνω. Με το σπαθί στο χέρι έμαθα να ζω και εδώ ένα τέτοιο συνήθειο αρκεί για να με στείλουν στη φυλακή. Λέω να πάω εκεί που θα είμαι ο εαυτός μου. Όταν γυρίσω θα περιμένω…». Έκανε μία παύση. Το βλέμμα του σκοτείνιασε και τα μάτια του έκλεισαν. Πήρε μία βαθιά ανάσα και αφού ξεφύσησε αργά, συνέχισε να μιλά. «Για την ακρίβεια δεν ξέρω αν θα γυρίσω». Με αυτά τα λόγια άφησε όλη την αλήθεια να φανεί πίσω από της αόριστης πρόθεσης φράσεις του. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω, ήθελε να πάει στον πόλεμο και να πεθάνει εκεί. Ήθελε να ανταμώσει με τους φίλους του και να γλιτώσει από τη ζωή της πόλης για την οποία δεν ήταν φτιαγμένος. Θυμάμαι πως δεν είχε κάτι άλλο να μου πει. Με είχε χαιρετίσει βιαστικά και είχε φύγει, δήθεν για να προετοιμαστεί. Ήξερα ότι μία ώρα του ήταν αρκετή για να ετοιμάσει τον εξοπλισμό, αλλά ένα τίποτε στο κυνήγι για να βρει τον εαυτό του. Αυτό ήταν που του έλλειπε. Ήθελε να πειστεί ότι έκανε το σωστό για εκείνον και αργά ή γρήγορα θα τα κατάφερνε.
Οι μέρες περνούσαν και τον έβλεπα να γίνεται όλο και πιο απόμακρος. Τα σκοτεινά πέπλα του πολέμου είχαν αρχίσει να τον τυλίγουν και να τον παίρνουν μακριά μου. Δεν ήταν ο άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Το βλέμμα του είχε μία περίεργη λάμψη, κάτι το αφύσικο και το τερατώδες. Σε εκείνο το σημείο έφτασα να αναρωτιέμαι ποιος πραγματικά ήταν ο άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια αποκαλούσα θείο.
Η μητέρα μου είχε πεθάνει όταν ήμουν μωρό και ο πατέρας μου με ανέθρεψε όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά ποτέ δεν είχε αρκετό χρόνο για μένα. Ήταν σιδεράς και έπρεπε να δουλεύει νύχτα και μέρα για να τα βγάζει πέρα με όλες αυτές τις παραγγελίες με τις οποίες τον φόρτωναν στρατηλάτες, βασιλιάδες και ευγενείς. Όλα αυτά τα χρόνια πάντα ένας άνθρωπος ήταν συνεχώς στο πλευρό μου, ακόμη και όταν έλειπε σε κάποια μάχη, ο θείος μου ο Ερρίκος.